Ο επαναπατρισμός πριν από λίγο καιρό στην Ελλάδα του Συναξαρίου του μοναχού Εφραίμ, ενός σπάνιου χειρογράφου του 13ου αιώνα που εκλάπη πριν από 85 χρόνια από την Ιερά Μονή της Εικοσιφοίνισσας, όπως επίσης και η επιστροφή από τις βουλγαρικές αρχές στο Αγιον Ορος τον Ιανουάριο του 1998 της χειρόγραφης «Ιστορίας» που ο μοναχός Παΐσιος συνέγραψε πριν από δυόμισι περίπου αιώνες, η οποία είχε κλαπεί την περίοδο του καθεστώτος Ζίβκοφ από πράκτορες των βουλγαρικών μυστικών υπηρεσιών, ανοίγει ενδεχομένως τον δρόμο για να επιστρέψουν στη χώρα μας και τα «Ελγίνεια της Μακεδονίας»: δηλαδή οι σπάνιοι και ανεκτίμητοι θησαυροί των Μονών Εικοσιφοίνισσας του Παγγαίου και Τιμίου Προδρόμου Σερρών, που στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και στα μαύρα χρόνια της τριπλής γερμανο-ιταλο-βουλγαρικής κατοχής λεηλατήθηκαν από βούλγαρους στρατιώτες. Το τελευταίο διάστημα έγιναν σε επίσημο κρατικό και κυβερνητικό επίπεδο αλλά και διά της διπλωματικής οδού πολλές ενέργειες προς το βουλγαρικό κράτος προκειμένου να επαναπατρισθεί το Ευαγγέλιο των «εννέα οκάδων» και ο υπόλοιπος ανεκτίμητος εθνικός θησαυρός σε μεσαιωνικούς χειρόγραφους κώδικες και σε άλλα ιερά κειμήλια που αφαιρέθηκε βίαια από τα δύο αυτά βυζαντινά μοναστήρια.


Το Συναξάριο του μοναχού Εφραίμ, το σπάνιο ελληνικό χειρόγραφο που εντοπίστηκε στη Γερμανία, σε οίκο δημοπρασιών του Μονάχου, και αποκτήθηκε από το ελληνικό κράτος χάρη στις συντονισμένες ενέργειες του υπουργού Πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου, χρονολογείται από τα τέλη του 13ου – αρχές του 14ου αιώνα. Πρόκειται δε για ένα Εξαμηνιαίο Συναξάριο που είχε γραφεί από τον μοναχό Εφραίμ.


Οπως περιέγραψε ο κ. Ευ. Βενιζέλος, το υπουργείο Πολιτισμού, όταν εντόπισε το χειρόγραφο στον οίκο δημοπρασιών, προέβη σε μια διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων ώστε να απαγορευθεί η δημοπράτησή του, η οποία θα αύξανε και την τιμή του. «Ετσι αναγκάστηκε ο οίκος να το πουλήσει στο ελληνικό Δημόσιο με την τιμή εκκίνησης. Ο οίκος δημοπρασιών ήταν νόμιμος κάτοχος και έτσι δεν μπορούσε να κινηθεί μια διαδικασία κατάσχεσης, όπως είχε συμβεί με άλλα αρχαία αντικείμενα, γιατί υπήρχε νόμιμος κατοχή πολλών ετών. Ετσι, το καλύτερο που μπορούσε να γίνει ήταν η αγορά στη μικρότερη δυνατή τιμή, κάτι το οποίο έχουμε κάνει και σε άλλες περιπτώσεις με αρχαία αντικείμενα, πολύ παλαιότερα του 13ου αιώνα» είπε ο υπουργός Πολιτισμού.


Το σπάνιο Συναξάριο, όπως εξήγησε ο καθηγητής Βασίλειος Ατσαλος που το εξέτασε, είναι γραμμένο σε περγαμηνή καλής ποιότητας, σε δύο στήλες, με μελάνη κόκκινη για τους τίτλους και μαύρη για το κείμενο. Η αξία του, εκτός των άλλων, έγκειται στο γεγονός ότι προέρχεται από την πραγματικά πολύπαθη Ιερά Μονή της Παναγίας του Παγγαίου, της γνωστής ως Εικοσιφοίνισσας. Το ότι το χειρόγραφο προέρχεται από τα κλεμμένα από το Μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας κειμήλια προκύπτει από δύο κτητορικά σημειώματα που βρίσκονται στις σελίδες του Συναξαρίου.


Το όνομα του ρόδου


Η υπόθεση είναι λίγο-πολύ γνωστή: Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Ανατολική Μακεδονία βρέθηκε πρόσκαιρα υπό βουλγαρική κατοχή, βούλγαροι στρατιώτες επέδραμαν στην Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, λίγα μόλις χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης των Σερρών, και στο Μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας, στα όρια των Νομών Σερρών και Καβάλας, στους πρόποδες του Παγγαίου όρους. Οι ιερόσυλοι επιδρομείς, εκτός των χρυσών και ασημένιων αντικειμένων που λεηλάτησαν, πήραν μαζί τους φεύγοντας και έναν ανεκτίμητο θησαυρό από βυζαντινούς και μεσαιωνικούς χειρόγραφους κώδικες και άλλα ιερά κειμήλια.


Συνολικά εκλάπησαν 691 τουλάχιστον χειρόγραφοι κώδικες, από τους οποίους οι 261 αφαιρέθηκαν από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου (100 χειρόγραφα σε μεμβράνη και 161 σε χαρτί) και άλλοι 430 (οι 160 σε μεμβράνη) από τη Μονή Εικοσιφοίνισσας.


Μετά τη λήξη του πολέμου και με βάση τη συμφωνία του Νεϊγύ επεστράφησαν μόνο 259 χειρόγραφοι κώδικες, οι οποίοι φυλάσσονται σήμερα στην Αθήνα, στην Εθνική Βιβλιοθήκη, πέντε δε από αυτούς βρίσκονται στο Βυζαντινό Μουσείο. Για τα υπόλοιπα σπάνια χειρόγραφα είχε ριχθεί επί επτά δεκαετίες πέπλος σιωπής από την επίσημη Βουλγαρία, η οποία ισχυριζόταν ότι δεν κατείχε άλλα από εκείνα τα λεηλατημένα ιστορικά κειμήλια και χειρόγραφα. Νέα λεηλασία υπέστησαν οι δύο μονές την περίοδο 1941-1944, όταν η Ανατολική Μακεδονία είχε παραχωρηθεί από τους γερμανούς κατακτητές στους συμμάχους τους βούλγαρους φασίστες του βασιλιά Βόρις.


Εκτοτε το θέμα των κλεμμένων θησαυρών, μεταξύ των οποίων, όπως προαναφέραμε, και το Ευαγγέλιο των «εννέα οκάδων», γραμμένο διά χειρός του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού, είχε σχεδόν αρχίσει να ξεχνιέται. Και μόλις μετά τη μεταπολίτευση του 1974 άρχισαν να γίνονται κάποιες προσπάθειες για την επιστροφή των κωδίκων, με πρωτοβουλία του αείμνηστου ακαδημαϊκού και καθηγητή της Νεότερης Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Λίνου Πολίτη. Ο οποίος είχε παθολογική αγάπη για τα ιστορικά χειρόγραφα λόγω της εργασίας του την περίοδο 1929-1943 ως επιμελητής χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης και αργότερα το διάστημα 1945-1948 ως διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης.


Το χρονικό


Για την αγάπη αυτή του Λίνου Πολίτη προς τους λεηλατημένους θησαυρούς των δύο μονών μάς μίλησε ο καθηγητής Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος, πρόεδρος της Εταιρείας Σλαβικών Μελετών, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος επιστήμονας που συστηματικά ασχολήθηκε με τον επαναπατρισμό των χειρογράφων.


«Στο θέμα των χειρογράφων των δύο μονών που ως τότε μου ήταν εντελώς άγνωστο» λέει ο κ. Ταχιάος «με μύησε ο αείμνηστος Λίνος Πολίτης, ο οποίος στις αρχές του 1976 μου ζήτησε, σε ένα από τα τακτικά μου ταξίδια στη Βουλγαρία, να διερευνήσω την ύπαρξη ή όχι των κειμηλίων αυτών. Ο ίδιος είχε παλαιότερα υποβάλει σχετική έκθεση στον ακαδημαϊκό Δ. Ζακυνθηνό για να λάβει μέσω αυτού γνώση του πράγματος και η Ακαδημία Αθηνών. Μου είχε πει μάλιστα ο Λ. Πολίτης ότι στις ενέργειές του τον είχε παροτρύνει και ο αείμνηστος Marcel Richard, ο διακεκριμένος ειδικός στα ελληνικά χειρόγραφα επιστήμονας, ο οποίος τα μελετούσε για λογαριασμό του Εθνικού Κέντρου Ερευνών της Γαλλίας.


Ετσι, κατά το ταξίδι μου στη Σόφια μεταξύ 8 και 12 Οκτωβρίου 1976 συνάντησα τους καλύτερους τότε βούλγαρους ειδικούς στα ελληνικά χειρόγραφα, τους αείμνηστους Μάνιο Στογιάνοφ και Χρίστο Κόντοφ, στους οποίους μίλησα για τα κλεμμένα χειρόγραφα και ρώτησα αν γνωρίζουν πού βρίσκονται. Και οι δύο με άκουσαν με αμηχανία και δήλωσαν παντελή άγνοια, απόρησαν μάλιστα πώς μπορούσα εγώ να γνωρίζω κάτι γι’ αυτά, ενώ οι ίδιοι, αν και τα χειρόγραφα ήταν αντικείμενο της επιστημονικής τους μελέτης, τα αγνοούσαν. Και είμαι βέβαιος ότι η αντίδρασή τους ήταν εντελώς αυθόρμητη και ειλικρινής.


Μετά την επιστροφή μου στη Θεσσαλονίκη, ανέφερα στον Λ. Πολίτη τις συνομιλίες μου με τους δύο σοβαρούς βούλγαρους επιστήμονες. Και ύστερα από συζήτηση δέχτηκε ο Πολίτης να μεταβούμε μαζί στη Βουλγαρία και να τον φέρω σε επαφή με υψηλό πρόσωπο, στο οποίο θα εκθέταμε το θέμα. Ετσι και έγινε. Προκάλεσα για λογαριασμό του μια πρόσκληση σε συμπόσιο σχετικό με την παλαιογραφία και στις 24 Νοεμβρίου 1976 αναχωρήσαμε με το αυτοκίνητό μου για τη Σόφια. Δύο ημέρες αργότερα ήμασταν καλεσμένοι σε γεύμα του τότε υπουργού Πολιτισμού κ. Αλεξάντρ Φολ, διακεκριμένου ιστορικού και καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Κατά τη διάρκεια του γεύματος ο Πολίτης και ο Φολ συζήτησαν με τα ωραία γαλλικά τους το θέμα, ο υπουργός όμως δήλωσε άγνοια. Μάλιστα το πρόσωπό του σκοτείνιασε λίγο, ίσως γιατί αναλογίστηκε σε τι περιπλοκές θα εμπλεκόταν η Βουλγαρία με την ενδεχόμενη αποκάλυψη των χειρογράφων αυτών. Από τη συζήτησή μας δημιουργήθηκε η βεβαιότητα ότι ο κ. Φολ ήταν απόλυτα ειλικρινής στη διαβεβαίωσή του ότι αγνοεί το θέμα.


Πέρασε καιρός από την ενέργειά μας εκείνη και καθώς ο μακαρίτης Λ. Πολίτης με κέντριζε διαρκώς να μην παραμελήσω το σπουδαίο αυτό ζήτημα, στο οποίο αυτός με είχε εμπλέξει, ενοχλούσα κι εγώ κατά καιρούς βούλγαρους αρμοδίους και έπαιρνα μονίμως την απάντηση ότι οι έρευνες συνεχίζονται στη Σόφια, χωρίς όμως να έχουν εντοπιστεί τα χειρόγραφα.


Το αίτημα


Στο μεταξύ ο Πολίτης με τη ζωτικότητα και την ενεργητικότητα που τον χαρακτήριζαν αποτάθηκε και στο δικό μας υπουργείο Εξωτερικών, από το οποίο με επιμονή ζήτησε παρέμβασή του στο θέμα. Και σαν να μην έφταναν οι σκοτούρες στις οποίες, Θεός σχωρέσ’ τον, με είχε βάλει, προστέθηκε και μία ακόμη: το υπουργείο Εξωτερικών μου ζήτησε το 1984 να θέσω σε βούλγαρο ημιεπίσημο παράγοντα το αίτημα της επιστροφής, πράγμα που έκανα· και τον Οκτώβριο του 1985, κατά την παραμονή μου στη Σόφια, πήρα από το πρόσωπο αυτό την οριστική και αμετάκλητη απάντηση ότι τα κλεμμένα χειρόγραφα που δεν επιστράφηκαν έχουν μεν ανακαλυφθεί, δεν πρόκειται όμως με κανέναν τρόπο να αποδοθούν στην Ελλάδα. Μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα έσπευσα να καταστήσω γνωστή στο υπουργείο Εξωτερικών τη βουλγαρική απάντηση και από τότε δεν ασχολήθηκα με το θέμα. Στη συνέχεια δε το θέμα πέρασε σε πολύ υψηλά πρόσωπα. Και όπως γράφηκε παλαιότερα στον Τύπο, το θέμα το έθεσαν επίσημα προς τη βουλγαρική πλευρά οι κκ. Χρ. Σαρτζετάκης, Κ. Παπούλιας και Στ. Παπαθεμελής».


Η τύχη των θησαυρών


Ο καθηγητής Β. Ατσαλος, μιλώντας στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Βυζαντινό Μουσείο Θεσσαλονίκης για την επιστροφή του Συναξαρίου, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι τα περισσότερα από τα κλεμμένα σπάνια χειρόγραφα βρίσκονται στη Βουλγαρία, στο ίδρυμα «Ντούιτσεφ» ή αλλού. Από τα συνολικά 430 χειρόγραφα που είχαν κλαπεί από τη Μονή της Εικοσιφοίνισσας τα περισσότερα βρίσκονται στο Κέντρο «Ντούιτσεφ», άλλα 43 είναι διασκορπισμένα ανά τον κόσμο (έχουν εντοπισθεί σε Βιέννη, Αμστερνταμ, Ουψάλα, Πράγα, Κέιμπριτζ, Νέα Υόρκη κ.α.) και περί τα 100 αγνοούνται. «Πιστεύουμε ότι ένα μεγάλο μέρος βρίσκεται σε βουλγαρικά χέρια και περιμένουμε ότι θα εμφανιστούν σύντομα προς πώληση και άλλα σπάνια χειρόγραφα» είπε ο καθηγητής Β. Ατσαλος.


Η μεγάλη αποκάλυψη


Εδώ τελειώνει η εξιστόρηση του καθηγητή Αντώνιου-Αιμίλιου Ταχιάου για τις πρώτες ενέργειες που έγιναν μετά τη μεταπολίτευση προς τη βουλγαρική πλευρά στο θέμα της επιστροφής των κλεμμένων θησαυρών της Εικοσιφοίνισσας και του Τιμίου Προδρόμου. Η ιστορία είναι στη συνέχεια γνωστή: Τα κλεμμένα και στη συνέχεια εξαφανισμένα χειρόγραφα κάθε τόσο εμφανίζονταν μεμονωμένα σε κάποιο πανεπιστήμιο ή βιβλιοθήκη της Ευρώπης και της Αμερικής, πολλές φορές δε και σε παλαιοπωλεία. Σε μία μόνο περίπτωση, το 1987, η Ελλάδα αγόρασε ένα χειρόγραφο Ευαγγέλιο που προερχόταν από τη Μονή Εικοσιφοίνισσας σε πλειστηριασμό έναντι 30.000 στερλινών στον λονδρέζικο οίκο Sotheby’s. Τον επόμενο χρόνο, το 1988, σε μια έκθεση χειρογράφων που διοργανώθηκε στη Σόφια από το Κέντρο Σλαβοβυζαντινών Σπουδών «Ιβάν Ντούιτσεφ», παρουσιάστηκαν και 63 ελληνικά χειρόγραφα.


Τελικά, η μεγάλη αποκάλυψη ήρθε στις 22 Αυγούστου 1990, όταν στη διάρκεια διεθνούς επιστημονικής συνάντησης που διοργανώθηκε στο Κέντρο «Ντούιτσεφ» παρουσιάστηκαν τα θεωρούμενα «χαμένα» χειρόγραφα των Μονών Εικοσιφοίνισσας και Τιμίου Προδρόμου. Και όπως έγραφαν τότε επιστρέφοντας από τη συνάντηση σε κοινό τους άρθρο στο «Βήμα» οι καθηγητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Β. Ατσαλος, Β. Κατσαρός και Χ. Παπαστάθης, οι οποίοι παρακολούθησαν τις εργασίες της, τα χειρόγραφα που παρουσίασαν οι Βούλγαροι είναι 418 και βρίσκονται σε ικανοποιητική κατάσταση. Στο ίδιο άρθρο οι τρεις καθηγητές σημείωναν με έμφαση ότι «η αυτοψία έδειξε πως τα σημειώματα είναι όντως πολλά και ενδιαφέροντα, παράλληλα όμως διαπιστώθηκε ότι πολλά από αυτά, που συνήθως βρίσκονται στην αρχή ή στο τέλος των χειρογράφων, είχαν σβηστεί. Αλλοτε είχαν κοπεί τα φύλλα που τα περιείχαν, προφανώς για να εξαφανιστούν – για διάφορους λόγους – στοιχεία ταυτότητας των χειρογράφων. Η απώλεια αυτή είναι και η πιο σημαντική». Πάντως, όπως και να έχουν τα πράγματα, αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι να ενταθούν οι προσπάθειες της ελληνικής πλευράς για την επιστροφή των λεηλατημένων θησαυρών των δύο μονών. Και όπως τόνιζαν οι τρεις καθηγητές μετά την επιστροφή τους από τη διεθνή συνάντηση της Σόφιας, όπου έγινε για πρώτη φορά και η αποκάλυψη για την ύπαρξη των κωδίκων: «Ελπίζουμε και ευχόμαστε οι κυβερνήσεις των δύο χωρών, στο πλαίσιο καλής γειτονίας, φιλικών σχέσεων και πνευματικών ανταλλαγών που διατηρούν, να μπορέσουν να ρυθμίσουν το θέμα κατά τον δυνατόν καλύτερο τρόπο, ώστε να αρθεί η εκκρεμότητα που υπήρχε και να δοθεί η δυνατότητα στους επιστήμονες όλου του κόσμου και ειδικότερα στους έλληνες να μελετήσουν απερίσπαστα και άνετα τις πηγές αυτές, που αποτελούν μάρτυρες της ιστορίας του ελληνικού πολιτισμού».