Είναι σαν τα αποδημητικά πουλιά: σε περιόδους κρίσης, λένε οι Αγγλοσάξονες, οι επενδυτές «πετούν στην ασφάλεια». Σε τόπους όπου μπορούν να τοποθετήσουν με απόλυτη σιγουριά τα λεφτά τους –ακόμη και αν το μέρισμά τους εκεί είναι μικρό, ως και ελάχιστο.
Ο ασφαλής, αν όχι «μακάριος» αυτός τόπος για τους επενδυτές ήταν την τελευταία πενταετία η Γερμανία. Και η συνέπεια της πρωτοφανούς αυτής «πτήσης» ήταν κάτι που δεν υπολόγιζε κανείς: η πτώση των επιτοκίων για τα γερμανικά κρατικά ομόλογα σε μηδενικό σχεδόν επίπεδο. Με αποτέλεσμα, όπως προκύπτει από μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών IWH στην ανατολικογερμανική πόλη Χάλε, η χώρα να κερδίσει πάνω από 100 δισ. ευρώ –περισσότερα, δηλαδή, από τα 90 δισ. που προσέφερε η ίδια το αντίστοιχο χρονικό διάστημα με τη μορφή πιστώσεων στην Ελλάδα.
Το συμπέρασμα του επικεφαλής της έρευνας και προέδρου του IWH Ρέιντ Γκροπ: «Η εξοικονόμηση πόρων ξεπερνά τα κόστη για την κρίση, ακόμη κι αν η Ελλάδα δεν έδινε ούτε ευρώ για την εξόφληση των χρεών της. Η Γερμανία βγαίνει λοιπόν από κάθε άποψη κερδισμένη από την ελληνική κρίση».
Ο κ. Γκροπ και οι συνεργάτες του ανακάλυψαν και τον οικονομικό «νόμο» που διέπει τέτοιο κέρδος: Κάθε φορά, γράφουν, που οι χρηματιστηριακές αγορές άκουγαν άσχημες ειδήσεις για την Ελλάδα, έπεφταν σε ανάλογο βαθμό και οι τόκοι για τα γερμανικά ομόλογα. Και αντιστρόφως: όποτε καταγραφόταν βελτίωση της ελληνικής οικονομίας ανέβαιναν αντίστοιχα και οι τόκοι των γερμανικών χρεογράφων.
Ενα πρώτο παράδειγμα γι’ αυτό είναι η πτώση τους κατά 30 βασικές μονάδες τον Ιανουάριο του 2015, όταν διαγραφόταν η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και άλλων 30, όταν η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ απέρριψε τη συνεργασία με την τρόικα. Ενα δεύτερο παράδειγμα είναι η επίσης μεγάλη «βουτιά» των χρεογράφων στις αρχές Ιουλίου του 2015, όταν ο Αλέξης Τσίπρας προκήρυξε και κέρδισε το δημοψήφισμα εναντίον των δανειστών.
Στον αντίποδα όλων αυτών βρίσκεται η συνθηκολόγηση της Αθήνας έναντι των δανειστών λίγες ημέρες μετά το «Οχι»: και μόνο η προοπτική ενός τρίτου προγράμματος βοήθειας για την Ελλάδα, τονίζουν οι ερευνητές, οδήγησε στην άνοδο των τόκων δανεισμού της Γερμανίας. Συσσωρευτικά, υπολογίζουν οι ίδιοι, οι θετικές ειδήσεις από την Ελλάδα προκάλεσαν το 2014-2015 την αύξησή τους κατά 1,5%.
Με αυτό το φόντο ο κ. Γκροπ (βλέπε συνέντευξη) συμπεραίνει αβίαστα πως ό,τι είναι κακό για την Ελλάδα είναι καλό για τη Γερμανία. Οι διακυμάνσεις των τόκων μιλούν για αυτό μια αδιάψευστη γλώσσα.
Για να αποδείξει του λόγου το αληθές χρησιμοποίησε δύο υπολογιστικές μεθόδους. Η πρώτη στηρίχθηκε στους τόκους που ίσχυαν για τη Γερμανία πριν από την κρίση, η δεύτερη (taylor rule) σε τόκους που θα προέκυπταν αν η χώρα συνέχιζε να αναπτύσσεται οικονομικά χωρίς να περιέλθει σε κρίση. Και οι δύο μέθοδοι, λέει, απέδωσαν περίπου το ίδιο αποτέλεσμα. Το κέρδος της Γερμανίας, προσθέτει, προκύπτει από την ευχέρειά της να αντικαθιστά τα λήγοντα «ακριβά» ομόλογά της με πολύ φτηνότερα νέα. Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος. Ο ερευνητής του Κέντρου Ευρωπαϊκής Πολιτικής Μπερτ βαν Ροοσμπέκε, π.χ., θεωρεί μεν γενικά «αξιόπιστη» την υπόθεση ότι το γερμανικό κράτος κέρδισε από την ελληνική κρίση. Από την άλλη, όμως, δεν πιστεύει ότι αυτό μπορεί να αποτυπωθεί σε αριθμούς, δεδομένου ότι οι πολλοί και αντιφατικοί παράγοντες που επηρεάζουν την κρίση δεν χωρούν σε κανένα μαθηματικό μοντέλο. «Δεν υπάρχει καμία σαφής απάντηση στο ερώτημα τι θα γινόταν χωρίς την κρίση στην Ελλάδα» συμπεραίνει.
Ακόμη πιο αρνητικός είναι ο «πολύς» Χανς-Βέρνερ Ζιν, πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικής Ερευνας Ifo στο Μόναχο και θιασώτης της επιστροφής της Ελλάδας στη δραχμή, ο οποίος τονίζει ότι η Γερμανία δεν είναι μόνο το κράτος της. Ο,τι κερδίζει αυτό, λέει, το χάνουν ταυτόχρονα οι ιδιώτες επενδυτές. Και έτι χειρότερα γι’ αυτήν: δεδομένου ότι η χώρα είναι, μετά την Κίνα, ο δεύτερος μεγαλύτερος δανειστής στον κόσμο, χάνει συνέχεια στις χρηματιστηριακές αγορές λόγω των χαμηλών τόκων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

«Ανοησίες»
είναι η απάντηση του κ. Γκρoπ. «Ο Ζιν μετατρέπει κατά την προσφιλή του μέθοδο τον θύτη σε θύμα». Αλλά τα γεγονότα, προσθέτει, τον διαψεύδουν: οι διεθνείς επενδυτές συνεχίζουν να «πετούν» προς ίδιον συμφέρον στους ασφαλείς γερμανικούς επενδυτικούς αερολιμένες. Το ευρώ λειτουργεί έτσι κι εδώ για τη Γερμανία ως η κότα με το χρυσό αβγό.


Ρέιντ Γκροπ, πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών IWH στο Χάλε
«Οι κακές ειδήσεις από την Ελλάδα ήταν καλές για τη Γερμανία»
Ισχύει η φόρμουλα: «Ο,τι είναι κακό για την Ελλάδα είναι καλό για τη Γερμανία»;
«Ναι, αλλά με τον τρόπο που περιγράφουμε στην έρευνά μας, ως αποτέλεσμα της αντίστροφης εξέλιξης των τόκων. Με αυτή την έννοια συμπεραίνουμε ότι «οι κακές ειδήσεις από την Ελλάδα ήταν καλές για τη Γερμανία»».
Ισχύει και το αντίστροφο;
«Ασφαλώς. Είναι η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος».
Αυτή η άνιση σχέση δεν οφείλεται και στο γεγονός ότι η Γερμανία επιδιδόταν για δεκαετίες σε αθέμιτο ανταγωνισμό έναντι των εταίρων κάνοντας ντάμπινγκ στους μισθούς;
«Δεν νομίζω. Οι γερμανικοί μισθοί ήταν όντως καθηλωμένοι για πολλά χρόνια, αλλά αυτό ήταν αποτέλεσμα του ελεύθερου ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας. Και όσον αφορά τα ελληνικά προϊόντα, για τη χαμηλή ανταγωνιστικότητά τους δεν φταίνε οι Γερμανοί αλλά αποκλειστικά οι Ελληνες με τις εγγενείς ελλείψεις και στρεβλώσεις τους».
Δεν παίζουν ρόλο σε αυτό και οι συνταγές της τρόικας που προκάλεσαν πρόσθετη καταστροφή στην ήδη κατεστραμμένη ελληνική οικονομία;
«Είναι γεγονός ότι η τρόικα εφήρμοσε ένα στάνταρντ πρόγραμμα που ταιριάζει σε χώρες που μπορούν να κάνουν νομισματική υποτίμηση, όχι στην Ελλάδα του ευρώ. Αυτό το ξέρω καλά επειδή είχα δουλέψει κι εγώ για πολλά χρόνια στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Με τον καιρό ωστόσο –και αυτό είναι το παράδοξο –το πρόγραμμα άρχισε να λειτουργεί αποτελεσματικά. Η ανταγωνιστικότητα της χώρας ανέβηκε θεαματικά, η δημοσιονομική κατάσταση βελτιώθηκε και το ποσοστό ανάπτυξης ήταν πριν από τις εκλογές το μεγαλύτερο στην ευρωζώνη. Ολα αυτά εξανεμίστηκαν δυστυχώς λόγω της πολιτικής της νέας κυβέρνησης».
Εχετε γνώση του τωρινού τρίτου προγράμματος;
«Γενικά ναι. Το θεωρώ καλύτερο από τα δύο προηγούμενα. Η επιτυχία του θα εξαρτηθεί όμως από την ταχεία εφαρμογή του».
Ο Σόιμπλε βάζει ωστόσο φρένο…
«Γι’ αυτό και το φρένο πρέπει να μπει στον Σόιμπλε».
Ο γνωστός οικονομολόγος Χανς-Βέρνερ Ζιν ασκεί κριτική στη μελέτη σας με το αιτιολογικό ότι τα κέρδη του γερμανικού κράτους από τη μείωση των τόκων μηδενίζονται από τις απώλειες των ιδιωτών επενδυτών. Τι απαντάτε σε αυτό;
«Ο κ. Ζιν αγνοεί, εσκεμμένα ή όχι, το γεγονός ότι πάνω από το 60% των γερμανικών κρατικών ομολόγων είναι στην κατοχή ξένων –οι απώλειές τους δεν αγγίζουν συνεπώς τη γερμανική οικονομία. Επιπλέον δεν παίρνει υπόψη τα κέρδη που εξάγουν οι επιχειρηματίες, ιδίως οι εξαγωγείς, από τους χαμηλούς τόκους. Η κριτική του είναι λοιπόν λανθασμένη και δη με πολλαπλό τρόπο».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ