Καμιά φορά οι συμπτώσεις μπορούν να βοηθήσουν όσο δεν φαντάζεται κανείς στην ανάλυση προβλημάτων. Την περασμένη Κυριακή η συγκεκριμένη φράση επιβεβαιώθηκε στο 100%. Ηταν νωρίς το πρωί και έχοντας συγκεντρώσει όσο πληροφοριακό υλικό μπορούσα, προσπαθούσα να κατανοήσω τις εξελίξεις που αφορούσαν τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης της Ολυμπιακής Αεροπορίας. Στοιχεία, πολύπλοκες προτάσεις, ασάφεια στην πληροφόρηση, γενικά αξιολόγηση δεδομένων σαν σε αστυνομικό μυθιστόρημα.


Την ησυχία του περιβάλλοντος τη διέκοψε η φωνή του παλιατζή. Περνούσε από τον δρόμο και μας προέτρεπε να του δώσουμε ό,τι δεν θέλαμε. Η ευκαιρία ήταν μοναδική. Καιρό τώρα προσπαθούσα να δώσω κάποια παλιά αντικείμενα, μαζί με ένα ψυγείο που αν και λειτουργούσε είχε φάει πλέον τα ψωμιά του. Αμέσως τον φώναξα και χωρίς να διαπραγματευτώ τον ρώτησα αν ήθελε να τα πάρει. Προς μεγάλη ικανοποίηση μου είπε ότι τον ενδιέφεραν, τον βοήθησα να τα μεταφέρει και τον αποχαιρέτησα. Νόμιζα ότι όλα είχαν τελειώσει. Μεγάλο λάθος, αφού αν και έπαιρνε αντικείμενα που για εμένα θα μπορούσαν να έχουν αξία σε κάποιες, γνωστές σ’ αυτόν αλλά άγνωστες σ’ εμένα, αγορές εκείνος μου ζήτησε επιπλέον και αμοιβή. Η διαπραγμάτευση έληξε όταν μου έκανε τη σοβαρότερη κατά τη γνώμη μου αντιπρόταση: «Τελικά, αφεντικό, δώσε κάτι για το ουίσκι μου». Το επιχείρημα ήταν μη ανατρέψιμο και συμφωνήσαμε. Ο κύκλος είχε κλείσει. Είχα δώσει κάποια αντικείμενα που θεωρούσα ότι είχαν εμπορική αξία μεγαλύτερη από το κόστος μεταφοράς τους στις αγορές και είχα πληρώσει «έστω και το ουίσκι» για να τα πάρουν.


Είχα κάνει πλήθος λαθών. Κατ’ αρχήν επέτρεψα στον παλιατζή να διαλέγει από όσα δεν ήθελα ό,τι εκείνος ήθελε. Δεύτερον, όταν εκείνος είχε επιλέξει δεν τον ρώτησα πόσα ήταν διατεθειμένος να πληρώσει για να τα πάρει. Τρίτον, όταν μου ζήτησε αμοιβή για να τα πάρει εγώ άρχισα να διαπραγματεύομαι επιβεβαιώνοντας την υποψία του ότι εγώ ήθελα ουσία να τα ξεφορτωθώ. Και, τέταρτον, όσο ο χρόνος κυλούσε με τη διαπραγμάτευση έδινα την εντύπωση ότι ήθελα να τελειώσω τη συζήτηση για να επιστρέψω στα βασικά μου ενδιαφέροντα, την ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής και την επίλυση του αστυνομικού, από άποψη διαφάνειας, προβλήματος.


Ευτυχώς που εκείνη τη στιγμή δεν περνούσε και κανένας άλλος παλιατζής. Γιατί τότε η συμμετοχή του στη διαδικασία και η πιθανότητα να θέλει τμήμα των αγαθών που ήθελε ο πρώτος, σε συνδυασμό με κάποια άλλα που δεν μου τα είχαν ζητήσει, να με έμπλεκε στις αντιπροσφορές και στις υποπεριπτώσεις του τύπου «ουίσκι και βότκα τόνικ» σε βαθμό που για να τα ξεφορτωθώ να έπρεπε να προσλάβω και οικονομικό σύμβουλο, την CSFB.


Οσο και αν τα περιστατικά ήταν τυχαία οι ομοιότητες με τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης της Ολυμπιακής ήταν διαβολικές. Οπως στο προσωπικό θέμα έτσι και στη διαδικασία της Ολυμπιακής στηριχτήκαμε σε λάθος μεθοδολογία. Δεν είχαμε με σαφήνεια προσδιορίσει αν θέλαμε να ιδιωτικοποιήσουμε το σύνολο ή τμήμα και αν ναι ποιο τμήμα. Δεχτήκαμε προσφορές από κάθε ενδιαφερόμενο χωρίς να εξετάσουμε ουσία αν υπήρχε προοπτική βιωσιμότητας. Προσλάβαμε έναν σύμβουλο που ήταν διατεθειμένος να μη συμβουλεύσει. Δεχτήκαμε προσφορές για διαφορετικά πακέτα ή τμήματα του όλου με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αδύνατη η διαφανής αξιολόγηση. Ο σύμβουλος έδωσε σχετικές αξιολογήσεις αφού η διαγωνισματική διαδικασία είχε προκύψει χωρίς προκαθορισμένη και γνωστή στους υποψηφίους στάθμιση των κριτηρίων. Μας προτάθηκε να αναλάβουμε να συνεταιριστούμε ακόμη και με καταβολή ή εγγύηση κεφαλαίων, επιβεβαιώνοντας την ασάφεια του διαγωνισμού. Αποτέλεσμα όλων των ασαφειών ήταν η αξιολόγηση του συμβούλου, στον βαθμό που δεν ήταν δεσμευτική, να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Από εδώ και πέρα τα πράγματα δεν συμπίπτουν με το προσωπικό μου γεγονός. Σε αντίθεση με όσα προέκυψαν στην Ολυμπιακή εγώ δεν συγκάλεσα οικογενειακό συμβούλιο. Ακολούθησα αποτελεσματικότερη διαδικασία ανάληψης των ευθυνών, πλήρωσα και ησύχασα.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.