Είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσει κανείς σήμερα πόσο σημαντική ήταν, πριν από 50 χρόνια, η κυκλοφορία του «Love me do» των Μπιτλς. Πώς αυτό το απλοϊκό τραγούδι με το χαρακτηριστικό ριφ της φυσαρμόνικας και τις παρηχήσεις του ου («love me do… Ι love you… always be true…») κατάφερε να αλλάξει τα πάντα –αν όχι να «εφεύρει» την ποπ κουλτούρα.
Μια απλή εικόνα της περιόδου: τα στούντιο ηχογράφησης είναι χώροι αποστειρωμένοι, ο δικτάτορας παραγωγός αποφασίζει τι ύφους και ποιου συνθέτη τραγούδι θα ερμηνεύσει ο τραγουδιστής ή το γκρουπ και ο ίδιος ο καλλιτέχνης να στέκει άβουλος, κινούμενος στα όρια του καθωσπρεπισμού: οι εικόνες του ρέμπελου Πρίσλεϊ στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μπορεί να ικανοποιούν τις ορέξεις των εφήβων, αλλά τρομάζουν τους γονείς.
Και έρχεται στις 5 Οκτωβρίου του 1962 αυτό το κουαρτέτο από το Λίβερπουλ, μέσα σε μια συγκυρία μαγικών στιγμών, να ανατρέψει τα πάντα. Με ένα τραγούδι. Σύμφωνα με τον μάνατζερ των Μπιτλς, Μπράιαν Επστάιν, το συγκρότημα είχε χτυπήσει τις πόρτες όλων των δισκογραφικών εταιρειών προτού καταλήξει στο μικρό label της Parlophone, το οποίο διηύθυνε ο Τζορτζ Μάρτιν, γνωστός για τις παραγωγές του σε κωμικά τραγούδια με τον Πίτερ Σέλερς και άλλους.
Ο Μάρτιν είδε κάτι σε αυτά τα παιδιά. Οχι τόσο σχετικά με το μουσικό ταλέντο τους. Είδε κάτι στην «προσωπικότητά» τους. Μιλάμε βέβαια για τη γνωστή τετράδα: Τζον Λένον, Πολ Μακ Κάρτνεϊ, Τζορτζ Χάρισον και στα ντραμς, στη θέση του προηγούμενου ντράμερ Πιτ Μπεστ, ο Ρίνγκο Σταρ. Ετσι, τον Σεπτέμβριο του 1962 οι Μπιτλς μπήκαν στα περίφημα στούντιο της ΕΜΙ Abbey Road προκειμένου να ηχογραφήσουν την πρώτη δική τους σύνθεση. Είχε προηγηθεί η παραγγελία του Μάρτιν τρεις μήνες πριν για μια διασκευή στη σύνθεση του Μιτς Μάρεϊ «How do you do it?», αλλά δεν ευδοκίμησε –αργότερα θα έφθανε στο Νο 1 των τσαρτς με την εκτέλεση των Gerry and the Peacemakers.
Ο ήχος της φυσαρμόνικας, φανερή επιρροή από το επιτυχημένο εκείνη την περίοδο τραγούδι του Αμερικανού Μπρους Τσάνελ «Hey baby», ήταν αυτό που έκανε αίσθηση στον Τζορτζ Μάρτιν. Τη φυσαρμόνικα την έπαιζε ο Τζον Λένον, ο οποίος είχε αγαπήσει το συγκεκριμένο πνευστό χάρη στον θείο του, Τζορτζ. Μάλιστα τη φυσαρμόνικα που ακούγεται στο «Love me do» ο Λένον την είχε κλέψει από ένα κατάστημα στο Αρνεμ της Ολλανδίας.
Ο Τζορτζ Μάρτιν πίστευε ακράδαντα ότι είχε στα χέρια του ένα Νο 1. Αυτή την πεποίθηση μετέφερε και στα μέλη του συγκροτήματος. Οταν τελικά κυκλοφόρησε το σινγκλ –και με ελάχιστο «σπρώξιμο» από την ΕΜΙ –έφθασε στο Νο 17 των βρετανικών καταλόγων: ο Τζορτζ Μάρτιν είχε παραγγείλει 10.000 αντίτυπα για το κατάστημά του στο Λίβερπουλ, λίγα από τα οποία κατάφερε να πουλήσει στην τοπική αγορά.
Πάντως εκείνη την εποχή έπαιζαν και άλλοι παράγοντες σημαντικό ρόλο. Οπως το ραδιόφωνο αλλά και οι μεγάλες αλυσίδες αιθουσών χορού στη Βρετανία, Mecca και Top Rank. Εκεί ήταν που έγινε το τραγούδι μέσα σε μια νύχτα μεγάλη επιτυχία. Ακολούθησε η εμφάνιση των Μπιτλς στη βρετανική τηλεόραση: φορώντας στενά κοστούμια με στρογγυλές λαιμοκόψεις και υιοθετώντας μια ιδιαίτερη κουπ, έδωσαν το έναυσμα για μια τεράστια αλλαγή στην ποπ κουλτούρα η οποία μέσα στους επόμενους μήνες θα σάρωνε τον πλανήτη σαν τυφώνας.
Μετά το «Love me do» ολόκληρη η μουσική βιομηχανία άρχισε να μεταμορφώνεται. Οι τραγουδιστές και τα συγκροτήματα αρχίζουν πλέον να γράφουν δικά τους τραγούδια –αντί να αναπαράγουν απλώς επιτυχίες από το «Great American Songbook», δηλαδή τις γνωστές επιτυχίες που ερμήνευαν οι κρούνερ. Αλλάζει επίσης η σχέση παραγωγού – καλλιτέχνη, με τον τελευταίο να γίνεται ουσιαστικά ισότιμος δημιουργός –χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Αντριου Ολντχαμ και οι Ρόλινγκ Στόουνς.
Τέλος, το στούντιο μεταμορφώνεται, από απρόσωπος χώρος, σε δεύτερο σπίτι του καλλιτέχνη ή του συγκροτήματος, αφού εκεί δημιουργεί και κάνει τις πρόβες του. Αυτό όμως που κυρίως κατανόησαν πρώτοι οι Μπιτλς, κάνοντάς το σαφές και στους υπόλοιπους, ήταν η σημασία της δημιουργικής εξέλιξης μέσα στο στούντιο και η ανάγκη του καλλιτέχνη να πειραματίζεται –στοιχείο που θα επεκτεινόταν και σε άλλα δημιουργικά πεδία κατά τη διάρκεια των 60s: από τη μόδα και τη φωτογραφία ως το ντιζάιν, το θέατρο και το σινεμά.
Για την Iστορία, το «Love me do» έφθασε στο Νο 1 των αμερικανικών τσαρτς το 1964, ενώ όταν επανακυκλοφόρησε το 1982 ανέβηκε ως το Νο 4. Για τα 50 χρόνια του είχε προγραμματιστεί μια επετειακή έκδοση, η οποία όμως δεν είδε ποτέ το φως, επειδή στα ντραμς του μάστερ δεν έπαιζε ο Ρίνγκο Σταρ αλλά ο Αντι Γουάιτ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ