Και τα πλέον ενεργά ηφαίστεια υποτάσσονται στους φυσικούς νόμους και σβήνουν όταν έρθει η ώρα τους, αλλά οι φαντασμαγορικές εικόνες τους μένουν εντυπωμένες βαθιά στη μνήμη. Αυτή η νομοτέλεια θα ισχύσει και για τον Δημήτρη Μυταρά (1934-2017) που επί δεκαετίες, κάθε μέρα, ζωγράφιζε το πορτρέτο του, όπως ο ίδιος έχει πει. Ο ζωγράφος, ο χαράκτης, ο σκηνογράφος, ο δάσκαλος αποχώρησε, αλλά οι εκρηκτικές εικόνες του θα μείνουν για πάντα στον νου και στην καρδιά του κόσμου ετούτου. Γιατί αυτή ήταν η κεντρική ουσία της τέχνης του στην ωριμότητά της, να συνομιλεί με τον θεατή με θεαματικές χειρονομίες και ισχυρές χρωματικές εκρήξεις.

«Το σκοτάδι διαλύει τις γωνίες και τα μικρά αντικείμενα. Το σκοτεινό παράθυρο διαπερνά λευκό σύννεφο και πουλιά φτερουγίζουν στο ημίφως. Βάλε το αφτί σου στο δάπεδο. Οι ψίθυροι των επίπλων και τα μυστικά περάσματα των εντόμων ηχούν ευδιάκριτα στα θεμέλια. Ακουσε τις σταγόνες του νερού που διαβρώνουν το παλιό κτίριο και τους ανεξήγητους ήχους, σαν ήχους καρδιάς, που συνεχώς λιγοστεύουν».
Μετά τη διάκριση του Δημήτρη Μυταρά στην έκθεση νέων καλλιτεχνών και την πρώτη ατομική έκθεσή του με τις «Φιγούρες», το 1961, στην αίθουσα τέχνης «Ζυγός», ο κριτικός του «Βήματος» Μαρίνος Καλλιγάς τον παρουσιάζει ως «τη μεγάλη ελπίδα της νεότερης γενιάς», και τονίζει:

«Ο Μυταράς, κρατώντας τη μορφή, διατηρεί κάτι από τη μορφοκρατική έκφραση της ελληνικής τέχνης. Εκείνο όμως που τον ξεχωρίζει και δίνει μια βαθύτερη ακόμη ελληνική έκφραση στο έργο του είναι το μέτρο, η ισορροπία των αξιών, χρωμάτων και σχημάτων που αποτελούν τον πίνακα. Τα έργα του δεν έχασαν την επαφή με τον άνθρωπο και την ανθρώπινη υπόσταση. Η υψηλή ποιότητα του έργου του Μυταρά βρίσκεται ακριβώς στη βαθύτερη αυτή αντιμετώπιση των καλλιτεχνικών προβλημάτων, που είναι έκφραση της παρουσίας του ανθρώπινου στοιχείου μέσα στο έργο του».
Λίγο μετά την πρώτη ατομική έκθεσή του, φεύγει με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών για το Παρίσι, για να συνεχίσει τις σπουδές που έκανε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών από το 1953 έως το 1957 με δασκάλους τον Σπύρο Παπαλουκά και τον Ιωάννη Μόραλη. Στο Παρίσι έμεινε το διάστημα 1961-1964, σπούδασε σκηνογραφία στην École Nationale des Arts Decoratifs και εσωτερική διακόσμηση στην École des Arts et Métiers με δασκάλους τους F. Labisse και J. L. Barrault. Και μετά οι αρχικές «Φιγούρες» άρχισαν να μεταμορφώνονται, αλλά όπως ο ζωγράφος θα σχολιάσει αργότερα, πάντα ίδιες μένουν. Αλλάζει μόνον η μορφή τους. Στη δεύτερη ατομική του έκθεση στην Αθήνα το 1964 στην Γκαλερί Χίλτον θα δείξει έργα από τέσσερις ενότητες –καθρέφτες, εσωτερικά, ύπαιθρο, μελέτες -, πάντα με την ευγένεια, να βασιλεύουν στον ζωγραφικό, ζωτικό του χώρο. Ο ζωγράφος θα πει στη δημοσιογράφο Σόνια Ζαχαράτου:

«Κάθε καλλιτέχνης έχει να πει ένα μόνο πράγμα. Τεράστιοι καλλιτέχνες ένα πράγμα λένε στη ζωή τους. Ο Ρέμπραντ εκφράζει τη φοβερή αντίθεση φωτός και σκιάς. Ο μέγιστος Βερμέερ περιγράφει πάντα μια απλή σκηνή. Κι εμένα μου λένε «εσύ κάνεις όλο κοπέλες». Μα, έχω κάνει και αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες και αρχαιότητες και αντιδικτατορικά έργα. Αλλά, στο βάθος, όλα είναι το ίδιο πράγμα ακριβώς. Η θεματογραφία αλλάζει».
Φανταζόμαστε τώρα ότι υπήρχε μια εσωτερική ενότητα σε όλες τις ενασχολήσεις του Δημήτρη Μυταρά. Καταρχήν του δασκάλου, από το 1969 που διορίστηκε βοηθός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στη συνέχεια από το 1977 που εξελέγη τακτικός καθηγητής του Α’ Εργαστηρίου ζωγραφικής και το διάστημα 1983-1985 που χρημάτισε πρύτανης της σχολής. Και μετά του συλλέκτη. Οι πίνακές του μοιάζουν να στροβιλίζουν στα τόξα των αδρών πινελιών του τα όνειρα του θεατή και να τα εκτοξεύουν στον υπερβατικό τεχνοχώρο. Οπως ακριβώς κάνουν και για τα όνειρα των θαλασσινών οι σπείρες των κοχυλιών, τα οποία ο ζωγράφος συνέλεγε με επιμονή, πάθος και ενθουσιασμό. Σε όλα έβαζε τη δική του σφραγίδα, που την περιέγραψε στη Σόνια Ζαχαράτου:

«Βάζω στα έργα μου μια ένταση, μια γκρίνια. Εξάλλου τα θέματα που με εντυπωσιάζουν είναι τα εριστικά. Που κάτι καταγγέλλουν. Μπορεί να κάνεις ένα λουλούδι και μέσα από τον σχεδιασμό του να καταγγείλεις πράγματα. Εκεί είναι το θέμα: πώς έχεις οργανώσει τα σχήματα, μέσα από τα οποία εκφράζεσαι. Το έργο είναι αίσθηση. Και ο χειρότερος για να το ερμηνεύσει είναι ο δημιουργός του. Γιατί από τη στιγμή που θα το εκλογικεύσει, το έχει χάσει».
Το 1995 η Εθνική Πινακοθήκη παρουσίασε για πρώτη φορά τα μεγάλα μνημειακά έργα του Δημήτρη Μυταρά, ως έναν ζωγραφικό απολογισμό του δημιουργού. Η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα σημείωνε τότε στο «Βήμα» ότι οι εικόνες και οι μορφές από τις προηγούμενες περιόδους της δουλειάς του ζωγράφου συνυπήρχαν στον ζωγραφικό χώρο, και τόνιζε εξ αρχής: «Δημήτρης Μυταράς. Μια αιχμηρή παρουσία στην ελληνική πνευματική ζωή. Η τέχνη του δεν σε αφήνει σε ησυχία. Δεν μπορείς να τη λησμονήσεις».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ