Την περίοδο αυτή σχεδόν όλες οι ελληνικές οικογένειες, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, αναλαμβάνουν ένα αρκετά σημαντικό τμήμα των δαπανών για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, βοηθήματα και σχολικός εξοπλισμός, δεσμεύσεις για φροντιστηριακή καθοδήγηση και δαπάνες για βελτίωση του γνωστικού επιπέδου των τέκνων μας στις ξένες γλώσσες αποτελούν απλώς την απαρίθμηση των αιτίων που δημιουργούν τις συγκεκριμένες εκταμιεύσεις. Από οικονομική άποψη το ύψος των ετήσιων ιδιωτικών επενδύσεων σε παιδεία, χωρίς να λάβουμε υπόψη όλες εκείνες που γίνονται για μετεκπαίδευση των ατόμων που έχουν εισέλθει στην αγορά εργασίας, ξεπερνά, σύμφωνα με πρόσφατες μετρήσεις, το 4% του ΑΕΠ.


Τις απαντήσεις στα ερωτήματα για ποιον και γιατί όλες αυτές οι δαπάνες η οικονομική επιστήμη σε μεγάλο βαθμό τις γνωρίζει. Σε ατομικό επίπεδο, πρόσθετη σχολική παιδεία μεταφράζεται σε επιπλέον εισόδημα. Σε εθνικό επίπεδο, αύξηση της μέσης σχολικής παιδείας καθώς και αύξηση του αρχικού της επιπέδου, όπως προκύπτει από τα ήδη γνωστά εμπειρικά συμπεράσματα, οδηγούν σε αύξηση του ΑΕΠ. Ενδεικτικά στις ΗΠΑ πρόσφατα στοιχεία αποδεικνύουν ότι ένας επιπλέον χρόνος εκπαίδευσης οδηγεί σε αύξηση κατά 10% του ατομικού εισοδήματος. Ταυτόχρονα χώρες με στοιχεία υψηλού μέσου χρόνου εκπαίδευσης των πολιτών τους καθώς και υψηλού αρχικού σημείου εκπαίδευσης αυτών παράγουν μεγαλύτερης συνολικής αξίας προϊόντα. Δικαιολογημένη λοιπόν η επιλογή των ελλήνων πολιτών και τυχερή η κοινωνία μας που τα μέλη της μπορούν και θέλουν να επενδύουν ιδιωτικά αυτά τα ποσά ετησίως. Οσο η μέση ελληνική οικογένεια αντιλαμβάνεται ότι τα μελλοντικά εισοδήματα των παιδιών της δεν εξασφαλίζονται με κτηματάκια και διαμερισματάκια αλλά με γνώση τόσο το μέλλον μας θα είναι καλύτερο.


Σε όλα αυτά τα γνωστά και πιθανά προφανή για ορισμένους συμπεράσματα υπάρχουν κάποια ερωτήματα που κατά τη γνώμη μου δεν τα έχουμε εξετάσει σε βάθος.


Ενα είναι αυτό που έχει να κάνει με το κατά πόσο η συμβολή και η μεθοδολογία με την οποία συμμετέχει η δημόσια χρηματοδότηση στην ιδιωτική προσπάθεια αυξάνει τελικά ή υποκαθιστά τις ιδιωτικές δαπάνες. Απάντηση στο ερώτημα θα μας διαφώτιζε στο γιατί οικογένειες με υψηλότερα εισοδήματα και υψηλότερη μέση παιδεία των γονέων, κατά τεκμήριο δηλαδή κοινωνικές ομάδες με καλύτερη αξιολόγηση της απόδοσης της παιδείας, όλο και συχνότερα τείνουν να αποφεύγουν τη συμμετοχή της δημόσιας δαπάνης στο σύνολο των ατομικών τους επενδύσεων για παιδεία.


Ενα άλλο αφορά σε ποιο βαθμό σήμερα οι ατομικές επιλογές για παιδεία, ιδιαίτερα και λόγω της προοδευτικής αύξησης της αναλογίας των αποφοίτων στα ΑΕΙ, επηρεάζονται από την παρεχόμενη ποιότητα σε σχέση με την ποσότητα που ζητούσαμε σε άλλες εποχές. Για παράδειγμα, αν μετρούσαμε ότι όλο και περισσότερα χαμηλού εισοδήματος νοικοκυριά υποκαθιστούν τη δημόσια με ιδιωτική δαπάνη για επενδύσεις σε παιδεία, θα μπορούσαμε να καταγράψουμε την έκταση της αναποτελεσματικότητας των δημοσίων δαπανών σε ποιότητα παιδείας. Συμπερασματικά, νομίζω ότι ήρθε πλέον ο καιρός να αντιληφθούμε ότι οι ατομικές επιλογές και οι δαπάνες που τις εξυπηρετούν, είτε αυτές προέρχονται από ατομικό είτε από δημόσιο πλούτο, μπορούν να μας διαφωτίσουν για τα σφάλματα της δημόσιας πολιτικής. Η χρήση των πόρων στο σύνολο, καθώς και τα κίνητρα που κινούν τους φορείς που τις πραγματοποιούν μεταλλάσσονται συνεχώς. Αν ξεχάσουμε για λίγο δογματικές αντιλήψεις και δοξασίες, δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι σε κάποιο βαθμό δεν μπορεί να μην έχει ερμηνευτική ισχύ το γεγονός ότι στο θέμα της παιδείας όλο και περισσότερο η ιδιωτική δαπάνη υποκαθιστά τη δημόσια για όλο μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες. Αν δεν μελετήσουμε, αν δεν προβληματιστούμε και αν δεν ανασκευάσουμε τη μεθοδολογία επηρεασμού μέσω της δημόσιας πολιτικής των κινήτρων των ατόμων ώστε να αυξήσουμε το τελικό αποτέλεσμα και αντίθετα παραμείνουμε δογματικοί σε επιλογές του παρελθόντος, πολύ φοβάμαι ότι σύντομα θα οδηγηθούμε σε άνισες κοινωνικές στρωματοποιήσεις.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.