Ο Δημήτρης Καταλειφός μετά από μια επιτυχημένη σεζόν στο Εμπορικόν, ετοιμάζεται για ακόμη μία πρεμιέρα. Επιστρέφει στον αγαπημένο του Χάρολντ Πίντερ και, για πρώτη φορά μαζί με την Ολια Λαζαρίδου, θα παρουσιάσουν τέσσερα μονόπρακτα, μια ιδέα του Μάνου Καρατζογιάννη, με τον τίτλο «Φωνές». «Το πιο λογικό πράγμα στην ηλικία μου, μετά από μια τόσο κουραστική χρονιά, θα ήταν να ξεκουραστώ. Αλλά η πρόκληση του Μάνου, η συνεργασία με την Ολια και τα παιδιά δεν μου άφησαν περιθώριο. Είναι μια ανησυχία της ψυχής» ομολογεί.
Σας απασχολεί η ηλικία;
«Ναι, από φέτος, ίσως γιατί εμφανίστηκαν κάποια μικροπροβλήματα… Πάντως, αν δεν ήταν οι συγκεκριμένες παράμετροι θα καθόμουν να ξεκουραστώ. Είναι μεγάλη πρόκληση. Απαιτεί τρομερή ευαισθησία και σκύψιμο πάνω του. Πιστεύω ότι ο Μίλερ, όπως ο Μπέκετ και ο Μάμετ, είναι οι μεγάλοι μοντέρνοι συγγραφείς του 20ού αιώνα, οι φάροι. Σε κυνηγούν, σε προκαλούν, σε ερεθίζουν. Φυσικά υπάρχουν κι άλλοι».
Είναι η δουλειά ένα αντίδοτο στην εποχή;
«Αυτό είναι βέβαιο. Επειδή τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα, από κάθε άποψη, εμείς που ασχολούμαστε με το θέατρο έχουμε αυτή την ευλογία, ότι μέσα από αυτά ξεφεύγεις από αυτό που σε πνίγει. Κι από την άλλη, αν αυτό πετύχει, το μοιράζεσαι με τον κόσμο γιατί και ο κόσμος το έχει πολύ μεγάλη ανάγκη. Το θέατρο είναι μια αντίσταση».


Δύο χρόνια μετά, τελικά αυτή η Αριστερά σάς απογοήτευσε;
«Συνειδητά πια θα πω ότι με απογοήτευσε η Αριστερά. Παρότι ήμουν πάντα με αριστερή προδιάθεση, δεν αισθάνομαι καθόλου καλά με όλα αυτά που γίνονται. Αναγνωρίζω ότι είναι τρομερά δύσκολα τα πράγματα, γιατί υπάρχει κάτι πέρα από την Ελλάδα, που μας επιβάλλεται απέξω. Αλλά δυστυχώς δεν είδα κανέναν άλλον τόνο, κανένα άλλο ύφος. Κι αυτό είναι απογοητευτικό».
Είχατε την ελπίδα για κάτι καλύτερο;
«Αν μη τι άλλο, ήθελα μια άλλη ηθική και αισθητική και δεν τη βλέπω. Δεν μιλάω για τα οικονομικά, δεν τα ξέρω. Αλλά για όσα έχουν να κάνουν με ένα άλλο ύφος, με ένα άλλο αεράκι που περίμενα να φυσήξει. Αυτό το αεράκι δεν το είδα σε κανένα επίπεδο. Είδα επανάληψη διαδικασιών και θεσμών, ποιον δικό μας θα βολέψουμε».


Ηρθαν νέες γενιές στα πράγματα. Δεν λειτούργησε θετικά;
«Είναι σχετικό το ηλικιακό, με την έννοια του βιολογικού. Εγώ πιστεύω ότι το ηλικιακό έχει να κάνει με την ψυχή μας. Με απόδειξη τον εαυτό μου, που είμαι 63 ετών και αισθάνομαι σε πολλά, κυρίως στη δουλειά, 18 και 20. Στην πολιτική δεν βρίσκω ότι το μυαλό και το ήθος είναι απόλυτα συνυφασμένα με την ηλικία. Χρειάζονται νέα μυαλά, συγκροτημένα με οράματα».
Στην Παιδεία και στον Πολιτισμό έδειξε ευαισθησία η κυβέρνηση;
«Η Αριστερά κουβαλούσε τον μύθο της ηθικής, της αισθητικής, του πολιτισμού. Αν πάρουμε αυτή την κυβέρνηση, τι να θυμίσω; Οτι στον Πολιτισμό έφυγε ένας άνθρωπος σαν τον Λούκο και τιμωρήθηκε σαν να μην είχε προσφέρει τίποτα; Μετά ότι ήρθε ο Φαμπρ και έφυγε εν μιά νυκτί; Δεν είναι σοβαρές κινήσεις, είναι πράγματα αυτοσχεδιαστικά, πειραματικά, πρωτόλεια. Δεν είδα κάποια κίνηση, για να πω «Μπράβο, βρε παιδί μου, αυτό δεν γινόταν παλιά, αλλά γίνεται τώρα»».
Ηταν δύσκολη για εσάς η παραδοχή αυτή;
«Καθώς μιλάω, μια φωνή μέσα μου αντιστέκεται. Πιθανόν να είμαστε κι εμείς κουρασμένοι από το 2009 και έπειτα, να έχουμε γίνει σαν λαός πιο ανυπόμονοι. Πιθανόν να μην είναι εύκολο για κάποιους που αναλαμβάνουν την εξουσία να κάνουν πολλά μέσα σε δύο χρόνια. Δεκαετίες πριν λέγαμε ότι όταν θα έρθει η Αριστερά τα πράγματα θα αλλάξουν και εξ αυτού να υπάρχει μια γκρίνια και μια ανυπομονησία. Ισως είναι στο DNA του Ελληνα, μαζί με την κούραση που κουβαλάμε με την κρίση».


Αμφιταλαντεύεστε;
«Θέλω να είμαι δίκαιος στην πικρία μου. Δεν είδα κανένα αεράκι να φυσάει. Αν εξαιρέσουμε το θέμα των μεταναστών, όπου υπήρξε μια ανθρώπινη αντιμετώπιση με τη φιλοξενία που δεν ξέρω αν θα την είχαν οι άλλες κυβερνήσεις και παρά τα λάθη που έγιναν».


Στο θέατρο πώς βιώνετε την κρίση;
«Οι παραγωγές γίνονται με τρομερά ασφυκτικούς όρους. Οι πρόβες γίνονται στην ουσία δωρεάν, επί μήνες, δεν υπάρχουν τα εργασιακά δικαιώματα που υπήρχαν, η κατάσταση των ηθοποιών είναι πραγματικά άσχημη. Αν και αρκετές παραστάσεις έχουν κόσμο, οι συνθήκες εργασίας μας είναι δυσκολότερες από ποτέ».


Κοιτάτε το ταμείο;
«Τα τελευταία πέντε χρόνια στο Εμπορικόν οι θεατρικοί επιχειρηματίες στηρίζουν και ρισκάρουν. Κάνω επιλογές που θα έκανα αν ήμουν στη Σκηνή ή παλιά με τον Λευτέρη (σ.σ.: Βογιατζή). Με αφήνουν να διατηρώ αυτό που με εκφράζει, τη φυσιογνωμία που θέλω. Είμαι ευγνώμων. Από την άλλη, δεν κρύβω ότι για να μπορεί αυτό να υπάρχει, θέλω να πηγαίνει καλά. Αρα χρειάζεται μια χρυσή τομή».
Τώρα, εσείς σέρνετε το κάρο…
«Αυτό μου δίνει μια ικανοποίηση από πολλές πλευρές. Χαίρομαι γιατί το Εμπορικόν έγινε στέκι, όπου οι θεατές ξέρουν ότι θα δουν καλά έργα σε αξιοπρεπείς παραστάσεις. Βγαίνουν σκηνοθέτες, νέες δυνάμεις ηθοποιών, γίνεται ζύμωση. Δεν είναι μόνο για μένα και τον ρόλο μου, είναι για όλους. Αυτά τα πέντε χρόνια, που μακάρι να συνεχιστούν, νιώθω πολλή χαρά».


Εφέτος σας σκηνοθέτησε ο Γιάννης Μόσχος, ο Μάνος Κατατζογιάννης, του χρόνου ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Ολοι νεότεροι.
«Και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό. Εχω δει την εξέλιξη του Μαρκουλάκη και ως σκηνοθέτη τα τελευταία χρόνια. Είναι ένας άνθρωπος με χιούμορ, ευγένεια. Και ομολογώ ότι το περιμένω με προσμονή. Οπως τώρα με τον Μάνο Καρατζογιάννη, που είναι ακόμα νεότερος. Με συγκινεί η εργατικότητά του, ο τρόπος που δουλεύει, πόσο μας νοιάζεται. Οπως και με τον Γιάννη Μόσχο στον Μίλερ. Είναι μια ανταλλαγή πείρας και ορμής».
Αλήθεια, πώς σας φαίνεται η Λυδία Κονιόρδου ως υπουργός Πολιτισμού;
«Ελπίζω. Είναι ένας καλλιεργημένος άνθρωπος που αγαπάει την τέχνη, το θέατρο. Αν και ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς ένας καλλιτέχνης μπορεί να ασχολείται με υπουργεία και τέτοια… Δεν μπορώ να το συλλάβω. Αλλά αφού ήταν μια επιλογή και μια επιθυμία της, πιστεύω ότι μπορεί να βοηθήσει. Εχουμε μια τεράστια αμορφωσιά γύρω μας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ