Το ελληνικό τηλέφωνο γιόρτασε το 1996 τα 100ά γενέθλιά του. Διά του λόγου το ακριβές το ανεπίσημο ντεμπούτο του έγινε το 1895, λίγο πριν από την εν Ελλάδι αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων και όταν ο κρατικός μηχανισμός έσπευδε να προσαρμοσθεί στις νεοαφιχθείσες τότε τεχνολογικές εξελίξεις. Χρειάστηκαν βέβαια αρκετοί μήνες για να βρουν κατασκευαστές, μετασχηματιστές και συνδρομητές τον δρόμο τους. Και όπως ήταν αναπόφευκτο τη γέννηση των εγχώριων τηλεπικοινωνιών ακολούθησαν οι εναγώνιες προσπάθειες για την περαιτέρω επέκταση και κατοχύρωσή τους… σε νόμους και συνειδήσεις. Μετά από μια παρατεταμένη εφηβεία ­ οι γνωστές διενέξεις περί ιδιωτικής και δημόσιας τηλεφωνίας, τα υπέρογκα τέλη, οι διαμαρτυρίες επίδοξων συνδρομητών και οι… δολοφονικές απόπειρες σε βάρος του σώματος των ελληνίδων τηλεφωνητριών ­, συνέπεια της συνήθους κρατικής ολιγωρίας, εγκαινιάστηκε έστω και καθυστερημένα η περίοδος της ωριμότητας.


Από τη χειροκίνητη μανιβέλα στην ψηφιακοποίηση του τηλεπικοινωνιακού δικτύου, από την ΑΕΤΕ (1930) στον ΟΤΕ (1949), από την αστική στη διεθνή τηλεφωνία το εγχώριο τηλέφωνο συνεχίζει ακάθεκτο το ταξίδι του στον χρόνο. Με την ευκαιρία των γενεθλίων του, «Το Βήμα» επιχειρεί μια χαρτογράφηση του μυστικού κόσμου των τηλεπικοινωνιών συζητώντας με τους ανθρώπους που τις στελεχώνουν, ανασκαλεύοντας τηλεφωνικές αναμνήσεις και ρίχνοντας φως σε τηλεφωνικές υπηρεσίες που μπορούν να δώσουν λύσεις σε πλείστα προβλήματα… επικοινωνίας.


Αν μια συσκευή τηλεφώνου έχει ψυχή, είναι γιατί εκείνοι δάνεισαν τη δική τους. Ανθρωποι, που πέρασαν μια ζωή γεμάτη… κουδουνίσματα, μιλούν σήμερα στο «Βήμα». Αυτή τη φορά, χωρίς σύρματα στη μέση… Κάποια φορά, η ζωή τους μπλέχτηκε σ’ ένα καλώδιο τηλεφώνου. Από τύχη, από ανάγκη, από μεράκι, δεν έχει σημασία. Αυτό που μετρά είναι πως έτσι, χωρίς να το πολυκαταλάβουν, βρέθηκαν… ερωτευμένοι με το ακουστικό. Καθένας, με τον τρόπο του. Ολοι τους όμως, ζουν μαζί του. Ξεναγούν πιτσιρίκια στην ιστορία του, επισκευάζουν με μεράκι συρματάκια, μαζεύουν παλιωμένες τηλεκάρτες, δίνουν «Πληροφορίες Καταλόγου Αττικής» σε πελαγωμένους συνδρομητές, ή επιμένουν στην ίδια πάντα φράση: «Στον επόμενο τόνο, η ώρα θα είναι…».


Είναι οι άνθρωποι του τηλεφώνου. Εκείνοι που έπιασαν μαζί του ψιλή κουβέντα, και δε λένε να το κλείσουν. Σήμερα, «το Βήμα» μιλά μαζί τους κι απ’ την άλλη άκρη της γραμμής, σας λέει την ιστορία τους. Εσείς απλώς σηκώστε το ακουστικό.


Πληροφορίες καταλόγου Αττικής.


Παρακαλώ, περιμένετε


«Παλιά, ήταν η δουλειά δύσκολη… με τους λευκούς τους καταλόγους, να ψάχνουμε στα ψιλά τα γράμματα. Βλέπετε τα γυαλιά μου; Το αντίτιμο μιας ζωής μες το ψάξιμο. Δεν έχω παράπονο, καλά ήταν. Δυο – τρία χρόνια στο ακουστικό και ήσουν εξπέρ. Ηξερες τα μισά τηλέφωνα των δημοσίων υπηρεσιών απ’ έξω, τα νοσοκομεία φαρσί, τα κέντρα διασκέδασης… Ασε που με το που άκουγες το όνομα άνοιγες τον κατάλογο αυτομάτως στη σωστή σελίδα. Δημητρίου; Στο Δημ-, με τη μία!».


Η κυρία Χρυσάνθη Σκόνδρα σκαλίζει μνήμες τηλεφωνικές. Είκοσι χρόνια πίσω, και ένας αριθμός παραπάνω. Τώρα 131. Τότε 130. Μα πάντα: «Πληροφορίες καταλόγου Αττικής… Παρακαλώ περιμένετε». Και εκείνη, με το μελάνι του καταλόγου στα δάχτυλα και το ακουστικό στο αυτί, να ψάχνει τα τηλέφωνά μας, τις διευθύνσεις μας, σε μαυρόασπρα φύλλα με γράμμα αχνό. Τηλεφωνήτρια από το 1972. Προϊσταμένη πλέον αλλά ποτέ παροπλισμένη. «Τώρα, στου κομπιούτερ τους καιρούς, άμα τα παιδιά δεν βρίσκουν κάτι στο μηχάνημα, φωνάζουν εμένα για την τελευταία προσπάθεια. Πιάνω εγώ τον κατάλογό μου ­ τον έχω πάντα πίσω μου ­ και κάνω αυτό που έμαθα τόσα χρόνια: ψάχνω».


Ψάχνει, αλωνίζει τα φύλλα και θυμάται στις στήλες τους λιγάκι τα παλιά. Οι συνάδελφοί της, οι νεότεροι, σε οθόνες ηλεκτρονικές, ανταγωνίζονται την πείρα της με τσιπάκια ψηφιακά. Ευλογούν την τύχη τους γι’ αυτό. «Στην προ κομπιούτερ εποχή ακούγαμε τα εξ αμάξης. «Περιμένω κυρία μου 20 λεπτά. Θα μου τον βρείτε τον αριθμό ή όχι;». Κατά κανόνα, βέβαια, είκοσι λεπτά σήμαιναν πέντε, δέκα σήμαιναν τρία κ.ο.κ. Αλλα τι να πεις; Ευτυχώς, ήρθαν τα μηχανήματα, μειώθηκε η αναμονή. Και ησύχασαν και εκείνοι και εμείς». Η κυρία Σταματίνα Λαλουκιώτη περνά τα τελευταία εννιά χρόνια της ζωής της με το ακουστικό στο αυτί κάθε ημέρα για εξίμισι ώρες. Εύκολο; «Καθόλου». Ο συνάδελφός της κ. Γ. Μπουρνάκης ξέρει καλά γιατί. «Τα τηλεφωνήματα πέφτουν συνέχεια το ένα πίσω από το άλλο. Με διακοπή απειροελάχιστη. Θυμάστε που το μαθαίναμε στη φυσική: κλάσματα δευτερολέπτου, όσο να ταξιδέψει ο ήχος από εκεί ως εδώ. Αυτό είναι. Μόνο το απόγευμα χαλαρώνει λιγάκι η δουλειά. Μεσολαβεί μισό ή ένα δευτερόλεπτο ανάμεσα στις κλήσεις. Και αυτό για μας σημαίνει πως έχουμε «λάσκα»!».



Τα συστήματα άλλαξαν, μα οι τηλεφωνούντες παραμένουν οι ίδιοι. Πάντα ανυπόμονοι, συνήθως ευγενικοί και ενίοτε… ολίγον τι γραφικοί. Η κυρία Κάτια Ρουμελιώτου έχει ακούσει πολλά. «Μας θεωρούν κέντρο γενικής πληροφόρησης. Ρωτούν εδώ τα πάντα. Πήρε προχθές μια κυρία… «Γειά σας», λέει. «Μήπως ξέρετε τι είναι το σολόδερμα;»». Το αλατοπίπερο της δουλειάς. Οι παράξενοι που σπάνε τη μονοτονία των αριθμών. «Κάπου κάπου τα βράδια, μας παίρνουν για κουβέντα», λέει η κυρία Λαλουκιώτη. «Αφού πάρουν την πληροφορία, το γυρνάνε στο φιλικό. «Και εσένα, κοπελιά, πώς σε λένε;». Και μερικοί πατάνε και μια βρισιά για καληνύχτα. Το τι έχει ακούσει ετούτο το ακουστικό, μόνο το ίδιο το ξέρει!».


Υπάρχουν ακόμη οι εκκεντρικοί των πληροφοριών. «Παίρνουν βράδυ συνήθως, και ειδικά τα Σαββατοκύριακα», λέει ο κ. Μπουρνάκης. «Διάφοροι απίθανοι, μοναχικοί τύποι ή ηλικιωμένοι. «Τι ώρα είναι βρε παιδί μου; Και τι ημέρα, για πες μου… Και ο μήνας;». Τι να κάνεις, ευγενικά προσπαθείς να κλείσεις, μα να μην τους αποπάρεις κιόλας». Και βέβαια, υπάρχουν και ουκ ολίγοι «άσχετοι». «Ναι, ήθελα να μου πείτε… Είναι ένας φούρνος, στην περιοχή τάδε. Το τηλέφωνο θέλω»… Και όταν ο τηλεφωνητής δηλώσει αναρμόδιος… «Μα δεν το έχετε; Δεξιά στον δρόμο είναι ο φούρνος. Πώς δεν τον ξέρετε; Τι κέντρο πληροφοριών είσαστε;». Οι τηλεφωνητές δεν αντιδρούν, τους ξέρουν πια. «Πάντα οι ίδιοι δύστροποι, πάντα οι ίδιοι καλοί, πάντα οι ίδιοι ευγενικοί. Οι εποχές αλλάζουν μα ο κόσμος παραμένει ο ίδιος, με λίγο άγχος παραπάνω μοναχά. Εμείς, πάντα ευδιάθετοι, πάντα ευγενείς, οφείλουμε να τον εξυπηρετήσουμε». Και η δουλειά με τον καιρό γίνεται δεύτερη φύση. Η κυρία Λαλουκιώτη χαμογελά. «Παλιά θυμάμαι, καινούργια στο 131, τέλειωνα τη βάρδια, γυρνούσα σπίτι. Χτυπούσε το τηλέφωνο. Το σήκωνα και αυτομάτως… «Θέση είκοσι έξι, λέγεται»!


Επισκευαστής


ονείρων


«Ημουνα τηλεγραφητής του Εμπορικού Ναυτικού. Μα ήρθε το 1961 ο αποκλεισμός της Κούβας, δέσανε τα καράβια στο λιμάνι, δουλειά γιοκ, χρήμα τέλος… Και έτσι τ’ άνοιξα το πρώτο μαγαζί. Ενα Φλεβάρη, στη Νίκαια. Σαν ετούτο ήτανε». Ο κυρ Ηλίας Ασβεστόπουλος 34 χρόνια με ένα κατσαβίδι πάνω από τα ακουστικά του κοσμάκη. Το κρατάει τώρα στο χέρι, πασπατεύει ένα μαύρο Siemens. «Είναι το ψωμί μου η δουλειά, μα πρώτα είναι μεράκι. Να σκύβεις πάνω απ’ το τηλέφωνο και να το ψάχνεις ψηλαφητά. Να δεις πού πονάει. Οχι να μετράς ώρες να πληρωθείς. Να λες «θα σε φτιάξω βρε, θα σε δώσω πίσω τέλειο». Κι όταν το δίνεις… Το βλέπεις στα μάτια του άλλου. Σαν να του δίνεις ζωή. Παιδί γίνεται ο άνθρωπος. Χαίρεται, πηδάει κιόλας. Αυτό είναι τα δικά μου τα λεφτά, η χαρά του».


Η πόρτα ανοίγει. «Καλημέρα!». Ενας κύριος μπαίνει μέσα με μια μαύρη συσκευή. «Κυρ Ηλία, θα μου το φτιάξεις και τούτο;». «Αμ’ τι θα το κάνω;». Χαμογελά ο κύριος. «Να, εδώ είναι το φαρμακείο των τηλεφώνων», λέει. «Και ο γιατρός ο κυρ Ηλίας. «Πού πονάει;» σε ρωτάει. Το πιάνει και το γιατρεύει. Αυτός είναι».


Εχει 13 βιβλία στα ράφια του ο κυρ Ηλίας. Με 3.500 τηλέφωνα στο καθένα. Τόσα έχει γιατρέψει. Πάνε κι έρχονται στο μαγαζί εδώ και 34 χρόνια. Και απ’ τα χέρια του φεύγουν με τον ήχο τους καθαρό. Παλιά, καινούργια ­ αδιάφορο. Γιατί «ό,τι και να ‘ναι το τηλέφωνο, μία είναι η αρχή του. Αμα την ξέρεις και τ’ αγαπάς, το φτιάχνεις… Να, κοίτα τούτο ‘δώ… Του 1935. Κοντεύει να ‘ναι πιο μεγάλο από μένα. Αλλά κοίτα το! Πανέμορφο». Πλατύ καντράν, μαύρο, με πολλά κουμπιά, ακουστικό παλιομοδίτικο. Το κοιτάς και σκέφτεσαι τον Ηρακλή Πουαρό με το ακουστικό στο χέρι, σε ένα ξενοδοχείο πολυτελείας, στο Λονδίνο ή στο Παρίσι. «Ή το άλλο. Το κάνανε δώρο σε μια κυρία για τον γάμο της… Του 1912 είναι. Κοίτα ομορφιά». Επιτραπέζιο, με μανιβέλα. Καφετιά ξύλινη βάση, με δύο κουδούνια γυαλιστερά. Και το ακουστικό ασημένιο. Βγαλμένο από καρτ ποστάλ με τον Βενιζέλο να το κρατάει στο χέρι… Τηλέφωνα ονείρου, πανέμορφα και δυσεύρετα. «Ξέρεις τι είναι τούτα; Δοκίμια είναι. Σαν τα παλιά νομίσματα. Βγήκαν μία φορά και άλλη δεν ξαναβγαίνουν. Τέλειωσε, όποιος τα έχει, τα έχει».


«Και ήταν κι εκείνο… Που το ζήλεψα. Να, έλα ‘δώ να σ’ το ζωγραφίσω… Το θυμάμαι το άτιμο σαν να ‘ναι τώρα». Τραβάει γραμμές στο χαρτί… «Η βάση του μακρόστενη, με μια πινακίδα μικρούτσικη, μαύρη Ερικσον. Και ο δίσκος μαύρος κι εκείνος, στο κέντρο να γυαλίζει. Στο πλάι τ’ ακουστικό και απ’ την άλλη το χερούλι του». Κοιτάζει το σχέδιο σαν να ‘ναι μπροστά του το τηλέφωνο το αληθινό. «Ομορφο… Απίθανο…». Στον εαυτό του μιλάει, όχι σ’ εμένα. Τα μάτια πίσω απ’ τα γυαλιά αστράφτουν. «Μου το ‘φερε ένας αντικέρ και του το έφτιαξα. Του λέω «θέλω 5.000 για την επισκευή μα, αν θέλεις, σου δίνω είκοσι να μου το πουλήσεις». «Αποκλείεται», λέει. Και έφυγε. Εμαθα αργότερα ότι το ‘δωσε 105.000…». Σκύβει και αφήνει το στυλό. Ονειρα τέλος ­ η δουλειά περιμένει.


«Αν σου ‘πεφτε το ΛΟΤΤΟ, κυρ Ηλία, τι θα ‘κανες;». Το χαμόγελό του προδίδει το σχέδιο τ’ άπιαστο προτού το ξεστομίσει. «Αν μου ‘πεφτε το ΛΟΤΤΟ, παιδί μου;… Θέλει ρώτημα; Θα ‘φτιαχνα αντίκες. Το ‘κανα μια φορά. Εφτιαξα κάμποσες, με μηχανισμό Tesla τηλεφώνου. Ε, λοιπόν, αυτό θα ‘κανα. Αντίκες!». «Σε τούτο το μαγαζί;». «Ναι, μωρέ, αντίκες, εδώ, στον πάγκο μου από πίσω. Πού να πάω; Μου ‘πε ένας φίλος μια φορά: «Εσένα, Ηλία, αν σε πάρουν απ’ τον πάγκο σου και σε βάλουν σε κανέναν γυαλιστερό πολυτελείας, μου φαίνεται θα μαραζώσεις. Ο πάγκος είν’ η ζωή σου…». Κι εδώ που τα λέμε, σα δίκιο να ‘χε ο φίλος μου. Γι’ αυτό σού λέω: Αντίκες, εδώ από πίσω… Ευτυχία, παιδί μου…».


Ο φύλακας


των τηλεφώνων


Σε μια στροφή της ζωής, βρέθηκε μέσα στους παλμούς των τηλεφώνων. Τα άκουσε να μουρμουρίζουν το βουητό τους και τα αγάπησε. Εγινε ο προστάτης τους, ο άνθρωπος που τα μαζεύει από τις τέσσερις άκρες τις Ελλάδας, γυαλίζει τις μνήμες τους και καμαρώνει τα συρματάκια τους, τα φαγωμένα απ’ τον καιρό. Παρέα με τα ακουστικά τους, περιμένει πίσω από τις πύλες του Μουσείου Τηλεπικοινωνιών του ΟΤΕ στην Κηφισιά και άλλους σαν κι αυτόν, να τους δανείσει μια σταλιά από το μεράκι του. Να τους ξεναγήσει στις οδούς των καλωδίων. Μετά από τον Στέλιο Πολυκράτη, τον ιδρυτή και εμπνευστή του μουσείου, πήρε εκείνος τον μίτο της συνέχειας. Και τώρα ο κ. Φάνης Ανυφαντής δεν ψάχνει πια για την έξοδο. Στον μικρό του τηλεφωνικό λαβύρινθο έχει βρει τον αριθμό της ευτυχίας.


«Δούλευα παλιά στο τηλεφωνικό κέντρο της Νέας Κηφισιάς. Με φώναξαν στο Μουσείο συνάδελφοι που ήξεραν πως τα έχω σπουδάσει τα τηλέφωνα, την έχω ψάξει την ιστορία τους. Και κάπως έτσι βρέθηκα εδώ, πάνε δυόμισι χρόνια τώρα. Ηρθα κι έμεινα. Ετσι απλά». Και άρχισε το φλερτ με τα καντράν τα σκονισμένα. Με τα τηλέφωνα του χθες, με τους τηλέγραφους του Μορς, με τους ασυρμάτους του Μαρκόνι. Και οι ξεναγήσεις σε πιτσιρίκια σχολείων, με το μεράκι οδηγό. Η αναζήτηση στα μάτια των παιδιών για τη συνέχεια μιας ιστορίας που γράφεται ακόμη. Και πίσω από τις λέξεις ο δίσκος της επικοινωνίας να στριφογυρίζει.


«Αυτή είναι όλη η υπόθεση. Να διαβάζεις πώς ποντίστηκε το πρώτο καλώδιο που ένωνε τις δύο ακτές του Ατλαντικού, και να ‘ναι σαν το πιο καλό μυθιστόρημα. Να μιλάς για τη σύνδεση του Πειραιά με τη Σύρο μ’ ένα υποβρύχιο καλώδιο, το 1959. Εργο σπουδαίο τότε. Στοίχισε… Κάτσε να δω… 403 εκατομμύρια 501 δραχμές. Σαν να δίνεις έναν προϋπολογισμό κράτους για μια σύνδεση. Μα όχι οποιαδήποτε σύνδεση. Η Σύρος επικοινωνούσε με τη Χίο, κι εκείνη με την Κωνσταντινούπολη. Ηταν η επαφή της Ελλάδας με την πόλη όνειρο ­ την Πόλη μας. Πήγαν στράφι τα τετρακόσια εκατομμύρια… Το καλώδιο το διέβρωσε η θάλασσα. Τ’ όνειρο βούλιαξε μαζί του. Μα η ιστορία έμεινε, κι αυτό μετράει. Που τη λες, και την ακούνε. Και ξέρεις πως θα την ξαναπούν σε κάποιον άλλο…».


Περπατάμε στις αίθουσες του Μουσείου. Ξαφνικά σταματά, τα μάτια του στρέφονται στη γωνία. «Να, τούτη είναι η αγαπημένη μου μεριά. Κοίτα. Οι πίνακες με την επικοινωνία στην αρχαία Ελλάδα. Να βλέπεις το ηχητικό κέρας του Μ. Αλεξάνδρου, που τ’ άκουγε ο στρατός σε απόσταση 5 χιλιομέτρων. Το υδραυλικό σύστημα που έστελνε τα μηνύματά του ο Αινείας ο Τακτικός. Τις φρυκτωρίες που περιγράφει ο Αισχύλος. Ολα τ’ άλλα στο Μουσείο είναι εισαγόμενα, ξένα. Μα τούτα είναι δικά μας, ελληνικά…». Τα αγγίζει, τα πασπατεύει. Δυόμισι χρόνια δεν τα έχει χορτάσει ακόμη. «Ερχονται εδώ παιδιά από σχολεία, 8 ως 15 χρονών. Τους τα δείχνω, να τους κεντρίσω την περιέργεια. Εκεί παίζεται στο παιχνίδι, ξέρεις. Αμα το καταφέρεις, το βλέμμα τους σπιθίζει. Σε κοιτάζει ο πιτσιρικάς με μάτια που παίζουν. Μιλάς και πετάνε σπίθες. Ρωτάει, σε κάνει να του λες όλο και πιο πολλά. Ψάχνει τις απαντήσεις του σε σένα. Αν τις ξέρεις, τον κερδίζεις». Τα λόγια του φτάνουν να εξηγήσουν τη λάμψη στα μάτια των παιδιών. Οταν ένα πράγμα το αγαπάς τόσο πολύ, πώς να μη βάλεις τον άλλο στο λούκι της γοητείας του;


«Είναι μεράκι τούτη η δουλειά», λέει. «Μπορούσα να ‘μαι σ’ ένα ψηφιακό κέντρο, με το ωράριό μου, τη ρουτίνα μου. Να τελειώνει η μέρα και να φεύγω, να πηγαίνω σπίτι. Ετσι απλά. Χωρίς άγχος αν θα το βρούμε το σπάνιο κομμάτι την επομένη, χωρίς έξοδα απ’ την τσέπη μου για συγγράμματα, χωρίς να τρέχω στις άκρες της Ελλάδας να σώσω αντίκες ξεχασμένες απ’ τα χρόνια. Μα, θα είχε ουσία;». Προ ημερών τον φώναξαν από τη Βέροια. «Εχουμε ένα τηλεφωνικό κέντρο παλιό… Να το πετάξουμε ή το θέλετε;». Ετρεξε να το προλάβει. Πεντακόσια χιλιόμετρα δρόμος. Χαμογελά. «»Αξίζει;», σκεφτόμουν, «ή τζάμπα το τρέξιμο;». Ωσπου το έπιασα στα χέρια μου. Απίθανο. Το τελευταίο στην Ελλάδα. Τ’ άξιζε τα χιλιόμετρα και δυο φορές παραπάνω. Χαλάλι το τρέξιμο, χαλάλι ο δρόμος. Αρκεί που το πήρα…».


Στον επόμενο τόνο


η ώρα θα είναι…


«Την κυρία Παϊσίου, παρακαλώ;». «Η ίδια. Τι θα θέλατε;»… Χροιά φωνής οικεία. Εκείνη είναι. Είναι η γυναίκα που αναζητώ εδώ και ημέρες. «Τηλεφωνώ από την εφημερίδα «Το Βήμα»…». «Μάλιστα…». Τόνος λίγο βαρύτερος. Μα μοιάζει τόσο ο ήχος της με εκείνον που θυμάμαι. Σύμπτωση; Οχι πάλι! Πανικός. Με έναν τρόπο θα μάθω. «Είστε η κυρία που πριν από 35 χρόνια εκφώνησε την ώρα για το 141;». Παύση… Και ύστερα: «Μάλιστα. Τι θα θέλατε;». Επιτέλους! Ανακούφιση…


Μιλάει στο ακουστικό και η αίσθηση είναι αλλόκοτη. Η ίδια φωνή, μα τώρα με χρώμα, με διακυμάνσεις. Και εγώ να περιμένω διαρκώς να ακούσω τη φράση τη γνωστή, την οικεία… «Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι…». Η κυρία Πιπίτσα Παϊσίου δεν θα την πει. Θα μου πει όμως την ιστορία της. Την ιστορία της ώρας, που φτιάχτηκε σε ένα απόγευμα για να κρατήσει χρόνια. «Πότε να ‘ταν; Παλιά… Τόσο που δεν θυμάμαι. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, γράψτε. Μας φώναξαν από τη διεύθυνση της Ελληνικής Ραδιοφωνίας δέκα εκφωνήτριες. «Σας θέλουμε για ένα δοκιμαστικό. Να μας πείτε την ώρα». Λιγάκι παράξενο μας φάνηκε, μα… γιατί όχι; Το κάναμε… Δυο – τρεις ημέρες αργότερα με ειδοποίησαν. «Εσάς διαλέξαμε, κυρία Παϊσίου». Βρέθηκα στο στούντιο της ΕΡΤ. Ηχογράφηση…». «Μιλούσατε μια ημέρα ολόκληρη;», ρωτώ. Γελάει. «Οχι, βέβαια. Θα τρελαινόμουν! Μια – δυο ώρες μόλις». «Μα πώς;». «Απλό. Είπα πρώτα «η ώρα θα είναι μία», μετά «δύο», «τρεις» κ.ο.κ., με αποστάσεις. Μετά «και 10 δευτερόλεπτα», «και 20», «και 30″… Ενα «ακριβώς» και τελειώσαμε. Τόσο απλά. Ολα τα υπόλοιπα, θέμα μοντάζ».


Και ύστερα η φωνή έφυγε από τα χέρια της. Η ταινία πήγε στο Παρίσι, να μονταριστεί με ειδικά μηχανήματα. Επρεπε να αντέξει ο ήχος πολλά χρόνια. Πέρασε σε μια ταινία με σύρμα, ανθεκτική. Και από εκεί, στο 141. Η κυρία Παϊσίου έγινε επισήμως «η γυναίκα που λέει την ώρα». «Οποτε τύχαινε να καλέσω το 141, άκουγα τον εαυτό μου να αραδιάζει λεπτά και δευτερόλεπτα. Αστείο ήταν… Και ευχάριστο μαζί, δεν λέω. Με έπαιρναν φίλοι τηλέφωνο έκπληκτοι. «Σε ακούσαμε να λες την ώρα. Εσύ ήσουν πραγματικά;». Γελούσα…».


Και ύστερα πέρασε ο καιρός… Δέκα χρόνια ολόκληρα. Η ταινία γέμισε γραμμές. Η φωνή δεν ήταν πια όπως πρώτα. Εχασε τη φρεσκάδα της. Τα παράσιτα την έκαναν βαθιά, παράξενη. Και έτσι, έφτασε για την ώρα «ο επόμενος τόνος»… Η ώρα της αντικατάστασης. «Γύρω στο 1970 θα ήταν. Βρέθηκε μια άλλη εκφωνήτρια της Ραδιοφωνίας, η Ιφιγένεια Ξένου. Η φωνή της έμοιαζε κάπως με τη δική μου. Ηταν βέβαια λίγο πιο βαριά, πιο αυστηρή. Ισως και η ίδια να το πήρε λίγο πιο σοβαρά… Είναι αυτή που ακούτε ως σήμερα…».


Η φωνή που μιλάει ακατάπαυστα στο 141 δεν θέλει πια να μιλάει. Η κυρία Ιφιγένεια Ξένου μάς αρνήθηκε την ιστορία της. «Το Βήμα» τη βρήκε. Μα εκείνη ευγενικά προτίμησε τη σιωπή. «Ξέρετε… Συγγνώμη, μα δε μου αρέσει να μιλώ, ούτε πολύ ούτε λίγο. Η ώρα… Μια σύμπτωση ήταν. Τίποτε παραπάνω. Μου το ζήτησαν, την εκφώνησα… Τέλος. Αυτό είναι όλο. Πέρασα τόσα στο ραδιόφωνο… Τριάντα δύο χρόνια εκφωνήτρια… Μόνο αυτό, ένα «στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι…» έμεινε από μένα;».


(«Το Βήμα» ευχαριστεί τον κ. Ανδρέα Μηλιώνη, στέλεχος της Υπηρεσίας Εμπορικής Λειτουργίας του ΟΤΕ, για την ευγενή παραχώρηση του προσωπικού αρχείου του). Το τηλεφώνημα της ζωής μου


Οταν το τηλέφωνο καλεί το νούμερο της θύμησης, εικόνες, στιγμές, φωτεινά «εμπρός» και ζοφερά «κλικ» ακουστικών παρελαύνουν ως διά μαγείας. Το «Βήμα» ζήτησε από τους Ντίνο Ηλιόπουλο, Αλέξανδρο Κατσαντώνη, Νίκο Κούνδουρο, Γιώργο Παπαστεφάνου και Βούλα Πατουλίδου να ξεθάψουν δικές τους μνήμες, τηλεφωνικές. Καταχωρημένες όχι στη συσκευή, μα στην καρδιά. Να γυρίσουν το καντράν του χρόνου στο πιο δυνατό του κουδούνισμα, και με το πρώτο «ντριννν!» να σηκώσουν τ’ ακουστικό. Εκείνοι, ευγενικά, το έκαναν. Κι απ’ την άλλη άκρη της γραμμής, μας ξετύλιξαν τις δικές τους ιστορίες, που ταξίδεψαν τα σύρματα του ΟΤΕ για να μπουν στην τροχιά της ζωής τους και να χρεώσουν στο μετρητή των αναμνήσεων μονάδες ανεκτίμητες.


ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ


σκηνοθέτης


Κατά κάποιον τρόπο, που ίσως μοιάζει παρατραβηγμένος, το τηλέφωνο έχει συνδεθεί στη μνήμη μου με αναγγελίες οδυνηρών πραγμάτων. Σήμερα ακόμη ένα ξαφνιαστικό τηλεφώνημα πολύ νωρίς το πρωί ή πολύ αργά τη νύχτα μού προκαλεί μια ταραχή που βέβαια δεν είναι τυχαία, καθώς όλα τα δυσάρεστα που μου έχουν τύχει στη ζωή έχουν φτάσει σ’ εμένα μέσα από τα σύρματα του τηλεφώνου. Θυμάμαι ακόμη στις 21 του Απρίλη του 1967, το τηλεφώνημα ενός φίλου στις 4 το πρωί να μου λέει με ταραγμένη φωνή δύο φρασούλες όλες κι όλες: «Αρματα στους δρόμους, φύγε από το σπίτι σου». Ή τη φωνή μιας εξαδέλφης μου τα μεσάνυχτα να μου λέει: «Η μητέρα σου είναι άσχημα, τρέχα». Ή το κορίτσι μου, κάποιου καιρού, να τηλεφωνάει 6 το πρωί για να μου πει: «Ξέρεις, το σκέφτηκα όλη τη νύχτα και αποφάσισα να χωρίσουμε».


Ατέλειωτη η αλυσίδα από μνήμες συνταιριασμένες με τον ενοχλητικό, τσιριχτό ήχο του τηλεφώνου και την απουσία εικόνας στην άλλη μεριά του σύρματος. Κατά τα άλλα, ο ατέλειωτος αριθμός από τηλεφωνήματα καθημερινής χρήσεως, πάντα χωρίς το πρόσωπο του «άλλου» να συνοδεύει τις λέξεις, τα νοήματα, τις αισθήσεις, αυτό που ακούει, συνθέτουν έναν πολτό από πληροφορίες που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει το χρήσιμο από το άχρηστο, το καλό από το κακό, το σημαντικό από το ασήμαντο.


ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ


ηθοποιός


Ηταν πριν από 27 χρόνια. Ημουν στη Ρόδο, σε ένα γύρισμα της Finos Film, με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη. Γυρίζαμε το «Δόλωμα» θυμάμαι. Μια νύχτα, γύρω στις 3.30 τα ξημερώματα, χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνω. Ηταν ο άνδρας της αδελφής μου. Και μου λέει έτσι, από το τηλέφωνο, πως η γυναίκα μου μόλις γέννησε. Πως έφερε στον κόσμο την πρώτη μου κόρη, την Εβίτα. Ενιωσα μια αναστάτωση, μια χαρά απερίγραπτη. Ηθελα να πιάσω το κοριτσάκι μου στα χέρια, να το φιλήσω. Και η διεύθυνση της Finos, μόλις το είπα, σταμάτησε για μία ημέρα το γύρισμα και μου έβγαλε εισιτήριο να πάω στην Αθήνα. Εφυγα αμέσως και βρέθηκα αυθημερόν στο νοσοκομείο. Θυμάμαι ο γιατρός κρατούσε ανάποδα την Εβίτα μου και μου την έδωσε στην αγκαλιά. Ηταν τόσο όμορφο μωρό… Δεν ήξερα πως θα είναι κοριτσάκι πριν από το τηλεφώνημα του γαμπρού μου. Και ήθελα τόσο πολύ να είναι. Βλέπετε, ζήλευα τον Μίμη Φωτόπουλο, που κάναμε πολύ παρέα τότε, και είχε δύο κόρες, αγγελούδια σωστά. Η μικρή, τριών ετών, με είχε ερωτευτεί και όλο από πίσω με κυνηγούσε… Μα τώρα πια είχα και εγώ το δικό μου αγγελουδάκι! Το τηλεφώνημα της ζωής μου


ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΣΤΕΦΑΝΟΥ


παραγωγός ραδιοφώνου


Το τηλέφωνο ήταν για μένα το κλειδί στον κόσμο του ραδιοφώνου. Ολα ξεκίνησαν στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Ημουν στην τελευταία τάξη του γυμνασίου, 18 χρόνων και φανατικός ακροατής της εκπομπής της Φραγκίσκης Καρόρη «Τα τραγούδια που σας αρέσουν» (με σήμα τις «Εξι Λαϊκές Ζωγραφιές» του Μάνου Χατζιδάκι). Κάθε Παρασκευή έφευγα τρέχοντας από το φροντιστήριο με τα βιβλία υπό μάλης για να την προλάβω. Ημουν ξετρελαμένος με τα τραγούδια που έπαιζε ­ άλλωστε ήταν και από τις πρώτες ραδιοφωνικές εκπομπές που «απελευθέρωσαν» τα ρεμπέτικα. Μια μέρα αποφάσισα να την πάρω στο τηλέφωνο, αφενός για να την συγχαρώ και αφετέρου για να τις εκφράσω τα παράπονά μου ­ για κάποιο λόγο εκείνη την περίοδο οι εκπομπές της «επαναλαμβάνονταν». Μου απάντησε ο πατέρας της: η Φραγκίσκη ήταν στο μαιευτήριο ­ εκείνες τις ημέρες είχε έρθει στον κόσμο η κόρη της Τζιουλέτα (παραγωγός του ραδιοφώνου και αυτή σήμερα).


Λίγο καιρό αργότερα, το βράδυ της 11ης Φεβρουαρίου 1960, χτύπησε το τηλέφωνο στο σπίτι μου. Η Φραγκίσκη πήρε να μάθει γιατί την ζήτησα. Περίμενε πως θα ήμουν κάποιος διαφημιστής ή πλασιέ. Οταν της ανέφερα την ηλικία μου αλλά και τον λόγο που της τηλεφώνησα, άρχισε να ρωτάει τα πάντα για μένα. Ηταν εξονυχιστική η ανάκριση. Μιλήσαμε για μουσική, για θέατρο, για σινεμά και γρήγορα κατάλαβε ότι είχε να κάνει με ένα «ποντίκι» του θεάματος. Στο τέλος της τηλεφωνικής μας συνδιάλεξης, η οποία ήταν σημειωτέον αρκετά μακρά, μου είπε: «Σε θέλω για το ραδιόφωνο». Θυμάμαι εκείνο το βράδυ δεν έκλεισα μάτι. Τέσσερις ημέρες αργότερα συναντήθηκα μαζί της και έπιασα δουλειά ­ δοκιμαστικά βέβαια στην αρχή ­ στην Ελληνική Ραδιοφωνία. Θα δοκίμαζα επιτέλους ως επαγγελματίας το στήσιμο μιας ραδιοφωνικής εκπομπής, το παιχνίδι που αγαπούσα από μικρό παιδί.


ΒΟΥΛΑ ΠΑΤΟΥΛΙΔΟΥ


αθλήτρια


Το τηλεφώνημα της ζωής μου… ήταν ένα κάθε μήνα για έναν ολόκληρο χρόνο. Ημουν εξίμισι χρόνων, θυμάμαι, σε ένα χωριό στα Τέμπη. Στη δεκαετία ’60-’70, την εποχή της μετανάστευσης. Οι γονείς μου, ο Λάζαρος και η Αφροδίτη, είχαν ήδη ξενιτευτεί στη Γερμανία και είχαν αφήσει εμένα πίσω, στη γιαγιά μου. Τηλέφωνο σπίτι δεν είχαμε ­ ήταν πολυτέλεια, βλέπετε, εκείνα τα χρόνια. Μονάχα ο μπακάλης είχε μια συσκευή και εξυπηρετούσε όλο το χωριό. Φώναζε, λοιπόν, μια φορά τον μήνα που με έπαιρνε η μητέρα μου: «Στεργιούλας!» ­ το όνομα του παππού μου ­ «Να τρέξει! Τηλέφωνο!». Μόλις το άκουγα εγώ έφευγα σφαίρα. Πρώτη το ‘πιανα και από πίσω οι άλλοι φτάνανε καταϊδρωμένοι. Θυμάμαι την πρώτη της φράση. «Αγάπη μου γλυκιά…». Μα δεν κρατούσε πολύ η ευτυχία μου ­ ήταν ακριβό το τηλεφώνημα. Ισα να ακούσω τη φωνή της με έπαιρνε, να ξέρω πως μπορεί να είναι μακριά μα δεν με ξέχασε, με αγαπάει και της λείπω. Και ύστερα έκλεινε και εγώ περίμενα να περάσει ο καιρός, να έρθει ο επόμενος μήνας, να με ξαναπάρει. Δεν ήξερα ποια μέρα θα χτυπήσει το τηλέφωνο και έτσι ήμουν διαρκώς σε επιφυλακή. Μπορεί το τηλεφώνημα να ήταν ευχάριστο, μα αυτή η αναμονή ήταν φοβερή. Είχα και αδυναμία στη μητέρα μου και μου στοίχισε που δεν την έβλεπα. Δεν το άντεξα πολύ. Σταμάτησα να τρώω, ήμουν και ασθενικό παιδί… Επαθα μελαγχολία, κόντεψα να πεθάνω. Ενα χρόνο μετά που έφυγαν οι δικοί μου, με έστειλε η γιαγιά, σηκωτή σχεδόν, στη Γερμανία. Να τους δω, να γίνω καλά…


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ


δικηγόρος


Ηταν ένα τηλεφώνημα πολλά χρόνια πίσω, όταν ήμουν ακόμη πολύ νέος. Ηταν τις μικρές ώρες κάποιου μεσημεριού, νομίζω, λίγο πριν από το απόγευμα… Μου ανακοίνωσαν από το Ιδρυμα Κρατικών Υποτροφιών ότι πέτυχα στις πιο δύσκολες εξετάσεις που έδωσα ποτέ στη ζωή μου και πήρα μία από τις τρεις υποτροφίες Ποινικού Δικαίου, για σπουδές στην Ευρώπη. Ενιωσα, μόλις το άκουσα, σαν να είχα εκπληρώσει το όνειρο της ζωής μου. Νόμιζα ότι πέταγα, ότι κέρδισα τη ζωή. Ηταν, βλέπετε, εξετάσεις πάρα πολύ σκληρές. Τις άλλες δύο υποτροφίες, θυμάμαι, τις είχαν πάρει ο καθηγητής Νίκος Ανδρουλάκης και ο Χρήστος Ροκόφυλλος. Και έτσι πήγα τρία χρόνια στο Μόναχο και έγραψα τη διδακτορική μου εργασία. Μετά, βέβαια, άρχισαν εκεί οι γερμανικές υποτροφίες. Και έτσι στη Γερμανία σπούδασα σύνολο έντεκα χρόνια, χωρίς ποτέ να βάλω το χέρι στην τσέπη. Με αυτές τις κάρτες μην τηλεφωνήσετε



Ο κ. Βασ. Αλεξάκης έχει εκατοντάδες τηλεκάρτες. Δεν τις βάζει ποτέ σε καρτοτηλέφωνα, δεν τηλεφωνεί με αυτές ούτε τις πετάει άμα τελειώσουν. Αντίθετα, τις προσέχει ως κόρην οφθαλμού. Τις φυλάει σε ειδικά βιβλία, μακριά από σκόνες και δάχτυλα αδαών, και όταν τις κοιτάζει ευφραίνεται η ψυχή του. Γιατί ο κ. Αλεξάκης είναι επαγγελματίας συλλέκτης τηλεκαρτών.


«Ημασταν λίγοι όταν πρωτάρχισε ο ΟΤΕ να βγάζει κάρτες, το 1992. Πέρασαν τα χρόνια όμως, και πληθύναμε. Τώρα υπάρχουν 7.000 συλλέκτες εγγεγραμμένοι στα αρχεία του ΟΤΕ, που παίρνουν κάθε 4 μήνες όλες τις νέες κάρτες που εκδίδονται. Ενας απ’ αυτούς είμαι κι εγώ», λέει. Ως τώρα έχουν βγει διακόσιες διαφορετικές κάρτες στην αγορά, κι εκείνος τις έχει όλες. «Οι παλιές του 1992 και του 1993 είναι σπάνιες. Ομως αυτό που κάνει μια κάρτα πραγματικό αντικείμενο αξίας είναι η λεπτομέρεια». Τα μάτια του συλλέκτη πέφτουν πρώτα στον κωδικό, στην άνω αριστερή γωνία. Αν η κάρτα είναι σπάνιας σειράς, αξίζει πολλά. Και ύστερα κοιτά αν έχει κάποιο σφάλμα κατασκευής. Στην περίπτωση των τηλεκαρτών, τα λάθη του ΟΤΕ πληρώνονται χρυσά ­ από τους συλλέκτες, βεβαίως. Μια κλειστή, σφραγισμένη κάρτα φέρ’ ειπείν, που έτυχε να έχει δύο ηλεκτρονικά τσιπάκια αντί για ένα, δεν θα άξιζε ούτε δεκάρα για όποιον την προόριζε για… καρτοτηλέφωνο. Ο ευτυχής ιδιοκτήτης της, όμως, που την πούλησε προ μηνών στην Ιταλία, έκανε την τύχη του. Τιμή; Κρατηθείτε. Μισό εκατομμύριο δραχμές! Βλέπετε, δεν υπήρχε άλλη με τέτοιο σφάλμα. Και στον κόσμο των συλλεκτών ό,τι είναι μοναδικό είναι και ακριβό.


Οι σπάνιες κάρτες μπαίνουν στη συλλογή μία μία. Τις κυνηγάς με επιμονή και υπομονή και μετά… τις απολαμβάνεις. «Καθεμία που αποκτώ, την βάζω στο ειδικό βιβλίο. Είναι σαν εκείνα των γραμματοσήμων, αλλά με θήκες πιο μεγάλες. Τις έχω εκεί, τις χαζεύω, τις καμαρώνω». Και όσο πάνε αβγατίζουν. Το μεράκι να ‘ναι καλά… Σε περίοπτη θέση στο βιβλίο δύο κομμάτια φιγουράρουν. Πρώτη η «Θεσσαλονίκη», με την προτομή του Μ. Αλεξάνδρου. Χρησιμοποιημένη κάρτα, «ανοικτή» στη διάλεκτο των συλλεκτών. Το σχέδιό της δεν είναι σπάνιο, όμως το συγκεκριμένο κομμάτι επάνω δεν έχει ούτε κωδικό ούτε αύξοντα αριθμό. Μοναδικό! Αξία; «Τουλάχιστον 100.000 δραχμές». Και δεύτερη η «Κνωσός». Με κωδικό 0115 αλλά χωρίς κάθετο στο μηδενικό. «Υπάρχουν 7 ή 8 γνωστά κομμάτια στην αγορά. Πρέπει το καθένα να αξίζει γύρω στις 70.000 δραχμές».


Επόμενος στόχος, τι άλλο;, τα «Δοκίμια»… Το όνειρο κάθε συλλέκτη. Τέσσερις κάρτες, οι πρώτες που κυκλοφόρησαν, και μοιράστηκαν σε υπαλλήλους του ΟΤΕ για να δοκιμάσουν τα καρτοτηλέφωνα. Από το 1992 και μετά, τα ίχνη τους χάθηκαν. Πόσες υπάρχουν πια, κανείς δεν ξέρει. Πάντως είναι λίγες, και τις κυνηγούν πολλοί. Στο δικό του το βιβλίο φιγουράρουν δύο από αυτές. Ο «Παρθενώνας» και η «Ακροκόρινθος». Και δίπλα τους, δύο κενές θέσεις. Για τα «Τρία Στέμματα» και το «Αυτοκινητάκι». Τα δύο πιο σπάνια δοκίμια. Τουλάχιστον 100.000 δραχμές έκαστον. Θα τις βρει; Οι συλλέκτες λένε «όποιος επιμένει, στο τέλος δικαιώνεται». Και ο κ. Αλεξάκης είναι φανατικός συλλέκτης. Ντριιιιιιν… στην τέχνη


Το τηλέφωνο χτυπάει αδιάκοπα στην οθόνη, στη λογοτεχνία, στη μουσική



Η Λίντα έδωσε ένα πάρτι αλλά κανείς δεν πήγε. Η Γκέιλ την παίρνει τηλέφωνο για να απολογηθεί. Η Γκέιλ τηλεφωνεί στον πρώην εραστή της, Φρανκ, ο οποίος επίσης δεν πήγε. Ο Φρανκ παίρνει τον Τζέρι. Ο Τζέρι τηλεφωνεί στον Μάρτιν. Ο Μάρτιν του λέει ότι διάβασε κάπου για τις σύγχρονες γυναίκες που θέλουν απελπισμένα να κάνουν παιδιά αλλά δεν διαθέτουν χρόνο για σχέσεις και εν συνεχεία του ανακοινώνει ότι έγινε πρόσφατα δωρητής σπέρματος. Η Ντενίζ παίρνει τηλέφωνο τον Μάρτιν για να του πει ότι είναι έγκυος με το παιδί του… Οι τηλεφωνικές συσκευές χτυπούν σαν μανιασμένες στην ταινία του Χαλ Σάλγουεν «Η Ντενίζ στο τηλέφωνο». Οι ήρωες, όλοι σκληρά εργαζόμενοι νεαροί αστοί, δεν συναντιούνται ποτέ. Μόνο τηλεφωνιούνται. Η ζωή και ο θάνατος ­ το αυτοκινητιστικό δυστύχημα της Γκέιλ και η επιθανάτια αγωνία της θα καταγραφούν στον τηλεφωνητή της Λίντα ­ διοχετεύονται μέσα από χιλιάδες μετασχηματισμούς ηχητικών ταλαντώσεων, χωρίς τη συνήθη ­ επισφαλή ­ φόρτιση της προσωπικής επαφής.


Η τέχνη υποτάσσεται από νωρίς στην εφεύρεση του Μπελ. Μελωδικά, επίμονα, νευρωτικά, στοιχειωμένα «ντριν» ηχούν αδιάκοπα μέσα από σελίδες, καρέ, στίχους και πινέλα. Τα καντράν πηγαινοέρχονται αφηνιασμένα, ακουστικά σηκώνονται, αναμένουν και κλείνουν, αριθμοί σχηματίζονται πάνω σε πρόχειρα χαρτιά, πακέτα τσιγάρων και συνειδήσεις. Λίγοι αντιστέκονται στη γοητεία της δολοπλόκας συσκευής. Πάνω της χτίζονται και γκρεμίζονται ολόκληρα συστήματα ­ αστικής, υπεραστικής και ενίοτε διεθνούς ­ επικοινωνίας. Οι απανταχού ΟΤΕ του καλλιτεχνικού λόγου δεν σταματούν να δέχονται και να απορρίπτουν κλήσεις, προσαρμοζόμενοι στις εκάστοτε ­ τεχνολογικές και άλλες ­ εξελίξεις της τηλεφωνίας.


Ο Αλφρεντ Χίτσκοκ υπήρξε ένας από τους λίαν φανατικούς του είδους. Το δάχτυλο που σχηματίζει το γράμμα «Μ» πάνω στο καντράν μιας τηλεφωνικής συσκευής «ανοίγει» αριστοτεχνικά τους τίτλους της ταινίας «Τηλεφωνήσατε Ασφάλεια Αμέσου Δράσεως» (1954, «Dial Μ for Murder») και προετοιμάζει τον θεατή για τα αιμοχαρή μέσα επικοινωνίας που θα ακολουθήσουν (σ.σ. για τεχνικούς λόγους, ο σκηνοθέτης κατασκεύασε από μόνος του το εν λόγω δάχτυλο ­ το οποίο ήταν στην πραγματικότητα ξύλινο και υπερμέγεθες!). Οσο για την Γκρέις Κέλι και τον Τζον Γουίλιαμς, τους πρωταγωνιστές του φιλμ, αναγκάζονται να επωμιστούν το βάρος του «Μ» και να υποταχθούν στις ­ όχι και τόσο ευχάριστες ­ εκπλήξεις που τους επιφυλάσσει η φαινομενικά αθώα κλήση των τίτλων.


Μία ακόμη (διά χειρός Χόλιγουντ) τηλεφωνική συσκευή δίνει το δικό της δυναμικό παρών στο φιλμ «Στον ίσκιο του δολοφόνου» (1948, «Sorry, Wrong Number») του Ανατόλ Λίντβακ. Εδώ η κυρία Λεόνα Στίβενσον (Μπάρμπαρα Στάνγουικ), μια αυταρχική, ενίοτε παρανοϊκή, κλαψιάρα, υποχόνδρια και εν γένει ανυπόφορη κυρία, βρίσκει στο τηλέφωνο του κομοδίνου της τον μοναδικό της σύνδεσμο με τον έξω κόσμο. Αιτία της απομόνωσής της μια ψυχοσωματική ασθένεια που την έχει καθηλώσει στο κρεβάτι. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται μαζί με τις γραμμές και η δυστυχής αυτή κυρία ακούει τη συνδιάλεξη δύο επίδοξων δολοφόνων. Προσπαθώντας να ανατρέψει τα σχέδιά τους ­ και χωρίς ακόμη να ξέρει ποιο θα είναι το υποψήφιο θύμα ­, τηλεφωνεί στην αστυνομία και στην τηλεφωνική εταιρεία της περιοχής. Το «Με συγχωρείτε, λάθος νούμερο» ακούγεται στο τέλος του φιλμ: η ψυχρή φωνή του δολοφόνου που ετοιμάζεται να επιδοθεί στο προσφιλές του σπορ.


Μπορεί τα θρίλερ και οι ταινίες μυστηρίου να διεκδικούν τα πρωτεία στην κατηγορία «Τηλεφωνικές συνδιαλέξεις» ­ βλ. τηλεφωνητές με απειλητικά μηνύματα, εκβιασμοί, μεταμεσονύκτιες φάρσες και αρκετά εύγλωττες… σιωπές ­, όμως και τα λοιπά είδη της έβδομης τέχνης επιμένουν… τηλεφωνικά. Αντιπροσωπευτικά δείγματα βρίθουν στις ελληνικές κωμωδίες, όπου η οθόνη κατακερματίζεται κάθε τόσο προκειμένου να χωρέσει ταυτόχρονα και τους δύο συνομιλητές. Στο «Δεσποινίς Διευθυντής», η Τζένη Καρέζη δίνει ρεσιτάλ τηλεφωνικής σχιζοφρένειας, όταν συνομιλώντας με το κρυφό αντικείμενο του πόθου της, τον «κ. Σαμιωτάκη» (κατά κόσμον Αλέκο Αλεξανδράκη), αλλάζει σπασμωδικά τη φωνή της από τραχιά και στεντόρεια σε αισθαντική και… χαδιάρα. Η Αλίκη Βουγιουκλάκη πάλι είχε άλλες ­ περισσότερο υποχθόνιες ­ σχέσεις με τη συσκευή της: στην ταινία «Χτυποκάρδια στο θρανίο» έχει επανειλημμένως παράνομες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις με τον Γιώργο Κωνσταντίνου ­ τον δύστυχο φοιτητή που έχει αναλάβει να της παραδώσει ιδιαίτερα μαθήματα. Ο σύζυγός της επιμένει να εκλαμβάνει τα τηλεφωνήματα ως ερωτικά και η κατάσταση οδεύει από το κακό στο χειρότερο.


Πάντως το τηλεφωνικό φλερτ αλλά και το τηλεφωνικό σεξ ­ και μάλιστα στην πιο ωμή και κραυγαλέα μορφή του ­ παρελαύνουν συχνά χωρίς αναστολές και ενδοιασμούς. Στα «Στιγμιότυπα» του Ρόμπερτ Ολτμαν, μια νεαρή γυναίκα προσφέρει τις «γλωσσολογικές» υπηρεσίες της σε σωρεία πελατών, ενώ ταυτόχρονα επιτελεί τα μητρικά της καθήκοντα (σ.σ. αλλαγή πάνας μωρού, τάισμα με μπιμπερό κ.ο.κ). Συναφείς υπηρεσίες προσέφερε ­ για να έρθουμε λίγο και στα τηλεοπτικά δρώμενα ­ ο Παύλος Χαϊκάλης ως «ξανθιά, βιτσιόζα σκλάβα» στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους». Στη λογοτεχνία τα ίδια: στο «Βοξ» του Νίκολσον Μπέικερ, «μια νουβέλα για το τηλεφωνικό σεξ», ένα ζευγάρι εξαντλεί ­ με τη βοήθεια του ακουστικού και της ζωώδους φαντασίας του ­ μια τεράστια γκάμα σεξουαλικών φαντασιώσεων.


Η τέχνη βέβαια φρόντισε να ανιχνεύσει τα κενά επικοινωνίας που ήρθε να καλύψει το τηλέφωνο. Στο ποίημα «Stop all the clocks, cut off the telephone» («Σταματήστε τα ρολόγια, κόψτε το τηλέφωνο»), ο W.Η. Auden θρηνεί τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου (το εν λόγω ποίημα ακούγεται και στην κινηματογραφική ταινία «Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία»). Στο θεατρικό έργο «Το παιχνίδι της μοναξιάς», ο Ουίλιαμ Γκίμπσον παρουσιάζει το τηλέφωνο ως τη μοναδική σανίδα σωτηρίας σε έναν κόσμο χωρίς ανθρώπινη επαφή. «Τηλεφώνησα γιατί η μόνη γυναικεία φωνή, που έχω ακούσει ως τώρα σ’ αυτό το τηλέφωνο, είναι αυτή η γυναίκα ρομπότ που μας λέει την ώρα. Κοντεύω να τρελαθώ απ’ τη μοναξιά και τηλεφώνησα για να δημιουργήσω μια επαφή…», λέει ο Τζέρι, ο ένας εκ των πρωταγωνιστών του έργου, στην Γκιτλ, μια γυναίκα που γνώρισε τυχαία σε ένα πάρτι «ανάμεσα σε καμιά δεκαριά άγνωστες φάτσες».


Στην «Εβραία», ένα από τα διάσημα μονόπρακτά του, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ σκιαγραφεί το ζοφερό πορτρέτο της χιτλερικής Γερμανίας μέσα από την ιστορία μια νεαρής Εβραίας που αποφασίζει να εγκαταλείψει τον άντρα της για να τον σώσει από τη φυγή και τον εξευτελισμό. Η γυναίκα κάνει τέσσερα τηλεφωνήματα σε τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους, δίνοντας στον καθένα από μια διαφορετική δικαιολογία για την αιφνίδια αναχώρησή της: «Εδώ Ιουδήθ Κέιθ. Εσείς είστε, γιατρέ; ­ Καλησπέρα. Ηθελα μόνο να σας πω ότι θα πρέπει να βρείτε κάποιον άλλο για τέταρτο στο μπριτζ: ναι, φεύγω ταξίδι». «Εδώ Ιουδήθ Κέιθ. Μπορώ να μιλήσω με την κυρία Σεκ; ­ Λότε εσύ; ­ Ηθελα να σε αποχαιρετήσω βιαστικά… φεύγω για λίγο καιρό. ­ Οχι είμαι μια χαρά… μόνο για ν’ αλλάξω λίγο περιβάλλον». «Εσύ είσαι, Γερτρούδη; Εδώ Ιουδήθ. Με συγχωρείς που σε ενοχλώ… εγώ θα λείψω για ένα δύο μήνες…». «Αννα; Εδώ Ιουδήθ. Ακου, φεύγω αμέσως. ­ Οχι, πρέπει, τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα. ­ Πολύ δύσκολα!..».


Αλλά και η τηλεφωνική νεύρωση ­ αυτός ο χρόνιος εθισμός στα νούμερα του καντράν ­ αποτυπώνεται αρκετά γλαφυρά, αυτή την φορά στον κόσμο της όπερας. Ετσι στο «Τηλέφωνο» (1947) του Μενότι, οι επίμονες προτάσεις γάμου του Μπεν σκοντάφτουν στο «πάθος» της αγαπημένης του Λούσι για το τηλέφωνό της. Απογοητευμένος, παίρνει την απόφαση να επικοινωνήσει μαζί της μέσα από ένα γειτονικό τηλεοπτικό θάλαμο και… τα καταφέρνει. Διαφορετικής προσέγγισης αλλά πάντα με επίκεντρο το τηλέφωνο είναι το παραλήρημα της ηρωίδας μπροστά στο τέλος ενός έρωτα, στην «Ανθρώπινη Φωνή» του Πουλένκ (βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Ζαν Κοκτό).


Στον χώρο του πενταγράμμου το τηλέφωνο υποδύεται κατά κόρον τον ρόλο της προξενήτρας και γενικά του ερωτικού διαμεσολαβητή. Ολα ξεκίνησαν με το «έξι – οκτώ, έξι – οκτώ, τρία, πέντε επτά» και τα «να, να, να» της λαϊκής ιταλίδας αοιδού Ραφαέλα Καρά, που έκανε το ντεμπούτο του ­ και ελληνιστί ­ στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Δίπλα του τα αναρίθμητα άσματα της εντόπιας και της διεθνούς τηλεφωνίας: «Πάρε με στο τηλέφωνο, λιγάκι να τα πούμε» τραγουδάει ο Μανώλης Χιώτης, «Στο τηλεφώνου το κοχύλι» αποφαίνεται η Πόπη Αστεριάδη, «Gaston, le telephone qui sonne» από τον Δάκη, «Τηλεφωνώ, μπαίνω στη σκέψη σου» από την Κωνσταντίνα, «Αυτόματος τηλεφωνητής» από την Αρλέτα, «Ι just called to say Ι love you» του Στίβι Γουόντερ, «Call me» των Μπλόντι.


Είναι γεγονός: η σημειολογία του τηλεφώνου στον χώρο της τέχνης παραμένει ανεξάντλητη. Την αυτή άποψη φαίνεται να έχουν ο θανατοποινίτης στον χάρτινο «Ισοβίτη» του Αρκά (ο οποίος ζητάει από έναν ντετέκτιβ μια λίστα με τους εραστές της γυναίκας του και λαμβάνει έναν τηλεφωνικό κατάλογο!) αλλά και ο ανθρωποφάγος Χάνιμπαλ Λέκτερ στη βραβευμένη με Οσκαρ «Σιωπή των αμνών» που τηλεφωνεί για να δηλώσει: «Ι’ m having a friend for dinner» («Εχω ένα φίλο για φαγητό»).