Οι νοσταλγοί της καλής μουσικής έχουν πλέον έναν λόγο να αναθαρρήσουν: οι πωλήσεις των δίσκων βινυλίου βρίσκονται (ξανά) σε διαρκή άνοδο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα από τη Nielsen SoundScan (ένα σύστημα καταγραφής των αποτελεσμάτων της μουσικής βιομηχανίας στις ΗΠΑ και στον Καναδά), το 2014 πουλήθηκαν περισσότεροι από 9,2 εκατ. δίσκοι βινυλίου, σημειώνοντας αύξηση 49% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Οπως μάλιστα επισημαίνει η «Wall Street Journal», οι αριθμοί αυτοί είναι οι μεγαλύτεροι που έχει καταγράψει η SoundScan από το 1991, όταν και ξεκίνησε την παρακολούθηση των μουσικών πωλήσεων στη Βόρεια Αμερική.
Η ολική επαναφορά


Ευχάριστα νέα για το βινύλιο έρχονται και από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού, καθώς τα στοιχεία από την εμπορική ένωση της μουσικής βιομηχανίας της Βρετανίας (British Phonographic Industry – BPI) αποκάλυψαν ότι για πρώτη φορά ύστερα από σχεδόν 20 χρόνια πουλήθηκαν στη χώρα περισσότεροι από 1 εκατομμύριο δίσκοι βινυλίου (η τελευταία φορά που επιτεύχθηκε αυτό το ρεκόρ στη Βρετανία ήταν το 1996). Τα αποτελέσματα αυτά μοιάζουν ακόμη πιο εντυπωσιακά αν έρθουν σε αντιπαραβολή με τις ψηφιακές πωλήσεις που σημείωσαν πτώση 9% για ολόκληρα άλμπουμ και 12% για μεμονωμένα τραγούδια.
Είναι αυτή η αρχή για την ανάκαμψη του βινυλίου ή απλώς η τελευταία τάση της μόδας στη μουσική; Οι αναλυτές του κλάδου κρατούν μικρό καλάθι και το ίδιο συνιστούν και για τους φαν του είδους, καθ’ότι υπάρχουν προβλήματα στη συγκεκριμένη βιομηχανία που καθιστούν δύσκολη την ολική επαναφορά της στην πρώτη θέση.
Μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι οι εταιρείες που εμπορεύονται το υλικό κατασκευής των δίσκων (στις ΗΠΑ μόλις μία επιχείρηση προμηθεύει το 90% όλης της αμερικανικής αγοράς), ενώ ταυτόχρονα μικρός είναι και ο αριθμός των εργοστασίων που συνεχίζουν να παράγουν τους δίσκους που για χρόνια γέμιζαν τις δισκοθήκες των απανταχού μουσικόφιλων. Επιπλέον, η τεχνολογία των μηχανημάτων που κατέχουν τα εργοστάσια παρασκευής των δίσκων βινυλίου είναι σε μεγάλο βαθμό (και στην καλύτερη των περιπτώσεων) πολλών δεκαετιών, δυσκολεύοντας έτσι τη δυνατότητα μαζικής παραγωγής. Η κατασκευή όμως νέων και τεχνολογικά εξελιγμένων μηχανημάτων είναι εξαιρετικά δαπανηρή (το κόστος μπορεί να φθάσει ως και τις 250.000 δολάρια για ένα μόνο μηχάνημα).
Στο φουλ οι μηχανές


Οι δισκογραφικές εταιρείες, γράφει η αμερικανική εφημερίδα, περιμένουν τώρα μήνες για παραγγελίες που χρειάζονταν μόλις λίγες εβδομάδες για να συμπληρωθούν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι πρέσες που επεξεργάζονται το υλικό και του δίνουν το κατάλληλο σχήμα μπορούν να παραγάγουν περίπου 125 δίσκους σε μία ώρα. Για να αυξήσουν την παραγωγή, τα εργοστάσια «πιέζουν» τις μηχανές τους αρκετά σκληρά –πολλές φορές λειτουργώντας τες σε εικοσιτετράωρη βάση -, κάτι που εκτοξεύει το κόστος συντήρησης και αποκατάστασης των βλαβών που αναπόφευκτα προκύπτουν. Συνακόλουθα προκύπτει ότι το ύψος του κόστους παραγωγής είναι αρκετά μεγάλο. Παρ’ όλα αυτά το ενδιαφέρον του κοινού για αυτό το κατά τους επικριτές απαρχαιωμένο είδος φαίνεται πως είναι αυξημένο σε παγκόσμιο επίπεδο και το περιοδικό «Τime» επιχειρεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο προβάλλοντας δύο αιτίες:
Πρώτον, το βινύλιο παραμένει δημοφιλές λόγω της υψηλής ποιότητας ήχου που προσφέρει, καθώς επαγγελματίες του είδους και απλοί θαυμαστές διατείνονται ότι είναι πιο πλούσιος, πιο ζεστός και πιο σαφής από την ψηφιακή έκδοση της μουσικής.
Δεύτερον, είναι «η απτή πτυχή, η σωματικότητα του βινυλίου» που το κάνει ελκυστικό. «Υπάρχει μια μαγεία στην τοποθέτηση του δίσκου στο γραμμόφωνο και το κατέβασμα της βελόνας» σημειώνει χαρακτηριστικά το αμερικανικό περιοδικό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ