Στο σημείο μηδέν βρίσκεται από αύριο η ιστορική Αθηναϊκή Χαρτοποιία, η γνωστή Softex, ενώ στο κατακόρυφο φθάνει η αγωνία των εργαζομένων. Και αυτό επειδή λήγει η τριετής συμβατική υποχρέωση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος να κρατήσει εν λειτουργία τα τρία εργοστάσια, να διατηρήσει το προσωπικό και να πραγματοποιήσει επενδύσεις.


Σύμφωνα με πληροφορίες, υπάρχει απροθυμία και αδυναμία της εταιρείας να δώσει νέα προοπτική ή να παρουσιάσει μια πλήρως αξιόπιστη διάδοχη κατάσταση. Από την άλλη πλευρά, πολλοί από τους ανταγωνιστές ενδιαφέρονται για το κλείσιμο της εταιρείας ώστε να κερδίσουν μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας. Αξιοπερίεργη θεωρείται η παρέμβαση της κυρίας Τραμπουλέι που εμφανίστηκε ως υποψήφια επενδύτρια και δήλωσε πρόθυμη να αγοράσει την εταιρεία, δίδοντας εξαιρετικά υψηλό τίμημα της τάξεως των 15 δισ. δρχ. και πλουσιοπάροχες διαβεβαιώσεις προς τους εργαζομένους, αλλά χωρίς να κάνει πρόταση στους ιδιώτες μετόχους. Στο υπουργείο Ανάπτυξης εκτιμούν ότι οι προτάσεις της είναι άνευ αντικειμένου και σκοπό έχουν να διαταράξουν την προοπτική μεταβίβασης της εταιρείας. Αλλά πλέον ποια μεταβίβαση, αφού η απειλή κλεισίματος είναι απολύτως ορατή;


Η συμφωνία μεταβίβασης της Softex στους νέους ιδιοκτήτες είχε υπογραφεί τον Ιούνιο του 1999. Οι αγοραστές κατέβαλαν ποσόν 8 δισ. δρχ. (περίπου 26 εκατ. δολάρια) στους πιστωτές, ενώ πιστοποιήθηκε η καταβολή του κεφαλαίου κινήσεως 10 δισ. δρχ. στην κοινοπραξία NewCo, η οποία και λειτουργεί την Αθηναϊκή Χαρτοποιία. Η υποχρέωση που έχουν οι ιδιοκτήτες από τη σύμβαση είναι να διατηρήσουν όλα τα εργοστάσια ανοιχτά για τουλάχιστον τρία χρόνια, από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της συναλλαγής δηλαδή ως τις 2 Ιουνίου του 2002, και να πραγματοποιήσουν επενδύσεις τις οποίες ουδέποτε έκαναν. Η συμφωνία υπεγράφη τότε από τον ΟΑΕ και την εταιρεία ΑΕΕ Συμμετοχών Χάρτου, που αποτελεί κοινοπραξία με τη συμμετοχή των Bolton Group, Goldman Sachs, Lochridge, Bain και Forlin. Πρόεδρος και ισχυρός άνδρας είναι ο κ. Φορλίν ενώ αργότερα προσελήφθη ως μάνατζερ του εργοστασίου της Αθήνας (στον Βοτανικό) ο κ. Νάιτ. Ο Φορλίν δηλώνει αποφασισμένος να κλείσει την εταιρεία αν δεν δεχθούν οι εργαζόμενοι το δίδυμο Σπυράκη – Βουλγαράκη ως διάδοχη κατάσταση. Ο κ. Νίσιμ, ισχυρός παράγων και μεγαλομέτοχος, μέσω Bolton, έχει δηλώσει την αμετάκλητη πρόθεσή του να μην ενισχύσει ούτε με ένα ευρώ την εταιρεία καθώς βλέπει το αδιέξοδο. Ο ίδιος φέρεται να είπε στο υπουργείο Ανάπτυξης: «Αρκετά δώσαμε ως σήμερα, τίποτε παραπάνω».


Η κατάσταση στη Δράμα είναι ακόμη χειρότερη. Από την αρχή το εργοστάσιο της Δράμας ήταν ζημιογόνο. Υπάρχει ήδη ανεργία στον νομό και πιθανό κλείσιμο του εργοστασίου θα επιδεινώσει την κατάσταση. Δεν υπάρχουν παραγγελίες και οι περισσότεροι εργαζόμενοι δεν απασχολούνται. Ο Φορλίν σκέφτεται να δώσει υποχρεωτικά τώρα τις κανονικές άδειες για να μην επιβαρύνεται περαιτέρω η εταιρεία. Στη Δράμα το πρόβλημα πολιτικοποιείται έντονα λόγω των τοπικών εκλογών και της κλειστής κοινωνίας.


Μέτοχοι της NewCo είναι σχετικά μεγάλες εταιρείες με εμπειρία, αλλά παρ’ όλα αυτά η εταιρεία απέτυχε οικτρά σε όλους τους τομείς. Υπήρξε εξαρχής κακό εργασιακό κλίμα ενώ οι συνεχείς διαθεσιμότητες προκαλούσαν τη δικαιολογημένη οργή των εργαζομένων. Εγιναν ακόμη και αντισυμβατικές προσπάθειες για απολύσεις που επανειλημμένως, ύστερα από παρέμβαση του υφυπουργού Ανάπτυξης κ. Αλ. Καλαφάτη, απετράπησαν, αλλά το «γυαλί είχε ραγίσει».


Η εταιρεία είχε συμβατική υποχρέωση για ελάχιστες επενδύσεις 55 εκατ. δολαρίων μέσα σε έξι χρόνια, εκ των οποίων 25 εκατ. δολάρια τα πρώτα τρία χρόνια. Η αλλοπρόσαλλη διοικητική συμπεριφορά με τις συνεχείς αλλαγές αναπτυξιακού σχεδίου προκάλεσε συρρίκνωση πωλήσεων ενώ εμπορικά δεν καταγράφηκε κανένα άνοιγμα στην αγορά, παρ’ όλο που δόθηκαν ακόμη και απευθείας παραγγελίες σχολικών βιβλίων για τη στήριξη της επιχείρησης και παρ’ όλο που η μία μηχανή του εργοστασίου (η γνωστή Χ1) εργάζεται συνεχώς για την Elpack του επίδοξου αγοραστή κ. Σπυράκη.


Η τελική έγκριση έγινε αλλά στο υπουργείο υπάρχει προβληματισμός για τη χρηματοδότηση του προγράμματος.


ΟΙ ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ Αναζητώντας νέους αγοραστές


Το υπουργείο Ανάπτυξης διαβλέποντας τα αδιέξοδα προσπαθούσε για λύση. Οι εργαζόμενοι μιλούσαν για επανακρατικοποίηση, που είναι εντελώς ανέφικτη, ενώ η κυβέρνηση έτσι κι αλλιώς την απορρίπτει. Το παράξενο είναι ότι αυτό εκτός του ΚΚΕ και του ΣΥΝ το υποστήριζαν και βουλευτές της ΝΔ.


Η λύση φαίνεται να είναι ένας αξιόπιστος αγοραστής και προς αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε το υπουργείο Ανάπτυξης τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Αρχικά υπήρξε ενδιαφέρον από τον ιδιοκτήτη της ΜΕΛ, τον κ. Οικονόμου (καλοκαίρι 2001), ο οποίος εξέτασε πολλά δεδομένα και τον περασμένο Ιανουάριο απέσυρε το ενδιαφέρον.


Περίπου τότε εμφανίζεται έντονο ενδιαφέρον από την Elpack (Σπυράκης) και φαίνεται να συμφωνεί με τον Φορλίν προφορικά. Σημειωτέον ότι η Elpack είναι από τους καλύτερους πελάτες της Softex και γνωρίζει το αντικείμενο. Σύμφωνα με πληροφορίες τα λειτουργικά έξοδα της εταιρείας (μισθοδοσία – προμήθειες κτλ.) χρηματοδοτούνται από την Elpack, η οποία έχει βάλει στην εταιρεία περίπου 1,5 δισ. δρχ.


Η Elpack θέτει τρεις προϋποθέσεις εξαγοράς:


α) Οι χρονικές συμβατικές υποχρεώσεις για το επενδυτικό πρόγραμμα να μετακινηθούν κατά ένα-δύο χρόνια.


β) Να εξασφαλισθεί η έκδοση άδειας λειτουργίας της μονάδας Βοτανικού.


γ) Να υπάρξει δραστική μείωση του προσωπικού.


Η Elpack πιστεύει ότι με αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί να αναλάβει τη Softex.


Οι δύο πρώτες προϋποθέσεις φαίνεται να είναι εύκολο να υλοποιηθούν. Το ευαίσθητο σημείο είναι η μείωση των εργαζομένων. Οι υποψήφιοι αγοραστές θέλουν να απομακρύνουν 580 εργαζομένους. Προφανώς ο αριθμός αυτός είναι σημείο εκκίνησης προκειμένου να καταλήξουν σε έναν μικρότερο αριθμό, ο οποίος, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν μπορεί να υποχωρήσει κάτω των 400 εργαζομένων. Ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάληψη της χαρτοβιομηχανίας το επενδυτικό γκρουπ έχει θέσει τη συναίνεση των εργαζομένων στο σχέδιο που προτείνει, καλώντας τους να αποφασίσουν εκείνοι για τις ανάγκες της εταιρείας σε προσωπικό.