Ο ΑΗΣ Καρδιάς στην Πτολεμαΐδα το 1990 είχε κάψει λιθάνθρακα εισαγωγής αντί για ελληνικό λιγνίτη, καθώς τα ορυχεία της ΔΕΗ, όπου σήμερα απασχολούνται περίπου 6.500 άτομα, λόγω ενός ατυχήματος αδυνατούσαν να τον εφοδιάσουν επαρκώς με το ακόμη φθηνό αλλά αυξανόμενου κόστους καύσιμο, στο οποίο εξακολουθεί και σήμερα να στηρίζεται η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας. Το ίδιο είχε γίνει στον ΑΗΣ Μεγαλόπολης στην Αρκαδία για λόγους ασφαλείας και την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004, όταν η εξόρυξη λιγνίτη από τα ορυχεία της βιομηχανίας ηλεκτρισμού είχε ανέλθει σε 69,9 εκατ. τόνους, κοντά στο ιστορικά υψηλότερο επίπεδο των 70,3 εκατ. τόνων που είχε επιτευχθεί το 2002. Για διαφορετικούς λόγους τώρα η ΔΕΗ, δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός λιγνίτη στην Ευρωπαϊκή Ενωση και πέμπτος παγκοσμίως, σχεδιάζει να προχωρήσει με ταχύτατες διαδικασίες σε εισαγωγές όχι μόνο λιθάνθρακα αλλά και λιγνίτη, για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία της.


Η Γενική Διεύθυνση Ορυχείων της ΔΕΗ έχει καταλήξει, σύμφωνα με πληροφορίες, σε πρόταση προς το διοικητικό της συμβούλιο για την άμεση εισαγωγή, σε πρώτη φάση, 500.000 τόνων λιγνίτη από τη FYROM, σε συνδυασμό με την παράλληλη αναζήτηση στη διεθνή αγορά ποσοτήτων λιθάνθρακα, που αναμειγνύεται με το άφθονο στην ελληνική γη καύσιμο, υποκαθιστώντας το.


Η αιτία δεν είναι άλλη από τον φόβο ότι κάποιοι από τους οκτώ λιγνιτικούς σταθμούς της στη Βόρεια Ελλάδα, οι οποίοι υπό κανονικές συνθήκες εισφέρουν τα δύο τρίτα σχεδόν της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται σε ολόκληρη την ηπειρωτική χώρα, δεν θα καταστεί δυνατόν να εφοδιαστούν επαρκώς με τον – πιθανότατα μικρότερο όγκο – λιγνίτη που θα μπορέσουν να «βγάλουν» εφέτος τα ορυχεία της. «Για την εξόρυξη ενός τόνου λιγνίτη απαιτούνται πλέον δραματικά πιο εκτεταμένες εκσκαφές από ό,τι στο παρελθόν» πληροφορεί ένα από τα στελέχη του Λιγνιτικού Κέντρου Δυτικής Μακεδονίας. Η αβεβαιότητα οδηγεί εσπευσμένα στη λήψη έκτακτων μέτρων.


Η επιχείρηση, η οποία ως γνωστόν έχει δηλώσει «παρούσα» στον διαγωνισμό για την αξιοποίηση των εγχώριων λιγνιτωρυχείων της Βεύης και επιδιώκει να αποκτήσει δικαιώματα στο τεράστιο κοίτασμα του Κοσσυφοπεδίου, ζητεί επίσης από το υπουργείο Ανάπτυξης, που είναι αρμόδιο για το θέμα, να εγκρίνει επειγόντως το σχέδιο σύμβασης συνεργασίας το οποίο έχει μονογράψει με την ιδιωτική επιχείρηση Λιγνιτωρυχεία Αχλάδας στη Φλώρινα. Σε διαφορετική περίπτωση, όπως αναφέρουν στελέχη της, ο ΑΗΣ Μελίτη ενδέχεται στα μέσα του έτους να τεθεί εκτός λειτουργίας, ελλείψει λιγνίτη. Η εμπλοκή που έχει σημειωθεί στην οριστικοποίηση της συμφωνίας αυτής, λόγω της παρέμβασης τρίτου ιδιώτη επιχειρηματία ο οποίος εμφανίζεται να διεκδικεί για λογαριασμό του τα μεταλλευτικά δικαιώματα, έχει φέρει σε απόγνωση τους υπευθύνους για τη λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, αφού η λειτουργία ενός ολόκληρου σταθμού εξαρτάται απολύτως από τον λιγνίτη που μπορεί να εισφέρει η ιδιωτική επιχείρηση.


Ορισμένοι φοβούνται ότι οι αναπόφευκτες μηχανορραφίες που συνοδεύουν την αυξανόμενη ανάμειξη του ιδιωτικού τομέα στην εκμετάλλευση των εγχώριων λιγνιτικών κοιτασμάτων και τη συναφή λειτουργία ιδιωτικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο τον λιγνίτη, θα επιδεινώσουν τα δομικά – και όχι απλώς συγκυριακά – προβλήματα που αντιμετωπίζει πλέον ο καθοριστικής σημασίας λιγνιτικός τομέας της ΔΕΗ.


* Τα ορυχεία της Κοζάνης


Εκτακτα μέτρα λαμβάνονται επίσης για την εξασφάλιση συγκατάθεσης των κατοίκων χωριών της Κοζάνης προκειμένου να καταστεί εφικτή η επέκταση υπαρχόντων ορυχείων. Η επιχείρηση φέρεται να προσφέρει «γην και ύδωρ» σε ορισμένα χωριά για να μπορέσει να διευρύνει και να επιταχύνει την αξιοποίηση αποδοτικών λιγνιτικών κοιτασμάτων και να αποφύγει το επαπειλούμενο στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον μπλακάουτ ορισμένων μείζονος σημασίας λιγνιτικών σταθμών της, ελλείψει της πρώτης ύλης. Χρόνια προβλήματα, που αφορούν πρωτίστως την κάλυψη των αναγκών του ΑΗΣ Καρδιάς σε λιγνίτη, συσσωρεύθηκαν και απαιτούν επειγόντως λύση.


Η παραγωγή λιγνίτη από τη ΔΕΗ το 2006 μειώθηκε κατά 7% σε ποσοστό και κατά 4,7 εκατ. τόνους σε όγκο, πέφτοντας από τα 67,2 εκατ. τόνους το 2005 στα 62,5 εκατ. τόνους. Και αυτό παρ’ όλο που οι συνολικές εκσκαφές, οι οποίες εκφράζουν το βασικότερο παραγωγικό μέγεθος του τομέα, διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα και ήταν μειωμένες μόνο κατά 1,6% σε σύγκριση με το 2005, οπότε είχε καταγραφεί η μέγιστη επίτευξη απαρχής λειτουργίας των ορυχείων. Εφθασαν πέρυσι τα 365,7 εκατ. κυβικά μέτρα, μειωμένες, όπως προαναφέρθηκε, ελαφρώς έναντι του 2005, αλλά αυξημένες κατά 9,7% σε σχέση με το 2004.


* Μεγαλώνει το κόστος


Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η σχέση απόδοσης της εξόρυξης έκανε άλμα, αφού για έναν τόνο λιγνίτη την τριετία 2002-2004 απαιτούνταν εκσκαφές 3,2-3,9 κυβ. μέτρων και το 2006 πάνω από 5 κυβ. μέτρα. «Ο λιγνίτης δεν βγαίνει πια τόσο εύκολα και το κόστος του μεγαλώνει…» υποστηρίζει αρμόδιο στέλεχος, αν και αναγνωρίζει ότι «οπωσδήποτε απαιτείται καλύτερη διαχείριση των ορυχείων».


«Η επιβάρυνση του κόστους δεν δημιουργείται από την εξόρυξη του ίδιου του λιγνίτη, αλλά από τις δαπάνες που προκαλούνται για να απομακρυνθούν τα στείρα υλικά, τα μπάζα που τον καλύπτουν» αναφέρει ο γενικός διευθυντής ορυχείων της ΔΕΗ κ. Κ. Μελάς, προσθέτοντας: «Τούτο είναι αποτέλεσμα των γεωλογικών διεργασιών που δημιούργησαν το λιγνιτικό κοίτασμα στην περιοχή της λεκάνης Δυτικής Μακεδονίας. Ετσι, ενώ την εποχή των «χρυσών» αποτελεσμάτων της ΔΕΗ απεμακρύνοντο 3,5 κυβικά μέτρα στείρων ανά τόνο παραγόμενου λιγνίτη, σήμερα, με την εκμετάλλευση βαθύτερων και δυσμενέστερων κοιτασμάτων, απαιτείται η απομάκρυνση ποσοτήτων στείρων που είναι 45% περισσότερα». Με άλλα λόγια, η απόδοση των κοιτασμάτων δεν γίνεται μόνο ακριβότερη, αλλά και δυσχερέστερη.


Μολονότι η αιτία δεν ήταν σε καμία περίπτωση η έλλειψή του, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τον λιγνίτη το 2006 «έκανε βουτιά» 9%, υποχωρώντας, σύμφωνα με πληροφορίες, στο επίπεδο των 29,79 εκατ. MWh, από 32,74 εκατ. MWh το 2005. Οι σχετικά εκτενείς διακοπές της λειτουργίας ορισμένων σταθμών λόγω βλαβών ή για λόγους συντήρησης, σε συνδυασμό με τις εμφανώς παράλογες ρυθμίσεις περί «οριακής τιμής του συστήματος» που αποφάσισε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και οι οποίες τεχνητά διογκώνουν το κόστος της παραγωγής του ηλεκτρισμού από τον λιγνίτη τις νυχτερινές ώρες – αναγκάζοντας τη ΔΕΗ να περιορίζει τη λειτουργία ορισμένων λιγνιτικών σταθμών προς όφελος εγχώριων και αλλοδαπών ιδιωτών παραγωγών και εισαγωγέων ρεύματος από την Ιταλία – εξηγούν αυτή τη «βουτιά», στην οποία οφείλεται άλλωστε σε μεγάλο βαθμό η καθίζηση των κερδών της επιχείρησης.


Αυξήθηκε κατά 8,4% η παραγωγή ενέργειας από πετρελαϊκούς και σταθμούς φυσικού αερίου


Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τους πετρελαϊκούς σταθμούς και τους σταθμούς φυσικού αερίου στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ έφθασε να στοιχίζει στη ΔΕΗ κατά μέσον όρο 150% ακριβότερα από ό,τι η παραγωγή από λιγνίτη με κριτήρια μεταβλητού κόστους, αυξήθηκε κατά 8,4%. Παράλληλα διευρύνθηκαν θεαματικά οι επίσης τεράστιου κόστους αγορές ενέργειας από τρίτους. Η συμμετοχή των λιγνιτικών σταθμών στην παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια στην ηπειρωτική Ελλάδα εκτιμάται ότι περιορίστηκε από 66,2% το 2005 σε λίγο πάνω από 60% το περασμένο έτος, με φυσικό επακόλουθο την εκτίναξη του κόστους. Ενα πρόβλημα που θα ενταθεί εφέτος, ούτως ή άλλως, αν δεν επιλυθούν τα θέματα επάρκειας λιγνίτη. Περαιτέρω πτώση της παραγωγής ηλεκτρισμού από λιγνίτη θα σημάνει αυτομάτως σχεδόν ότι ολόκληρη η ΔΕΗ θα έχει ζημιά το τρέχον έτος και ήδη η ΡΑΕ έχει κληθεί να επανεξετάσει από κάθε άποψη τις αποφάσεις της που ναρκοθετούν τη λειτουργία των λιγνιτικών σταθμών.


Ετσι, ενώ με τα κοιτάσματα που διαθέτει «είναι σαν να έχει δικό της πετρέλαιο και φυσικό αέριο…», όπως τονίζει με έμφαση στέλεχός της θέλοντας να υπογραμμίσει τη σημασία του λιγνίτη, η επιχείρηση, σύμφωνα με πληροφορίες, ήδη διερευνά τη διεθνή αγορά για την προμήθεια κάποιων ποσοτήτων όχι μόνο λιγνίτη, αλλά και λιθάνθρακα. Τον τελευταίο ενδέχεται μάλιστα να προμηθεύσει ή και να αποθηκεύσει σε εγκαταστάσεις της για λογαριασμό της βιομηχανίας ηλεκτρισμού μια εγχώρια τσιμεντοβιομηχανία, η ΑΓΕΤ «Ηρακλής», καθώς αποτελεί τη μοναδική ελληνική εταιρεία η οποία διαθέτει μεγάλο τερματικό σταθμό εισαγωγής λιθάνθρακα.