Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος είχε αρνηθεί τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου προτού «προκύψει» ο φίλος του, Γιαν Φαμπρ, και όσα ακολούθησαν ως την παραίτηση του βέλγου καλλιτέχνη.
Κύριε Τερζόπουλε, έχετε προσωπική σχέση με τον Γιαν Φαμπρ. Ποια είναι η γνώμη σας για τον βέλγο καλλιτέχνη;
«Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη μεγάλη καλλιτεχνική αξία του Γιαν Φαμπρ. Είναι ένας αμφιλεγόμενος, ιδιοσυγκρασιακός καλλιτέχνης, μια εκρηκτική προσωπικότητα».
Πώς σας είχε φανεί η πρότασή του για το Φεστιβάλ;
«Δεν μου άρεσε καθόλου η απόφασή του να μην συμπεριλάβει τους έλληνες καλλιτέχνες. Οταν μιλάς για διαπολιτισμικότητα, αυτό δεν γίνεται με έναν φορέα. Γίνεται με έναν ακόμη. Δύο είναι οι συνομιλητές. Οταν αποκλείεις τον παρτενέρ, δεν υπάρχει διαπολιτισμικότητα. Είναι μια σόλο περφόρμανς. Επαιξε ρόλο ότι δεν είχε τον χρόνο να μελετήσει τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Η ιδέα του θα είχε ενδιαφέρον αν είχε παρτενέρ το ελληνικό θέατρο –και με τους παλαιότερους αλλά κυρίως με τους νέους».
Εχουν ευθύνη το ΥΠΠΟ και ο υπουργός;
«Φυσικά. Από τη μεριά του ελληνικού υπουργείου δεν έγινε η βασική κίνηση για τη δημιουργία ενός πλαισίου συνεργασίας. Επειδή ξέρω τον Φαμπρ αρκετά και πολλά χρόνια, πιστεύω ότι αν μια ελληνική καλλιτεχνική ομάδα του θεάτρου επεδίωκε να τον συναντήσει για μια συζήτηση θα είχε γίνει μια πρώτη θετική ζύμωση. Οπως και από τη μεριά του Φαμπρ αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, θα οδηγούσε σε κάτι πιο δημιουργικό. Θεωρώ όμως ότι το persona non grata που ειπώθηκε είχε μια υπερβολή».
Μετά την αποπομπή Λούκου σας είχε προταθεί η θέση…
«Πράγματι. Και αρνήθηκα. Οπως αρνήθηκα και οποιαδήποτε σχέση, συμβούλου ή μυστικοσυμβούλου, του Φαμπρ. Και άλλες θέσεις μού έχουν προταθεί κατά καιρούς και εδώ και στη Γερμανία και στη Ρωσία. Αρνήθηκα».
Γιατί;
«Γιατί ήθελα και θέλω να έχω την ελευθερία μου. Την οποία απέκτησα δουλεύοντας σκληρά, ελεύθερα και αυτόνομα. Είμαι μονομάχος. Δεν με ενδιαφέρει η συνεργασία μου με το κράτος και με οποιοδήποτε κράτος σε όλον τον κόσμο. Για κανέναν λόγο δεν μπαίνω σε μια τέτοια διαδικασία. Για εμένα το σημαντικό είναι να μπορεί το κράτος να αντιμετωπίσει έναν καλλιτέχνη σαν τον Φαμπρ».
Είστε δύσπιστος απέναντι στο ελληνικό κράτος;
«Πιστεύω ότι όποιος καλείται από το κράτος και προχωρεί, παρά τις χιλιάδες υποσχέσεις, πρέπει να ξέρει ότι το κράτος τού έχει έτοιμη τη φάκα με το τυράκι. Αλλά στην ίδια φάκα μπορεί να πέσει και το ίδιο το κράτος. Μα, αλήθεια, υπάρχει κράτος; Εγώ βιώνω το παρακράτος, την παραπαιδεία, την παραθρησκεία και υπό αυτή την έννοια μια τέχνη που είναι παρατέχνη… Κυνηγημένη. Δεν τους αφορούσε ποτέ τους πολιτικούς. Η Μελίνα ήταν η μόνη ευαισθητοποιημένη. Επίσης –και πρέπει να τα λέμε αυτά –ήταν πολύ ενδιαφέρουσα η θητεία του Χουβαρδά στο Εθνικό, όπως και του Λούκου στο Φεστιβάλ».
Σας έχει απογοητεύσει η αριστερή διακυβέρνηση;
«Προέρχομαι από την Αριστερά. Ομολογώ ότι σήμερα σοκάρομαι από την κατάντια, από την αδιανόητη κλοπή των συμβόλων, των ιδεών, των οραμάτων, των επιθυμιών, που εκποιήθηκαν με αυτόν τον τρόπο. Ολοι είναι πολιτικάντηδες. Ισως ήρθε η ώρα να δημιουργηθεί μια νέα αριστερή ιδέα ή καλύτερα μια νέα προοδευτική ιδέα. Με άλλους όρους, με άλλους τρόπους και με άλλους ανθρώπους. Ολες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις έχουν αποτύχει. Σήμερα όμως φτάσαμε στην καθολική αποτυχία. Αλλά μην ξεχνάμε ο πολιτικός είναι καθρέφτης του ψηφοφόρου του. Εχω απογοητευθεί από παντού».
Αλήθεια, σας εξέπληξε η παραίτηση του Φαμπρ;
«Δεν με εξέπληξε τίποτα. Ούτε η παραίτηση του Φαμπρ ούτε η μη παραίτηση του υπουργού. Θα περίμενα βέβαια να παραιτηθεί. Στην Ιαπωνία, σε μια αντίστοιχη περίπτωση, ο υπουργός θα είχε κάνει χαρακίρι».
Σας είχε προταθεί ένα Φεστιβάλ Επιδαύρου. Πιστεύετε στην αυτονομία του;
«Ναι, μου είχε προταθεί. Η Επίδαυρος θα έπρεπε από χρόνια να είναι αυτόνομη. Θα μπορούσε να είναι το κέντρο ζύμωσης και παρουσίασης παραστάσεων από την Ελλάδα και από όλον τον κόσμο, ένα κέντρο έρευνας. Η ιδέα του αρχαίου δράματος, που είναι η μεγαλύτερη θεατρική ιδέα στον κόσμο. Μετά είναι ο Σαίξπηρ. Αλλά και πάλι εγώ ο ίδιος σε αυτή την ηλικία και σε αυτή τη φάση δεν ήθελα καμία θέση. Δεν με ενδιαφέρει πια καμία θέση, καμία συνομιλία με το κράτος. Και έχω μεγαλώσει».
Φαντάζομαι ότι αντλείτε ενέργεια από τη δουλειά σας…
«Ναι. Πάνω σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και ένα πολύ συγκεκριμένο έργο. Εχω προτάσεις και επιλέγω αυτούς που είναι πιο κοντά μου και πιο πρόσφοροι οικονομικά, για να μπορώ να συντηρώ όλο αυτό που έχω φτιάξει. Παράλληλα ετοιμάζω και την επόμενη γενιά».
Λειτουργείτε σαν μια επιχείρηση;
«Μικρή. Που συντηρεί συνολικά δέκα ανθρώπους και τις οικογένειές τους. Αυτή είναι η πρώτη μου ευθύνη. Δεν έχω κάνει περικοπές. Και όλο αυτό μου δίνει δύναμη και χαρά».
Για να κάνετε τις παραστάσεις σας…
«Ταξιδεύω από τη μια άκρη του κόσμου στην άλλη, καθώς παραστάσεις μου συμμετέχουν σε φεστιβάλ ή παίζονται και εγώ τις παρακολουθώ κατά διαστήματα. Αυτή την εποχή παίζεται η «Αντιγόνη» στη Νέα Υόρκη. Παίζεται στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας το «Τέλος του παιχνιδιού», στο Αλεξαντρίνσκι οι «Βάκχες». Ετοιμάζω με την Ντεμίτοβα κάτι στη Ρωσία, όπως και τη «Μάνα κουράγιο» σε μια επικού μεγέθους παράσταση, πάλι στο Αλεξαντρίνσκι, κάτι σαν το Εθνικό Θέατρο της Ρωσίας. Του χρόνου θα κάνω εκεί τους «Δαιμονισμένους». Τέλος Απριλίου θα πάω στο Πεκίνο για τον «Αγαμέμνονα» ενώ στις αρχές Μαΐου γίνεται εκεί η παρουσίαση του βιβλίου μου, με τις αρχές της μεθόδου μου».
Μιλάτε για την «Επιστροφή του Διονύσου»;
«Ναι, που έχει μεταφραστεί ήδη σε δεκατέσσερις γλώσσες και γνωρίζει επιτυχία. Με αυτή την έννοια, ο ένας άξονας σκηνοθεσιών είναι οι παραστάσεις μεγάλης έκτασης. Θα κάνω τον Σεπτέμβριο στην Ταϊπέι, στην Ταϊβάν, μπροστά στο Μαυσωλείο, τις «Βάκχες» με είκοσι τυμπανιστές και εξήντα ηθοποιούς και χορευτές. Εχω παράλληλα μέσα στο 2016 πολλές περιοδείες στην Ευρώπη. Μα πάνω από όλα υπάρχει ένα πολύ ισχυρό εκπαιδευτικό πρόγραμμα σε πολλές χώρες. Κάθε Ιούλιο διδάσκω στην Αθήνα».
Σας έχει αποδεχθεί η Ελλάδα;
«Ενας κόσμος ναι. Με το πείραμα του «Aλάρμ», της «Δεσποινίδος Τζούλιας», πενταπλασιάστηκε ο αριθμός των θεατών μας. Για τον κόσμο του θεάτρου δεν μπορώ να το πω εγώ. Παίρνω πολλά μηνύματα από ηθοποιούς να συνεργαστούμε. Και προσβλέπω σε αυτό. Θα ήθελα να κάνουμε έναν Τσέχοφ μέσα στο 2018».

Αττις: 30 χρόνια
«“Aνκόρ”, μετά το “Aλάρμ” και το “Aμόρ”, για να γιορτάσουμε τα τριαντάχρονα του Αττις, τον προσεχή Νοέμβριο. Eίναι περίπου η ίδια αισθητική με τα προηγούμενα, αλλά με άλλο θέμα. Ετσι ολοκληρώνεται ένα τρίπτυχο, το οποίο του χρόνου θα παρουσιασθεί και στο μουσείο Πούσκιν της Μόσχας. Με τη Σοφία Χιλλ και τον Αντώνη Μυριαγκό, βασισμένο στο κείμενο του ποιητή Θωμά Τσαλαπάτη. Μέσα από την παράσταση θα περνούν τα τριάντα χρόνια του Αττις, λέγοντας Ανκόρ (κι άλλο) στην τρέλα, στο πάθος, στην αποτυχία, στην επιτυχία»…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ