Ο ναός της γνώσης





Η νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας που εγκαινιάστηκε την περασμένη Τετάρτη και ήδη άρχισε να λειτουργεί είναι πλέον μια πραγματικότητα και ένα σύμβολο συμφιλίωσης και ειρήνης σε μια περιοχή όπου τα τελευταία χρόνια οι λαοί υποφέρουν από πολλά δεινά. Ελπίζεται ότι, όπως στην αρχαιότητα, έτσι και τώρα η λειτουργία μιας βιβλιοθήκης ανοιχτής στη γνώση, την αρχαία και τη σύγχρονη, θα προσφέρει ένα πεδίο ανταλλαγής ιδεών σε όλον τον κόσμο. Τον τελευταίο καιρό ωστόσο έγινε πολύς λόγος για τη νέα Βιβλιοθήκη, το εντυπωσιακό της κτίριο και τη σύγχρονη τεχνολογία που θα χρησιμοποιηθεί, ενώ η αρχαία Βιβλιοθήκη ξεχάστηκε σκεπασμένη από την αχλύ του μύθου. Γι’ αυτό ίσως αξίζει να δούμε τι ήταν η αρχαία Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, το πρότυπο του σημερινού μεγάλου έργου.


Η νέα Βιβλιοθήκη δεν είναι αντίγραφο της παλιάς αλλά απλώς αναβίωση μιας ιδέας και ενός οράματος που υπήρξε το σύμβολο της πνευματικής κυριαρχίας του ελληνισμού στον τότε γνωστό κόσμο. Η Βιβλιοθήκη χτίστηκε μαζί με το Μουσείο επί Πτολεμαίου Α’ Σωτήρος στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και τα δύο ιδρύματα μαζί απέκτησαν παγκόσμια απήχηση ως κέντρα για την καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών. Χτίστηκαν στην περιοχή του Βρούχειου, όπου βρίσκονταν τα παλάτια των Πτολεμαίων, και σχεδόν αμέσως ανέλαβε τη διεύθυνση του Μουσείου ο Δημήτριος ο Φαληρεύς, μαθητής του Αριστοτέλη και περιπατητικός φιλόσοφος με διοικητική πείρα και έφεση στις τέχνες και στα γράμματα. Αυτός έθεσε τις βάσεις για τη λειτουργία του Μουσείου και τη συγκρότηση της Βιβλιοθήκης. Στη συνέχεια πολλοί σοφοί εκείνων των χρόνων ήλθαν στην Αλεξάνδρεια και ανέλαβαν βιβλιοθηκονόμοι.


Από την αρχή το Μουσείο υπήρξε ιερό των Μουσών και ταυτόχρονα ένα ίδρυμα ανωτάτης παιδείας όπου τα μέλη του μελετούσαν τα αρχαία κείμενα και συζητούσαν τα επιτεύγματα της επιστήμης. Γρήγορα συγκεντρώθηκαν τα μεγαλύτερα ονόματα επιστημόνων, ποιητών και φιλοσόφων, που έδωσαν νέα ώθηση στα γράμματα, στην ιατρική, στην αστρονομία, στα μαθηματικά και στη μηχανική, στη γεωγραφία. Παράλληλα λειτουργούσε η Βιβλιοθήκη, η οποία διέθετε στην εποχή της μεγάλης της ακμής 700.000 βιβλία. Η Βιβλιοθήκη εμπλουτίστηκε από τους Πτολεμαίους, που αγόρασαν έτοιμες βιβλιοθήκες και μεγάλες ιδιωτικές συλλογές βιβλίων, μεταξύ των οποίων και τη συλλογή του Αριστοτέλη. Φαίνεται μάλιστα ότι οι Πτολεμαίοι επέβαλαν την κατάσχεση όσων βιβλίων μετέφεραν τα πλοία που έδεναν στο λιμάνι τους, τα οποία αντέγραφαν ταχύτατα και επέστρεφαν τα αντίγραφα στα ξένα πλοία κρατώντας για τη Βιβλιοθήκη τα πρωτότυπα.


Ετσι η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας έγινε η πρώτη οικουμενική βιβλιοθήκη και το Μουσείο το πρώτο κέντρο ερευνών στις θεωρητικές και στις εφηρμοσμένες επιστήμες που διέθετε αστεροσκοπείο, διάφορα εργαστήρια και ζωολογικό κήπο με σπάνια ζώα. Στα μέλη του Μουσείου παρείχοντο πλήρης φιλοξενία και υψηλές αποδοχές ώστε να μπορούν να επιδίδονται απερίσπαστα στο έργο τους. Η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας δεν ήταν δημόσια, ήταν μια κλειστή βιβλιοθήκη μόνο για τα μέλη του Μουσείου. Είχε όμως και μια θυγατρική με λιγότερα βιβλία που βρισκόταν στον ναό του Σεράπιδος, στην οποία είχαν πρόσβαση όλοι.


Για την καταστροφή της Βιβλιοθήκης οι ιστορικοί δεν έχουν καταφέρει να συμφωνήσουν, ενώ ο διευθυντής της νέας Βιβλιοθήκης κ. Ισμαήλ Σεραγκελντίν αρνείται την άποψη ότι κάηκε από τους Αραβες οι οποίοι, σύμφωνα με μια παράδοση, έδωσαν τα βιβλία στα λουτρά της Αλεξάνδρειας για να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα. Οταν έφθασαν οι Αραβες στην Αλεξάνδρεια, υποστηρίζει, η Βιβλιοθήκη δεν υπήρχε και τα βιβλία είχαν χαθεί σταδιακά σε διάφορες πυρκαϊές και καταλήψεις της πόλης από τον στρατό των Ρωμαίων. Η πρώτη μεγάλη φωτιά τοποθετείται το 48 π.Χ., όταν ο Ιούλιος Καίσαρ πυρπόλησε τον αιγυπτιακό στόλο που ήταν αγκυροβολημένος στο λιμάνι μπροστά από τη Βιβλιοθήκη. Από εκεί μεταδόθηκε η φωτιά και καταστράφηκαν χιλιάδες βιβλία και ένα τεράστιο μέρος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Εκτός από τις φωτιές όμως δεν πρέπει να αγνοηθεί και η φυσική φθορά ενός θεσμού που δημιουργήθηκε από τον ενθουσιασμό των πρώτων Πτολεμαίων αλλά με τον χρόνο πέρασε στην αδιαφορία των διαδόχων τους, ενώ θα πρέπει να συνέβαλαν και η αλλαγή του σχήματος των βιβλίων, η παρακμή της ελληνικής πνευματικής κυριαρχίας και της βιβλιοφιλίας.


Τα ίχνη της αρχαίας Βιβλιοθήκης δεν έχουν ακόμη βρεθεί και η νέα χτίστηκε σε ένα σημείο που πιστεύεται ότι είναι πολύ κοντά στη θέση της αρχαίας, ανάμεσα στο σύγχρονο Πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας και στη θάλασσα. Στο Πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας άλλωστε γεννήθηκε πριν από περίπου 25 χρόνια και η ιδέα για την αναβίωση της αρχαίας Βιβλιοθήκης. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 όμως ως σήμερα έχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι και έχουν αλλάξει οι θέσεις και τα αιτήματα του φοιτητικού κόσμου. Για τη στάση των φοιτητών απέναντι στη νέα Βιβλιοθήκη «Το Βήμα» ερώτησε τον κ. Σεραγκελντίν.


«Τον Οκτώβριο του 2001» είπε ο διευθυντής της Βιβλιοθήκης «ανοίξαμε δοκιμαστικά τη Βιβλιοθήκη για έναν μήνα. Είχαμε 200.000 επισκέπτες – περίπου 6.000-7000 επισκέπτες την ημέρα. Από αυτούς, το 80% ήταν φοιτητές και είδαμε ότι τους άρεσε η Βιβλιοθήκη. Οπως ξέρετε, εφέτος την άνοιξη έγιναν πολλές διαδηλώσεις στα πανεπιστήμια, χωρίς ωστόσο να διαπιστώσουμε ούτε μία φορά επιθετικότητα κατά της Βιβλιοθήκης, που είναι ένα πολύ ευαίσθητο κτίριο με πολύ γυαλί στις προσόψεις του και θα έφθανε μια πέτρα για να έχουμε καταστροφές».


Ενα άλλο ευαίσθητο σημείο όμως που ίσως δημιουργήσει πρόβλημα είναι η ελεύθερη διακίνηση και συγκέντρωση των βιβλίων. Για αυτό ο κ. Σεραγκελντίν είπε: «Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει πρόβλημα για να έχουμε οποιοδήποτε βιβλίο. Ισως ωστόσο υπάρχει ένα θέμα εστιάσεως στην επιλογή των βιβλίων. Αυτό όμως αντιμετωπίστηκε από το διοικητικό συμβούλιο της Βιβλιοθήκης με μια στρατηγική στόχων στη συγκέντρωση των βιβλίων ώστε με την πάροδο του χρόνου να μπορέσει να δημιουργηθεί μια πλήρης βιβλιοθήκη. Ετσι προς το παρόν ο πρώτος στόχος είναι η συγκέντρωση υλικού για την αρχαία Βιβλιοθήκη, για την Αλεξάνδρεια και την Αίγυπτο στην αρχαιότητα, κατόπιν για τη Μεσόγειο και τον Αραβικό κόσμο, την Αφρική και, τέλος, για τον υπόλοιπο κόσμο. Η συγκέντρωση γίνεται θεματικά και υπάρχουν τέσσερις θεματικές διαβαθμίσεις. Η πρώτη αφορά την επιστήμη και την τεχνολογία και τον κώδικα ηθικής τους. Ακολουθεί η δεύτερη για τις ανθρωπιστικές επιστήμες που θα επικεντρωθεί στην ιστορία και στις επιπτώσεις της στην τεχνολογία. Η τρίτη αφορά τα γράμματα και τις τέχνες και σε αυτή τη φάση θα υπάρξει ένα άνοιγμα στον σύγχρονο κόσμο με εκθέσεις και άλλες εκδηλώσεις που θα φιλοξενήσει η Βιβλιοθήκη. Αυτή η φάση πιστεύω ότι θα είναι πολύ ενδιαφέρουσα καθώς ο αραβικός κόσμος έχει βέβαια μια μεγάλη φιλολογική παράδοση αλλά δεν συμβαδίζει με τον υπόλοιπο κόσμο σε θέματα τέχνης και αρχιτεκτονικής. Το τέταρτο στάδιο, τέλος, θα είναι αφιερωμένο στην ανάπτυξη, θα εστιάζεται στους άξονες Βορρά – Νότου και Ανατολής – Δύσης και θα υποδιαιρείται στο νερό, στη θέση της γυναίκας στην ανάπτυξη και στο περιβάλλον».


Πάντως ο διευθυντής της Βιβλιοθήκης είναι αισιόδοξος και πιστεύει ότι το νέο απόκτημα της Αλεξάνδρειας αρέσει στους φοιτητές παρ’ όλο που μερικοί δεν είναι συνηθισμένοι στη χρήση σύγχρονων βιβλιοθηκών. «Νομίζω» καταλήγει «ότι θα είναι μια νέα εμπειρία που με την πάροδο του χρόνου θα γίνει εργαλείο για την ανταλλαγή ιδεών και θα βοηθήσει στο άνοιγμα της προσωπικότητάς τους».


Κέντρο διαλόγου των λαών της Μεσογείου


Η νέα Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας η οποία εγκαινιάστηκε την περασμένη Τετάρτη είναι ένα εντυπωσιακής συλλήψεως κτίριο που αντικρίζει τη θάλασσα. Μελετήθηκε από το αρχιτεκτονικό γραφείο Snohetta της Νορβηγίας, που ήλθε πρώτο στον διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, και κατασκευάστηκε σύμφωνα με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Οι 11 όροφοί του καλύπτουν συνολική επιφάνεια 85.405 τ.μ. και έχει ύψος 33 μέτρων. Εκτός της κυρίως Βιβλιοθήκης υπάρχουν Παιδική Βιβλιοθήκη, Βιβλιοθήκη Τυφλών, Πλανητάριο, Μουσείο Επιστημών, Μουσείο Καλλιγραφίας και Αρχαιολογικό Μουσείο της Αλεξάνδρειας, καθώς και εργαστήρια, εκθεσιακά κέντρα και χώροι πολλαπλών χρήσεων. Κατά τα εγκαίνια συγκεντρώνει 200.000 βιβλία που επιδιώκεται με τον καιρό να φθάσουν τα οκτώ εκατομμύρια. Εχει στόχο να λειτουργήσει ως κέντρο διαλόγου και προβληματισμού μεταξύ των λαών της Μεσογείου, της Ανατολής και της Δύσης. Μέσω Διαδικτύου συνδέεται με μεγάλα ερευνητικά κέντρα και βιβλιοθήκες στον κόσμο. Εχει τεθεί υπό την αιγίδα της UNESCO, ενώ στη δημιουργία της συνέβαλαν πολλές αραβικές χώρες και χώρες από τον υπόλοιπο κόσμο, άλλες οικονομικά και άλλες με δωρεές βιβλίων και χειρογράφων. Η ελληνική συμβολή αφορά στο Αρχαιολογικό Μουσείο και προήλθε από το υπουργείο Πολιτισμού, το Ιδρυμα Ιωάννου Κωστόπουλου, την Υπηρεσία Διεθνών Αναπτυξιακών Σχέσεων του υπουργείου Εξωτερικών και την Εθνική Τράπεζα. Το διοικητικό συμβούλιο της Βιβλιοθήκης αποτελείται από προσωπικότητες διεθνούς κύρους, έχει πρόεδρο την κυρία Σουζάνα Μουμπάρακ, σύζυγο του Προέδρου της Αιγύπτου, και μόνη ελληνίδα μέλος είναι η πρέσβειρα Καλής Θελήσεως της UNESCO κυρία Μαριάννα Βαρδινογιάννη.