Σε στάδιο αλλαγών βρίσκεται η εγχώρια αγορά της μπίρας, οι οποίες αναμένεται να αλλάξουν άρδην τη φυσιογνωμία της. Η διαφοροποίηση της καταναλωτικής συμπεριφοράς με τη στροφή μεγάλου μέρους του κοινού σε προϊόντα ελληνικής παραγωγής, ιδίως κατά τη διάρκεια της ύφεσης, αποτυπώνεται στη διαδικασία της μετάβασης από τα εδραιωμένα εμπορικά σήματα των πολυεθνικών ομίλων στα προϊόντα που παράγουν οι εγχώριες επιχειρήσεις και ειδικότερα οι μικροζυθοποιίες. Αυτά προκύπτουν από σχετική κλαδική μελέτη της IBHS ΑΕ.
Οι τελευταίες, επωφελούμενες από το ελκυστικό περιβάλλον της ελληνικής αγοράς που ενέχει μεγαλύτερα περιθώρια ανάπτυξης για τους μικρούς παραγωγούς, εστιάζουν κυρίως στην ποιότητα της παραγωγής με παραδοσιακές μεθόδους, αφήνοντας τον παράγοντα «ποσότητα» σε δευτερεύοντα ρόλο.
Εξάλλου η διαχρονική άνοδος που σημειώνουν οι μικροζυθοποιίες αποτυπώνει το επενδυτικό ενδιαφέρον για την παραγωγή μικρής κλίμακας: στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας λειτουργούσαν μόλις τρεις μονάδες, ενώ την τρέχουσα περίοδο η αγορά απαρτίζεται από περισσότερες από 20 εταιρείες, με τις περισσότερες να δραστηριοποιούνται σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Η τάση αυτή θα εξακολουθήσει και στο άμεσο μέλλον, καθώς τους προσεχείς μήνες σχεδιάζεται η έναρξη λειτουργίας και άλλων μονάδων.
Πάντως ο κλάδος δεν μπορεί να θεωρηθεί άμεσος ανταγωνιστής των μεγαλύτερων βιομηχανιών, καθώς τόσο ο τρόπος λειτουργίας και οι όγκοι παραγωγής όσο και τα παραγόμενα προϊόντα παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις. Εξάλλου οι μεγαλύτερες εταιρείες αντιμετωπίζουν τον τομέα της μικροζυθοποιίας ως μια πρώτης τάξεως ευκαιρία προκειμένου να διαφοροποιήσουν την προϊοντική τους βάση, παράγοντας με τη σειρά τους premium μπίρες, σε μια προσπάθεια να ανταποκριθούν σε ένα target group καταναλωτών που συνεχώς διευρύνεται και αναζητεί προϊόντα υψηλότερης ποιότητας.
Οι ελληνικές μικροζυθοποιίες, εφόσον επιθυμούν να γνωστοποιήσουν τα προϊόντα τους σε μεγαλύτερη πελατειακή βάση, πρέπει να ξεπεράσουν τα εμπόδια που θέτει η δυσχερής πρόσβαση σε πιο ευρέα δίκτυα διανομής. Πάντως την τρέχουσα περίοδο διαφαίνεται τάση βελτίωσης, καθώς ορισμένες μεγάλες αλυσίδες σουπερμάρκετ έχουν αρχίσει να τοποθετούν μπίρες της ελληνικής βιοτεχνικής ζυθοποιίας στα ράφια τους.
Οι περισσότερες μονάδες διακινούν περιορισμένες ποσότητες μπίρας (ακόμη και κάτω από 1.000 εκατόλιτρα το έτος), λόγω της χαμηλής δυναμικότητας παραγωγής τους. Σύμφωνα μάλιστα με εκτιμήσεις, παράγουν λιγότερο από το 2% του καταναλωθέντος όγκου στη χώρα μας. Επομένως, με τους τρέχοντες περιορισμούς που επιβάλλουν οι εγκαταστάσεις τους είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ικανοποιήσουν την υπερβάλλουσα ζήτηση. Για τον λόγο αυτόν κάποιες από τις ήδη υφιστάμενες εταιρείες υλοποιούν –ή σχεδιάζουν να υλοποιήσουν –επενδύσεις αναβάθμισης ή επέκτασης του εξοπλισμού τους ώστε να ενισχύσουν τους όγκους παραγωγής τους και να καλύψουν μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης για ποιοτική, ελληνική μπίρα.

HeliosPlus