Το Ολοκαύτωμα των εβραίων είναι οδυνηρά παρόν στη μνήμη μας. Δεκάδες νεοναζιστικοί δικτυακοί τόποι απαλείφονται από την ιντερνετική πύλη Yahoo!, η σημαία με τη σβάστικα όμως ανεμίζει. Στο Στρασβούργο η έκθεση «Το Ολοκαύτωμα των ελλήνων εβραίων» παρεμποδίστηκε από ακροδεξιούς πολιτικούς. Ηδη η γερμανική κυβέρνηση μελετά την απαγόρευση ακροδεξιών διαδηλώσεων στο κέντρο του Βερολίνου. Η εκπομπή του Χρήστου Τσανάκα «Οι Απαγορευμένοι του Τρίτου Ράιχ» έχει λοιπόν κάθε λόγο να αποτίει σήμερα φόρο τιμής στους συνθέτες που, αν δεν εξοντώνονταν από τους χιτλερικούς, ίσως άλλαζαν την Ιστορία της μουσικής.



Ούτε η ανάγνωση σπουδαίων μυθιστορημάτων ή ποιητικών έργων ούτε η μουσική, η ζωγραφική ή η φιλοσοφία κατάφεραν να αποτρέψουν την πλήρη βαρβαρότητα μέσα στον 20ό αιώνα, τη «λαμπρή» εποχή των επαναστατικών ιδεών, των επιστημονικών ανακαλύψεων και των διαστημικών κατακτήσεων. Μάλιστα συνέβη το εξής ανησυχητικό: συχνά η τέχνη έγινε ο διάκοσμος, η επικάλυψη, το όμορφο πλαίσιο της φρίκης. Οπως έχει σχολιάσει πικρά ο στοχαστής Τζορτζ Στάινερ: «Ο κύριος Γκίζεκινγκ ερμήνευε Κλοντ Ντεμπυσί με άψογη τεχνική τη στιγμή που έξω από το παράθυρό του ακούγονταν οι κραυγές εκείνων που περνούσαν έγκλειστοι στα τρένα διά μέσου του Μονάχου, καθ’ οδόν προς το Νταχάου».


Δυστυχώς γνωρίζουμε πια καλά ­ και αυτό δεν πρέπει να το ξεχάσουμε ποτέ ­ ότι είναι δυνατόν να διαβάζει κανείς Γκαίτε ή Ρίλκε, να παίζει Μπαχ ή Σούμπερτ, απολαμβάνοντας το ψυχικό μεγαλείο του ευρωπαϊκού πνεύματος σε όλη του τη γενναιοδωρία, και την επομένη το πρωί να συνεχίζει ελαφρά τη καρδία το φριχτό του έργο σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, οδηγώντας ανθρώπους σε θαλάμους αερίων, αίθουσες βασανιστηρίων και κρεματόρια. Η επιχείρηση θάνατος είχε εκατοντάδες επώνυμους και ανώνυμους υπαλλήλους στην Τρεμπλίνκα, στο Αουσβιτς και στα άλλα στρατόπεδα εξόντωσης. Είχε επίσης στην υπηρεσία της το υπουργείο Προπαγάνδας του Γκέμπελς. Στα πολεμικά ντοκυμαντέρ του Καρλ Ρίτερ, οι «Βαλκυρίες» του Ρίχαρντ Βάγκνερ ευλογούσαν την κάθετη εφόρμηση των Στούκας.


Η Λένι Ρίφενσταλ προτιμούσε στα δικά της φιλμ Μπετόβεν και Βάγκνερ διά χειρός Χέρμπερτ φον Κάραγιαν ή τη στιλπνή και ιλιγγιώδη μουσική του Ρίχαρντ Στράους. Ευφυής συνθέτης ο Στράους διετέλεσε πρώτος πρόεδρος του Μουσικού Επιμελητηρίου του Ράιχ, συνέθεσε τον ύμνο των χιτλερικών Ολυμπιακών Αγώνων και εισήλθε στο πάνθεον των γερμανών ηρώων χαρίζοντας την ψυχή του στη χιτλερική προπαγάνδα.


Ανάμεσα σε όσους προώθησαν την καριέρα τους υιοθετώντας μια ευνοϊκή στάση απέναντι στο ναζιστικό καθεστώς ήταν οι μαέστροι Καρλ Μπεμ και Κλέμενς Κράους, οι πιανίστες Βίλχελμ Μπάκχαουζ και Ελι Νέι, ο συνθέτης Χανς Πφίτσνερ, καθώς επίσης δεκάδες διαπρεπείς μουσικοί, συντελεστές των περίφημων λαϊκών κοντσέρτων και ρεσιτάλ της οργάνωσης Δύναμη Μέσω της Χαράς.


Πολλοί άλλοι ακολούθησαν το παράδειγμά τους. Οσοι δεν το έκαναν γρήγορα έμειναν άνεργοι ή, ακόμη χειρότερα, προσεύχονταν να περιληφθούν και αυτοί σε κάποια «λίστα του Σίντλερ», μήπως και γλιτώσουν από τους μαυροφορεμένους δαίμονες με τις νεκροκεφαλές ως επίσημο έμβλημα, καρφιτσωμένες πάνω στις γυαλιστερές στολές τους. Ελέγχοντας όλα τα μέσα, συμπεριλαμβανομένων των πολιτιστικών εκδηλώσεων, οι ναζιστές δόξαζαν μια χώρα κατεστραμμένη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον καλπάζοντα πληθωρισμό της δεκαετίας του ’20, ως «πατρίδα του υψηλού, του ωραίου, του υγιούς και του αληθινού». Την ίδια στιγμή αυτή την «ιδανική πατρίδα» τη μεταμόρφωναν σε βασίλειο της τρομοκρατίας και της απολυταρχίας. Και τους Γερμανούς σε υπαλλήλους ενός ονείρου παγκόσμιας γερμανικής κατοχής, οι οποίοι όφειλαν να χειροκροτούν με υπερηφάνεια μπροστά στο ηχείο του ραδιοφώνου τους ή κάτω από τα στρατιωτικά μεγάφωνα.


Το έκαναν τελικά με όλη τους την καρδιά, περνώντας κατευθείαν από το αίσθημα ήττας και ταπείνωσης στη βαρβαρότητα του πιο κτηνώδους εφιάλτη. Ασφαλώς οι ιδεολογικές βάσεις του ναζισμού δεν γεννήθηκαν την ημέρα της ίδρυσης του Εθνικοσοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP), του οποίου ηγέτης αναδείχθηκε ο Χίτλερ. Ο παγγερμανισμός, ο αντιμπολσεβικισμός και ο αντισημιτισμός προηγούνται κατά πολύ του 1920. Σύμφωνα με τον Νόρμαν Κον, μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας, η ναζιστική φαντασίωση μιας παγκόσμιας εβραϊκής καταστροφικής συνωμοσίας στέκει σε πολύ μικρή απόσταση από τη μεσαιωνική δαιμονολογία.


Το πρόγραμμα εξόντωσης των εβραίων και άλλων ανεπιθύμητων μειονοτήτων (τσιγγάνοι, ομοφυλόφιλοι κ.ά.) το ξεκίνησε ουσιαστικά ο δήμαρχος της Βιέννης Καρλ Λίγκερ, όπως καταγγέλλει ο στοχαστής Τζορτζ Στάινερ, στο βιβλίο-συνέντευξη Η Βαρβαρότητα της Αγνοιας (εκδόσεις Scripta).


Οσο για τη μισητή λέξη «εθνοκάθαρση» επινοήθηκε από τη λέσχη μοτοσικλετιστών του Λιντς, το 1906. Αυτή η ένταση αιώνων, στην ευρύτερη περιοχή, άλλοτε φιλτράρεται και άλλοτε εκρήγνυται στο μουσικό πολιτισμό που έμελλε να φιμωθεί από τα Ες Ες. Οπως στη λαϊκή εβραϊκή μουσική της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης ή στους «απαγορευμένους» κλασικούς, όπως ο εβραϊκής καταγωγής Φέλιξ Μέντελσον. Στους ψάλτες των συναγωγών επίσης, εκ των οποίων ο Γκέρσον Σιρότα έφθασε να συγκρίνεται με τον Καρούζο. Και φυσικά σε έργα αβανγκάρντ σάτιρας ή λυρικού νεορομαντισμού όλων των «παράνομων» συνθετών της τρομοκρατικής δεκαετίας του ’30 και της εγκληματικής δεκαετίας του ’40: Κουρτ Βάιλ, Χανς Αϊσλερ, Αρνολντ Σένμπεργκ, Αλμπαν Μπεργκ, Ερνστ Κρένεκ, Χανς Κράσα, Βίκτορ Ούλμαν, Πάβελ Χάας, Φραντς Σρέκερ, Εριχ Κόρνγκολντ, Μπέρτχολντ Γκόλντσμιτ, Γκίντεον Κλάιν, Ερβιν Σούλχοφ, Ρούντολφ Κάρελ, Κάρελ Μπέρμαν, Βάλτερ Μπράουνφελς και δεκάδες άλλοι.


Η περίπτωση της Τερεζίν


Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση της Τερεζίν ή Τερέζιενσταντ, γερμανιστί. Οι πρώτοι κατάδικοι έφθασαν στο στρατόπεδο της μικρής βορειοβοημικής πόλης Τερεζίν στις 24 Νοεμβρίου 1941. Το στρατόπεδο, καμάρι των ναζιστών, έμοιαζε με μικρή πόλη. Σε αυτό επιτρέπονταν ­ έστω και υπό προϋποθέσεις ­ παραστάσεις όπερας και θεάτρου ή συναυλίες. Υπήρχε ακόμη και ένα καφενείο, για την ολοκλήρωση της απάτης. Η ναζιστική εβραϊκή πολιτική δεν ήταν παρά «μια απλή μετοίκηση σε αναδομημένες πόλεις όπως η Τερεζίν», ισχυριζόταν με πείσμα η χιτλερική προπαγάνδα. Ακόμη και επιθεωρητές διεθνών οργανισμών εξαπατήθηκαν από αυτό το προπαγανδιστικό κόλπο και χαρακτήρισαν «πρότυπο» το στρατόπεδο. Οι πρώτοι κατάδικοι ήταν Γερμανοεβραίοι άνω των 65 ετών, οι λεγόμενοι «μισοεβραίοι», βετεράνοι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και καλλιτέχνες.


Οι 37.000 από τους αρχικώς 87.000 καταδίκους πέθαναν στο στρατόπεδο από πείνα και αρρώστιες (τύφο κυρίως), ενώ 33.000 εξοντώθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης όπου άρχισαν να μεταφέρονται από τον Ιανουάριο του 1943. Στις 9 Μαΐου 1945 ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε στο Τερέζιενσταντ 17.000 επιβιώσαντες. Ανάμεσά τους, δυστυχώς, δεν ήταν οι συνθέτες Βίκτορ Ούλμαν, Γκίντεον Κλάιν, Ρούντολφ Κάρελ, Πάβελ Χάας, Χανς Κράσα κ.ά. ­ όλοι τους ήρωες της Τερεζίν. Οχι μόνο είχαν δώσει φωνή στην αξιοπρέπεια των μελλοθανάτων, αλλά είχαν δημιουργήσει και έναν καινούργιο, ανεξερεύνητο ακόμη ορίζοντα στην ευρωπαϊκή τέχνη του 20ού αιώνα, όπως απέδειξε η μεταγενέστερη δισκογράφηση της μουσικής τους. Οι ναζιστές είχαν μια τελική λύση για όλα, εκτός της μνήμης.


Οι νότες των συνθετών που έδρασαν στην Τερεζίν καταγράφουν σαν βαρόμετρο την κλιμάκωση της οδύνης. Οι στίχοι της τελευταίας άριας από την περίφημη όπερά του Βίκτορ Ούλμαν (1898-1944) «Ο Αυτοκράτορας της Ατλαντίδας» γράφτηκαν στην πίσω όψη του καταλόγου με τα ονόματα των κρατουμένων, οι οποίοι θα μεταφέρονταν από το γκέτο-«βιτρίνα» της Τερεζίν στο εργοστάσιο θανάτου, το Αουσβιτς. Εκεί όπου 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι βρήκαν το θάνατο στους θαλάμους αερίων. Με βάση τα στοιχεία και τις μαρτυρίες των επιζώντων, ο Ούλμαν υπήρξε από τα πιο δραστήρια πρόσωπα στο γκέτο της Τερεζίν όπου, παρά το προνόμιο των μουσικών εκδηλώσεων (για τα μάτια του Ερυθρού Σταυρού και της εκτός Γερμανίας κοινής γνώμης), κάθε ημέρα πέθαιναν κατά μέσο όρο 150 κρατούμενοι, στην πλειονότητά τους εβραίοι. Και όμως σε αυτές τις τρομερές συνθήκες, γραφόταν και παιζόταν εκπληκτική μουσική. Η ψυχή φτερούγιζε έξω από τα συρματοπλέγματα, εξαφάνιζε τον υποκόπανο, αψηφούσε τη σκανδάλη.


Από τη μια, η «Ωδή στη Χαρά» του Μπετόβεν μεταμορφωνόταν από το υπουργείο Προπαγάνδας σε φανφάρα των Ταγμάτων Ασφαλείας και, από την άλλη, οι ίδιες νότες, με νέα ρίγη ευαισθησίας, γίνονταν το χαμόγελο των μελλοθανάτων. Στις μουσικές παραστάσεις «έσβηνε» ο μαρκαρισμένος αριθμός από το δέρμα, ο ανώνυμος κρατούμενος έπαιρνε πίσω το πρόσωπό του, την ανθρώπινη ταυτότητά του, τραγουδούσε. Αυτό το βουρκωμένο και περήφανο τραγούδι δικαίωνε τραγικά την αντίσταση του ατόμου κατά της συλλογικής θηριωδίας, τον αγώνα της ψυχής κατά της οργανωμένης τρομοκρατίας, τη δύναμη του νου κατά της φονικής παρακμής.


Ο Χανς Αϊσλερ, όπως και ο Κουρτ Βάιλ ή ο Σένμπεργκ, ο Κρένεκ, ο Γκόλντσμιντ, ο Κόρνγκολντ, ήταν από εκείνους που κατάφεραν να δραπετεύσουν εγκαίρως από την Europa, την επίγεια γερμανική κόλαση στην καρδιά της Ευρώπης, στην καρδιά του επιστημονικού αιώνα. Αντίθετα, συνθέτες όπως ο Πάβελ Χάας ήταν από εκείνους που εκτελέστηκαν στο Αουσβιτς τον Οκτώβριο του 1944. Το έργο τους σήμερα μας δίνει μια ιδέα των δυνατοτήτων της «χαμένης γενιάς» συνθετών, όπως συνηθίζεται να αποκαλείται ο πνευματικός πυρήνας πρωτοπόρων οραματιστών που φιμώθηκαν ή εξοντώθηκαν από την κτηνωδία του Τρίτου Ράιχ.


Πολλές από τις παρτιτούρες του Χάας βρέθηκαν στην Τερεζίν. Το ημιτελές μουσικό όραμά του, το οποίο ήδη είχε αποδώσει εξαίσιους καρπούς πολύ προτού ο ίδιος αντικρίσει το κατώφλι του Αουσβιτς, έδινε μια ηρωική υπόσχεση μεταμόρφωσης της τσεχικής παράδοσης. Η γρήγορη εναλλαγή ονείρου και εφιάλτη όμως εκείνα τα χρόνια ήταν ένα σαδιστικό παιχνίδι στα χέρια δολοφόνων. Οσο και αν η μουσική δημιουργία στα στρατόπεδα ­ ή με τη σκέψη των στρατοπέδων ­ ήταν μια έμπρακτη αντίσταση στην κτηνωδία και στο ξερίζωμα της ανθρωπιάς, δεν έπαυε να κουβαλάει επάνω της τη σκιά της φρίκης.


Η μελαγχολία των οραμάτων


Από το σύνολο της δισκογραφίας των σημαντικών συνθετών, οι οποίοι εξορίστηκαν ή εξοντώθηκαν από τους ναζιστές του χιτλερικού εθνικοσοσιαλισμού εν ονόματι της «γενετικά καθαρής» αρίας φυλής και του «ολοκληρωτικού πολέμου», στη σειρά εκπομπών «Οι Απαγορευμένοι του Τρίτου Ράιχ», κάθε Τρίτη στις 6 το απόγευμα από τη συχνότητα του Τρίτου Προγράμματος (FM 95,6 και 107,7), έχετε την ευκαιρία να ακούσετε έργα που αποτελούν κορυφαίες πνευματικές κατακτήσεις μιας απάνθρωπης εποχής. Με νότες γράφτηκε η λέξη «ελευθερία» στον τοίχο του μίσους, του σαδισμού, της απανθρωπιάς.


Οι ήρωες της Τερεζίν Σχεδόν όλοι οι συνθέτες του στρατοπέδου της Τερεζίν φονεύθηκαν από τους ναζιστές. Ηταν η «χαμένη γενιά» του Ολοκαυτώματος. Ο,τι διασώθηκε από την τέχνη τους αποθεώνει διαχρονικά τη δίψα για ζωή…





1. Χανς Κράσα (1899-1944)


Ο συνθέτης της περίφημης όπερας «Brundibar» για παιδιά, ερμηνευμένης από παιδιά που κατατροπώνουν τον κακό Μπρούντιμπαρ, ο οποίος χειρίζεται το κακόηχο όργανο της βαρβαρότητας. Γεννημένος στην Πράγα, σπούδασε στη Γερμανική Ακαδημία Μουσικής, όπου και γνωρίστηκε με τον Αλ. φον Ζεμλίνσκι, δάσκαλο και πνευματικό καθοδηγητή του. Αφοσιωμένος στον αγώνα της Τσεχοσλοβακίας για την ανεξαρτησία και λάτρης του εθνικού συνθέτη Λ. Γιάνατσεκ, μελετά τους γάλλους ιμπρεσιονιστές Μιγιό και Ονεγκέρ αλλά και τους Σένμπεργκ, Βέμπερν και Μπάρτοκ. Ο κριτικός Εμίλ Βιλερμόζ τον συγκρίνει μαζί τους. Κλείστηκε στην Τερεζίν τον Απρίλιο του 1942. Ηδη καταξιωμένος τον Αύγουστο του 1944 ολοκληρώνει το τελευταίο του έργο «Πασακάλια και Φούγκα» ακριβώς δύο μήνες προτού μπει στο τρένο για το Αουσβιτς.


2. Βίκτορ Ούλμαν (1898-1944)


Ενα από τα πιο δραστήρια πρόσωπα στην Τερεζίν. Είκοσι έργα γράφτηκαν στο διάστημα της κράτησής του εκεί ενώ συμμετείχε και στη διεύθυνση ψυχαγωγίας. Γιος ανώτερου αξιωματικού του αυστριακού στρατού, πέρασε τα γυμνασιακά του χρόνια στη Βιέννη. Δάσκαλοί του υπήρξαν ο Εντ. Στόιερμαν στο πιάνο και ο Αρ. Σένμπεργκ στη θεωρία και στη σύνθεση. Μόλις 23 ετών αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Χορωδίας στην Οπερα της Πράγας. Ως βοηθός του Ζεμλίνσκι στη Χορωδιακή Ενωση συμπράττει σε ιστορικές συναυλίες, όπως στην παρουσίαση των «Gurre Lieder» του Σένμπεργκ. Στα τέλη της δεκαετίας του ’20 αναλαμβάνει τη διεύθυνση της Οπερας του Ούστι (Βοημία). Επανέλαβε τις σπουδές σύνθεσης με δάσκαλο τον πρωτοπόρο συνθέτη Αλόις Χάμπα στο Ωδείο της Πράγας. Στην εξπρεσιονιστική όπερά του «Ο αυτοκράτορας της Ατλαντίδας» χρησιμοποιεί έντονα στοιχεία από το καμπαρέ και την τζαζ. Οι πρόβες της όπερας μέσα στην Τερεζίν ολοκληρώθηκαν λίγες μόλις ημέρες πριν από τη μαζική μεταφορά των κρατουμένων τον Οκτώβριο του 1944 στο Αουσβιτς.


3. Γκίντεον Κλάιν (1919-1945)


Γεννήθηκε στη Μοραβία. Από τους πρώτους κρατουμένους της Τερεζίν, προσήχθη εκεί σε ηλικία 22 ετών και ήταν ο πρωταγωνιστής της μουσικής της ζωής. Υπήρξε μαθητής του Β. Κουρτς στο πιάνο και του Αλ. Χάμπα στη σύνθεση. Δεκάδες είναι οι εναρμονίσεις και οι διασκευές του κυρίως σε παραδοσιακά τραγούδια, τσεχικά και εβραϊκά. Συνθέτει μαδριγάλια, τραγούδια πάνω σε ποιήματα των Χέλντερλιν και Κίεν, ένα τρίο για βιολί και τσέλο, τη Φαντασία και Φούγκα για κουαρτέτο εγχόρδων και την περίφημη Σονάτα για πιάνο, το πιο ώριμο από τα διασωθέντα έργα του. Πέθανε τον Ιανουάριο του 1945 στο στρατόπεδο Φίρστεγκρούμπε, μόλις 26 ετών. Η γραφή και το ύφος της μουσικής του τον κατατάσσουν στην πρώτη γραμμή της πρωτοπορίας.


4. Πάβελ Χάας (1899-1944)


Γεννήθηκε στο Μπρνο. Μαθητής του Λ. Γιάνατσεκ, εργάστηκε για το τσεχικό θέατρο και τον κινηματογράφο. Μελέτησε σε βάθος την παραδοσιακή μουσική, κυρίως της Μοραβίας. Εγκλειστος στην Τερεζίν, το 1943 ολοκληρώνει τη Σπουδή για έγχορδα, η οποία παρουσιάστηκε στους συγκρατουμένους του το καλοκαίρι του 1944, με διευθυντή ορχήστρας τον Κ. Ανσέρλ. Εκτελέστηκε στο Αουσβιτς τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. Μετά τον πόλεμο από τον ίδιο τον Ανσερλ βρέθηκαν στην Τερεζίν οι παρτιτούρες του έργου.


5. Ερβιν Σούλχοφ (1884-1942)


Γεννήθηκε στη Βοημία. Ηδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 ήταν ένα από τα πιο δημιουργικά στελέχη της κεντροευρωπαϊκής αβανγκάρντ. Εξπρεσιονιστής, ντανταϊστής, λάτρης της τζαζ, είχε αξιοσημείωτες επιδόσεις ως πιανίστας και συνέθετε συνδυάζοντας εκπληκτικά όλες τις αγαπημένες του αισθητικές. Το περίφημο Διπλό Κοντσέρτο για φλάουτο και πιάνο γράφτηκε το καλοκαίρι του 1927. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 στρατεύεται στην υπόθεση της επανάστασης και του κομμουνισμού. Γράφει μαχητικά άρθρα, υιοθετεί τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και ταξιδεύει στη Σοβιετική Ενωση δίνοντας συναυλίες και διδάσκοντας. Συνελήφθη από τους ναζιστές λίγο μετά την εισβολή τους στην Τσεχία. Κλείστηκε στο Βίλτσμπουργκ της Βαυαρίας, όπου και πέθανε από τύφο το 1942.


6. Ρούντολφ Κάρελ (1880-1945)


Ενας από τους ύστατους μαθητές του Ντβόρζακ. Συνελήφθη από την Γκεστάπο τον Μάρτιο του 1943 αφού πρώτα πέρασε πολλά χρόνια στην παρανομία. Στη φυλακή της Πράγας, παρά τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης, γράφει έναν κύκλο τραγουδιών και κομμάτια για πιάνο. Τον Φεβρουάριο του 1945 μεταφέρεται στο Μικρό Φρούριο, τη φυλακή της Τερεζίν. Εκεί πάνω σε σκόρπια κομματάκια χαρτιού συνθέτει το «Nonet», κύκνειο άσμα του. Πέθανε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στις 6 Μαρτίου 1945, μόλις δύο μήνες πριν από το τέλος του πολέμου.


7. Κάρελ Μπέρμαν (1919)


Μεταφέρθηκε στην Τερεζίν μόλις 22 ετών. Υπήρξε ακούραστος τραγουδιστής, ηθοποιός, σκηνοθέτης, συνθέτης, οργανωτής και εμψυχωτής κάθε καλλιτεχνικής πρωτοβουλίας στο στρατόπεδο. Εγραψε τη σουίτα Τερεζίν για πιάνο, μια σειρά τραγουδιών για σοπράνο και πιάνο και την «Poupata», κύκλο τεσσάρων μελωδιών για φωνή, μπάσο και πιάνο. Είναι ένας από τους λίγους καλλιτέχνες της Τερεζίν που επέζησε του Ολοκαυτώματος. Ακατάβλητος, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ηχογράφησε συνθέσεις συνθετών της Τερεζίν.


Αλλοι συνθέτες:


Ζίγκμουντ Σουλ: μαθητής του Π. Χίντεμιτ και του Αλ. Χάμπα, πέθανε τον Ιούνιο του 1944 στην Τερεζίν.


Φραντς Κλάιν: η γραφή του θυμίζει το στυλ του Αλμπαν Μπεργκ.


Καρλ Ράινερ: ως πιανίστας και συνθέτης υπήρξε «γκουρού» του μοντερνισμού τη δεκαετία του 1930 συμμετέχοντας στο κομμουνιστικό κίνημα. Ο ίδιος επέζησε, οι παρτιτούρες της μουσικής που έγραψε στην Τερεζίν όμως χάθηκαν.


Κάρλο Τάουμπε: συνθέτης και πιανίστας, έγραψε τη Συμφωνία της Τερεζίν. Εκτελέστηκε στο Αουσβιτς τον Οκτώβριο του 1944.


«Entartete Musik»: Η κατά Γκέμπελς «εκφυλισμένη μουσική»


Το 1905 ο Ρομέν Ρολάν εξομολογείται σε μια φίλη του: «Κάθε φορά που πηγαίνω στη Γερμανία νιώθω ένα δέος ανακατεμένο με φόβο μπροστά σε αυτή την υπέροχη μηχανή: το γερμανικό κράτος. Ολο αυτό το σύνολο είναι ικανό να τρώει, να σκέφτεται, να επιθυμεί και να δρα σαν ένας και μόνο άνθρωπος. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν να υπάρξουν ατομικότητες μέσα σε αυτό το φοβερό κράτος. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν σε μια προκαθορισμένη ημερομηνία, την καθορισμένη ώρα, να ενθουσιαστούν από τη μία άκρη της Γερμανίας ως την άλλη για οποιοδήποτε πράγμα θα έχει υποδείξει το κράτος». Και όμως ακριβώς ενάντια σε αυτή τη ρομποτική συμπεριφορά εξαρτημένων εθνικών αντανακλαστικών αναπτύχθηκαν στη Γερμανία και στην υπόλοιπη Ευρώπη τα μεγάλα πρωτοποριακά ρεύματα τέχνης, εξαιρετικά τονισμένης υποκειμενικότητας, όπως ο εξπρεσιονισμός, ο ντανταϊσμός, ο ιμπρεσιονισμός, η ατονικότητα αλλά και το βερολινέζικο καμπαρέ κατά την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ­ αυτά ακριβώς που επιχείρησε «πάση θυσία» να πατάξει ο ναζισμός κηρύσσοντας παράνομους τους πρωταγωνιστές, τους συντελεστές και τους θιασώτες τους.


Είναι διάσημη η εικαστική έκθεση «Εκφυλισμένης Τέχνης» την οποία επέβλεψε προσωπικά ο Χίτλερ. Μια άλλη ανάλογη εκδήλωση όμως έχει μείνει στη σκιά. Ηταν εκείνη της «Εκφυλισμένης Μουσικής», η οποία πραγματοποιήθηκε το 1938 ρίχνοντας το ανάθεμα στις νότες του Σένμπεργκ, του Μάλερ, του Μέντελσον και άλλων γερμανοεβραίων συνθετών. Αισίως η δισκογραφία είναι πλούσια σε ερμηνείες έργων της «απαγορευμένης» δεύτερης σχολής της Βιέννης (Σένμπεργκ, Βέμπερν, Μπεργκ) αλλά και της μοναδικής μουσικής των δύο βασικών συνεργατών του Μπρεχτ, των εξόριστων Κουρτ Βάιλ και Χανς Αϊσλερ. Ωστόσο από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ως σήμερα πλήθυναν εντυπωσιακά οι δισκογραφικές εκδόσεις με ερμηνείες σημαντικών έργων άλλων, λιγότερο γνωστών στο ευρύ κοινό, συνθετών οι οποίοι εξορίστηκαν, βασανίστηκαν ή φονεύθηκαν από τους χιτλερικούς ως το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.


Οι περισσότεροι εκτελέστηκαν στο Αουσβιτς, μεταφερμένοι εκεί από το κολαστήριο της Τερεζίν. Από αυτή τη λιγότερο φωτισμένη όψη της «εκφυλισμένης μουσικής» ιδού 20 σημαντικά CD:


1. Silenced Voices: Victims of the Holocaust (Terezin Chamber Music Foundation)


2. Composers from Theresienstadt 1941-1945 (Channel Music), με έργα των Pavel Haas και Karel Berman.


3. Terezin Music Antology IV (Koch-Schwann), με έργα των Haas, Karel, Klein και Schulhoff.


4. Korngold: Das Wunder der Heliane (London Decca)


5. Chamber Music from Theresienstadt 1941-1945 (Channel Classics), με έργα των Gideon Klein και Viktor Ullman.


6. Zemlinsky: Psalms 13 and 23 / Die Seejungfrau (London Decca)


7. Ute Lemper: Berlin Cabaret Songs (London Decca)


8. Goldschmidt: The Concertos (London Decca)


9. Viktor Ullmann: Songs (Supraphon)


10. Music Written in Terezin (Panton)


11. Waxman: The Song of Terezin (London Decca)


12. Braunfels: Die Vogel (London Decca)


13. Viktor Ullman: Der Kaiser von Atlantis (London Decca)


14. Haas & Krasa: String Quartets (London Decca)


15. Krenek: Jonny Spielt Auf (London Decca)


16. Schulhoff: Concertos alla Jazz (London Decca)


17. Krasa: Symphony / Verlobung im Traum (London Decca)


18. Pavel Haas: Sarlatan (London Decca)


19. Rathaus: Symphonie Nr. 1/Der Letzte Pierrot (London Decca)


20. Jiddische Stikele: Jewis Songs from the Prague Ghetto (Supraphon)


Ο Χρήστος Τσανακάς είναι συγγραφέας, αρχισυντάκτης του περιοδικού «Focus»