Το προηγούμενο άρθρο ήταν αφιερωμένο στη Γαύδο, στη Σπιναλόγκα, στη Γραμπούσα και στο Ελαφονήσι. Στα τέσσερα από τα τριάντα τέσσερα νησιά της Κρήτης που είναι και τα πιο γνωστά στο ευρύ κοινό. Το δεύτερο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος στα νησιά της Κρήτης αφορά την Ψείρα, τον Μόχλο, την Ντία και το Κουφονήσι, που είναι όλα ακατοίκητα. Ο περιορισμένος χώρος αλλά και οι δυσκολίες στην εύρεση πληροφοριών για τα υπόλοιπα νησιά που περιβάλλουν την Κρήτη δυστυχώς κατέστησαν αναγκαία και αναπόφευκτη την επιλογή και παρουσίαση μέρους των νησιών αυτών και μάλιστα σε δύο άρθρα.


Σε καμία περίπτωση όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι 26 άλλοι «δορυφόροι» της Κρήτης [Αγιοι Θεόδωροι, Αγιοι Πάντες, Γαϊδουρονήσι, Διονυσάδες, Ψαροχάρακο, Αγία Βαρβάρα, Αγιο Πνεύμα, Ανώνυμα Νησίδια, Βρυονήσι, Γέρακας, Γράντες, Θέτις, Καβάλλοι, Λαζαρέτα, Μονοχάρακο, Παξιμάδια, Ποντικονήσι, Παπαδόπλακα, Μεγαλονήσι (στον όρμο Καλών Λιμένων), Μικρονήσι, Τράφος, Κολοκύθα, Πρασονήσι, Πεταλίδα, Μαράθι, Μεγαλονήσι (στον όρμο Φαλάσαρνας)] είναι ελάσσονος ιστορικής και αρχαιολογικής σημασίας. Αλλωστε μια τέτοια συλλογική παρουσίαση θα έπρεπε να είχε ήδη γίνει από το αρμόδιο υπουργείο Πολιτισμού.


Ψείρα Ενας πανάρχαιος οικισμός


H Ψείρα βρίσκεται στα βορειοανατολικά της Κρήτης, σε μικρή απόσταση από τα παράλιά της και έχει πάρει το όνομά της από το σχήμα του νησιού καθώς θυμίζει κατά πολύ το έντομο του οποίου και φέρει το όνομα. Στο νησί αυτό η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στην επιφάνεια έναν σπουδαίο οικισμό που τοποθετείται στην πρωτομινωική περίοδο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σ’ εκείνη την περίοδο ολόκληρη η μεγαλόνησος ήταν πυκνοκατοικημένη και εκτός των οικισμών και των πόλων που είχαν αναπτυχθεί στην ενδοχώρα και στα παράλια, σπουδαία κέντρα είχαν αναπτυχθεί επίσης και στα γύρω νησιά. Ενα τέτοιο κέντρο αναπτύχθηκε και στην Ψείρα.


Οι κάτοικοι της Ψείρας ήταν πλούσιοι ναυτικοί, έμποροι, ψαράδες και βιοτέχνες που ασχολούνταν με την επεξεργασία των σφουγγαριών και της πορφύρας. H ζωή στο νησί συνεχίστηκε μέχρι τη μεσομινωική περίοδο, οπότε και καταστρέφεται ολοκληρωτικά, όπως άλλωστε και ολόκληρος ο μινωικός πολιτισμός, πιθανότατα από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης.


Οι πρώτες ανασκαφές στην Ψείρα έγιναν το 1908 από τον αμερικανό αρχαιολόγο Richard Seager και συνεχίστηκαν το 1985 με ανασκαφικές εργασίες στον μινωικό οικισμό, στο νεκροταφείο καθώς και με επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα ολόκληρης της νήσου. Τα αρχαιολογικά ευρήματα της Ψείρας, κυρίως τα αγγεία, θεωρούνται από τα πιο αξιόλογα της μινωικής εποχής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα οικήματα που δίνουν πληροφορίες τόσο για τον τρόπο κατασκευής τους (κυρίως διώροφα, χτισμένα με ακανόνιστες πέτρες, με πατώματα από φυσικές πλάκες σχιστόλιθου) όσο και για τη λειτουργικότητά τους.


Μόχλος Σπουδαία ευρήματα


Ο Μόχλος είναι μια μικρή νησίδα που αναφέρεται σε βενετικούς χάρτες με την ονομασία Scoglio de muflo, ενώ οι ντόπιοι ακόμη και σήμερα το ονομάζουν Αγιο Νικόλαο από τη μικρή εκκλησία που βρίσκεται εκεί.


Υστερα από ανασκαφές που έγιναν το 1908 από τον αμερικανό αρχαιολόγο Seager αποκαλύφθηκαν οικισμοί της πρωτομινωικής, της μεσομινωικής και της υστερομινωικής περιόδου. Σε διάφορους τάφους βρέθηκαν σπουδαία αρχαιολογικά ευρήματα, όπως λίθινα αγγεία, αμφορείς, χρυσά διαδήματα, χάλκινα εγχειρίδια, κρυστάλλινα αντικείμενα καθώς και ένα θαυμάσιο δαχτυλίδι με παραστάσεις από τον κύκλο των θρησκευτικών δοξασιών των Μινωιτών.


Στην αρχαιότητα ο Μόχλος ήταν ένα σπουδαίο εμπορικό λιμάνι με οικονομική άνθηση. Σήμερα το χωριό Μόχλος είναι ένας νέος οικισμός που ανήκει στην κοινότητα Σητείας και βρίσκεται σε υψόμετρο 25 μέτρων. Μετά τις ανασκαφές στο νησί η περιοχή του Μόχλου άρχισε να αναπτύσσεται.


Ντία Το καταβυθισμένο λιμάνι


Σε απόσταση 12 ναυτικών μιλίων βορειοανατολικά από την πόλη του Ηρακλείου βρίσκεται η νήσος Ντία ή Δία. Για την προέλευση της ονομασίας του νησιού υπάρχουν διάφορες απόψεις. Αναφέρεται ότι η ονομασία Δία έχει σχέση με την κόρη του Μίνωα Αριάδνη την οποία ο Θησέας εγκατέλειψε στο νησί όταν επέστρεψε στην Αθήνα. Αλλοι πάλι σχετίζουν τη Δία με τα νησιά Διονυσάδες, που βρίσκονται BA της Κρήτης. Μια τρίτη άποψη θέλει να έχει πάρει το νησί το προσωνύμιο Δία της θεάς Αφροδίτης.


Την περίοδο 1974-1975 ο Ζακ Υβ Κουστώ πραγματοποίησε έρευνες στο νησί. Εκεί διαπιστώθηκε ότι υπάρχει ένα καταβυθισμένο λιμάνι της μινωικής εποχής, όπως αποδεικνύει το πλήθος των αμφορέων και των άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων που ανασύρθηκαν. Στη Δία επισημάνθηκαν αρχαίοι οικισμοί και απομεινάρια τειχών σε αρκετά μεγάλη έκταση. H ανασκαφή όμως βρίσκεται σε πολύ αρχικό στάδιο και έτσι δεν μπορούν να αντληθούν υπεύθυνες πληροφορίες για εκείνη την εποχή.


Ο Αχιλλέας Τάγαρης στην Εικονογραφημένη Ιστορία (τεύχ. 143, 1980) αναφέρει ότι το νησί ήταν κατάφυτο, με πλούσια δάση και κρυσταλλένιες πηγές. Τα δάση καταστράφηκαν για τη ναυπήγηση πλοίων, οι πηγές στέρεψαν, ενώ η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης γύρω στα 1450 π.X. έδωσε τέλος σε κάθε ίχνος ζωής της Δίας, καθώς τα τεράστια παλιρροϊκά κύματα σάρωσαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Από τότε το νησί έμεινε ακατοίκητο, ενώ σήμερα αποτελεί ελεγχόμενη κυνηγετική ζώνη.


Κουφονήσι Τα κτίσματα και το θέατρο της προμινωικής εποχής


Το Κουφονήσι βρίσκεται στα NA παράλια της Κρήτης. Στην αρχαιότητα το νησί ονομαζόταν Λεύκη και αποτελούσε το «μήλον της έριδος» μεταξύ της αρχαίας Ιεράπυτνας και της Ιτάνου εξαιτίας της μεγάλης στρατηγικής και εμπορικής του σημασίας.


Τα τελευταία χίλια χρόνια δεν υπάρχει καμία πληροφορία για την ύπαρξη οικισμού στο νησί, αλλά η αρχαιολογική σκαπάνη απέδειξε ότι κάτω από τη σιωπηλή άμμο που σκεπάζει το νησί, θυμίζοντας τοπίο αφρικανικής ερήμου, υπήρχε για αιώνες θαμμένη ολόκληρη πολιτεία. Μια πρώτη περιγραφή της πολιτείας αυτής έκανε στα μέσα του περασμένου αιώνα ο απεσταλμένος του αγγλικού Ναυαρχείου Spratt σε αποστολή του στην Κρήτη προκειμένου να χαρτογραφήσει τα παράλιά της. Εκεί αναφέρει ότι είδε αρχαία κτίσματα, όπως τον ναό στη νότια πλευρά του νησιού, κομμάτια από μαρμάρινο άγαλμα μεγάλων διαστάσεων, οικισμό στα βόρεια καθώς και πληθώρα δεξαμενών νερού στο κέντρο του νησιού.


Οι ανασκαφές στο Κουφονήσι, που άρχισαν το 1976 από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ανατολικής Κρήτης, ανέδειξαν εντυπωσιακά ευρήματα σε αυτό το βραχονήσι. Συγκεκριμένα, στη ΒΔ πλευρά του νησιού, απέναντι από το μικρό νησάκι Μάρμαρα, βρέθηκε ένα άριστα διαιρεμένο λίθινο θέατρο χωρητικότητας 1.000 ατόμων, ενώ στα NA του θεάτρου αποκαλύφθηκε ολόκληρος οικισμός. Μετά τις ανασκαφές στον οικισμό βρέθηκε έπαυλη από την οποία σώζονται οκτώ κύρια δωμάτια, μαγειρεία, οικιακό εργαστήριο για την κατεργασία της πορφύρας και δύο ξενώνες με δάπεδο από άσπρες και μαύρες ψηφίδες που σχηματίζουν γεωμετρικά σχέδια. Ο ναός που αναφέρει στην περιγραφή του ο Spratt, διαστάσεων 18X16, υπέστη μεγάλες καταστροφές το 1922 καθώς χρησιμοποιήθηκαν τα ίδια οικοδομικά υλικά για την κατασκευή του φάρου που απέχει μόλις πέντε μέτρα από την ανατολική στενή πλευρά του ναού που ήταν και η είσοδός του. Σε ό,τι δε έχει να κάνει με το μαρμάρινο άγαλμα της ελληνιστικής περιόδου, ύψους 2,50 μέτρων που παρίστανε θεότητα καθιστή σε θρόνο και αναφέρει ο άγγλος περιηγητής, σήμερα σώζεται μόνο το αριστερό τμήμα της λεκάνης και το δεξί πόδι από το πτυχωτό ένδυμα της μέσης μέχρι τον αστράγαλο.


Το Κουφονήσι σε όλη την έκτασή του είναι γεμάτο από κτίρια που χρονολογούνται από τα προμινωικά χρόνια ως και τα μεταβυζαντινά. Αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι κατά την αρχαιότητα το Κουφονήσι υπήρξε φημισμένο κέντρο αλιείας σπόγγων και επεξεργασίας της πορφύρας. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως στη δυτική ακτή υπάρχουν σπήλαια τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σαν εξωκκλήσια. Σε αυτά εντοπίστηκαν χαράγματα αγίων και λατινικές επιγραφές.


H Κρήτη αλλά και τα νησιά που την περιβάλλουν συνιστούν αναπόσπαστο κομμάτι όχι μόνο του ελληνικού αλλά και του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην Ανατολική Μεσόγειο. Ελπίζω πως τα δύο αυτά άρθρα θα αποτελέσουν εφαλτήριο για να στραφούν επιτέλους οι προβολείς του υπουργείου Πολιτισμού σε αυτό το τόσο σημαντικό κομμάτι της μεγαλονήσου, τα μέχρι σήμερα παραγκωνισμένα νησιά της.


Ο κ. Ιωάννης M. Βαρβιτσιώτης είναι τ. υπουργός και πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας «Κωνσταντίνος Καραμανλής».