Νέο μοντέλο ανάπτυξης για την Ελλάδα προτείνει ο ΣΕΒ βασιζόμενο στην μελέτη Mc Kinsey που παρουσιάστηκε επίσημα πριν λίγη ώρα.

Σύμφωνα με τη μελέτη, η μεθοδική και ορθολογική ανάπτυξη βασικών κλάδων της οικονομίας με αιχμή «ενέργεια– τουρισμό- βιομηχανία», (αλλά και την πρωτογενή παραγωγή εκ παραλλήλου μαζί με το διαμετακομιστικό εμπόριο) θα αποφέρει ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ύψους 25 δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία μέχρι το 2016. Στο ίδιο χρονικό διάστημα μπορούν να δημιουργηθούν περίπου 500 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας και να επιτευχθεί ετήσιος οδηγός ανάπτυξης τουλάχιστον 3% για κάθε χρόνο μέχρι το 2020 δηλαδή ρυθμός διπλάσιος από αυτόν που υπολογίζεται επίσημα.

Σύμφωνα με μελέτη της εταιρείας McKinsey που έγινε για λογαριασμό του ΣΕΒ, σε συνεργασία με την Τράπεζα της Ελλάδος και την Ενωση Ελληνικών Τραπεζών με τίτλο «Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά», για να γίνει πραγματικότητα η παραγωγική «έκρηξη» θα πρέπει η χώρα μας να προχωρήσει σε απελευθέρωση της αγοράς εργασίας (με καθιέρωση ευέλικτων εργασικών μορφών), άνοιγμα επαγγελμάτων και υπηρεσιών, και ειδικά φορολογικά κίνητρα σε συγκεκριμένους κλάδους.

Το νέο αναπτυξιακό μοντέλο

Στην μελέτη προτείνονται ενδεικτικά η στρατηγική στροφή του τουρισμού προς μεγαλύτερες και ανεκμετάλλευτες μέχρι οήμερα αγορές, η προσέλκυση τουρισμού υψηλής εισοδηματικής κατηγορίας και η ενθάρρυνση των επενδύσεων σε μεγάλες Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ), σε υψηλού επιπέδου παραθεριστικές κατοικίες, σε μαρίνες και σε σημεία ελλιμενισμού κρουαζιερόπλοιων. Η αγροτική παραγωγή και ειδικά η μεταποίηση τροφίμων μπορεί να προσανατολιστεί προς τις αγορές του εξωτερικού, όπου συγκεκριμένα προϊόντα υψηλής ποιότητας, όπως το ελαιόλάδο, επιλεγμένα φρούτα και λαχανικά και διάφορα γαλακτοκομικά προϊόντα έχουν τη δυνατότητα να επιτύχουν οικονομίες κλίμακας με διεθνή ανταγωνιστικότητα.

Στον τομέα της ενέργειας υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για πιο αποδοτική ενεργειακή χρήση των υπαρχόντων και νέων εμπορικών ακινήτων και κατοικιών Αυτό θα είχε ευνοϊκά παράπλευρα αποτελέσματα στις κατασκευές, στην ανάπτυξη της αγοράς ακίνητης περιουσίας και στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, ενώ θα δημιουργούσε περιθώρια για εξαγωγές και θα προσέλκυε άμεσες ξένες επενδύσεις. Σε πολλά υποσχόμενους αναδυόμενους κλάδους, όπως η ιχθυοκαλλιέργεια και τα γενόσημα φάρμακα, θα μπορούσε να προχωρήσει η σταδιακή απελευθέρωση των αγορών με στόχο την ανάπτυξη, ιδιαίτερα σε τομείς όπου υπάρχει είτε η τεχνογνωσία είτε η δυνατότητα να δημιουργηθούν μεγαλύτερες παραγωγικές μονάδες.

Ευρύτερα, αυτός ο στρατηγικός αναπροσανατολισμός της οικονομίας μπορεί να οδηγήσει σε μία πιο υγιή δομή της συνολικής ζήτησης με σαφή οφέλη για τον πρωτογενή τομέα, την ενθάρρυνση των επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας στη μεταποίηση και στη βαριά βιομηχανία. Ο τομέας της βιομηχανίας περιλαμβάνει έναν μεγάλο αριθμό σύγχρονων, οργανωμένων και διεθνώς ανταγωνιστικών ελληνικών επιχειρήσεων με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα. Η βιομηχανία είναι ο τομέας που συνεισφέρει τα μέγιστα σε φόρους και εισφορές. Η απελευθέρωσή της από περιττά εμπόδια, σε συνδυασμό με την ευρύτερη δημιουργία ενός φιλικού και σταθερού επιχειρηματικού περιβάλλοντος αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για να βελτιωθεί η δυνατότητά της να αναπτυχθεί και να συνεισφέρει ακόμη περισσότερο στην ανάπτυξη και την απασχόληση άλλων κλάδων.

Υπό αυτές τις προυποθέσεις, σύμφωνα με την McKinsey, η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να πετύχει σε βάθος δεκαετίας (2011-2020) ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ύψους 50 δισ. ευρώ (τα μισά από αυτά μέχρι το 2016), και περισσότερες από 450.000 νέες θέσεις εργασίας με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 3%, διπλάσιο δηλαδή απ’ αυτόν που θεωρείται εφικτός σήμερα.

Την εβδομάδα που πέρασε, ο ΣΕΒ παρουσίασε την έκθεση και στους επικεφαλής της τρόικας, που σύμφωνα με τις πληροφορίες είδαν θετικά τις προτεινόμενες παραγωγικές εξελίξεις.

Η έκθεση περιλαμβάνει πάνω από 100 συγκεκριμένες προτάσεις για την ανάπτυξη, και αναδεικνύει εκείνους τους κλάδους της οικονομίας που στις επόμενες δύο πενταετίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν τις περισσότερες νέες θέσεις εργασίας, όχι μόνο βγάζοντας τη χώρα από την ύφεση, αλλά δίνοντας της και πλεονέκτημα έναντι πολλών άλλων.

Στην έκθεση υπογραμμίζεται πως η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα παραγωγής και χαμηλής συμμετοχής του εργατικού δυναμικού. Επισημαίνεται ότι τα «πραγματικά διαρθρωτικά ελλείμματα» της χώρας είναι οι χαμηλές αποδόσεις και η χαμηλή παραγωγή σε σχέση με τη συνεισφορά των εργαζομένων, ενώ τονίζεται ότι κατά την περίοδο συλλογής των στοιχείων που διήρκησε δύο χρόνια κανένα υπουργείο δεν είχε να επιδείξει αναπτυξιακό σχέδιο σε ορίζοντα τριετίας ή πενταετίας. Η McKinsey θεωρεί επίσης πως για να αναταχθεί άμεσα η οικονομία πρέπει να εκλείψουν το γραφειοκρατικό σύστημα θεσμών, η δύσκαμπτη αγορά εργασίας, το μεγάλο μέγεθος του δημόσιου τομέα, το βραδυκίνητο δικαστικό σύστημα και η μεγάλης έκτασης φοροδιαφυγή και εισφοροδιαφυγή.

Διαρθρωτικά προβλήματα στην απασχόληση.

Για τον τομέα της απασχόλησης, αναφέρεται πως μόλις δύο στους τρεις Έλληνες που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία, συμμετέχουν στην αγορά εργασίας. Προκειμένου να καλυφθεί αυτό το κενό, όσοι έχουν εργασία, δουλεύουν περισσότερες ώρες από τον μέσο όρο της ΕΕ ή και των χωρών του ΟΟΣΑ. Στο πλαίσιο αυτό η McKinsey προτείνει τη χορήγηση ελκυστικών επιλογών μερικής απασχόλησης και κίνητρα ώστε μητέρες και νέοι σε ηλικία εργαζόμενοι να μετέχουν στην παραγωγική διαδικασία.