Ξενοφών Κοντιάδης
Πώς γράφεται το Σύνταγμα; Συνταγματικός σχεδιασμός και διαβουλευτική δημοκρατία

Εκδόσεις Παπαζήση, 2018
σελ. 334, τιμή 16,96 ευρώ

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να αμφιβάλλουμε αν η παρούσα πολιτική συγκυρία της ακραίας πόλωσης προσφέρεται για μια κατεξοχήν συναινετική διαδικασία όπως είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος. Η συνταγματική αναθεώρηση δεν πρέπει να λειτουργεί ως εργαλείο κοντόφθαλμων μικροκομματικών επιδιώξεων και ως αντίδοτο στην πολιτική απογοήτευση από την αναπόφευκτη δημοσιονομική προσαρμογή. Οι στόχοι της δεν μπορεί να περιορίζονται στην παραταξιακή συσπείρωση· την ανάγκη πολιτικής διαφοροποίησης μεταξύ κομμάτων που στην πραγματικότητα είναι δεσμευμένα στην τήρηση των μνημονίων· στην υπέρβαση της πολιτικής απάθειας με την αναζωογόνηση του πολιτικού ενδιαφέροντος γύρω από, υποτίθεται, αναγκαίες θεσμικές τομές, συνταγματικού επιπέδου. Η διαδικασία της αναθεώρησης δεν πρέπει να αποτελεί προβολή ενός ιακωβίνικου πολιτικού βολονταρισμού, ο οποίος αγνοεί τη μακρά κοινοβουλευτική παράδοσή μας, εκθέτοντας το Σύνταγμα σε δημοψηφισματικές διαδικασίες που ανοίγουν τον δρόμο σε ανελεύθερες επιλογές, όπως έδειξε το παράδειγμα της Τουρκίας, της Ουγγαρίας και άλλων χωρών.

Λειτουργική θεωρία

Το ζητούμενο όμως δεν είναι απλώς η άρνηση, δηλαδή τι δεν πρέπει να είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά η θέση: Η διατύπωση μιας ολοκληρωμένης, συνεκτικής και λειτουργικής θεωρίας για τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει στην εποχή μας το εγχείρημα της αναθεώρησης του Συντάγματος. Αυτό το σημαντικό κενό καλύπτει το νέο βιβλίο του καθηγητή Ξενοφώντα Κοντιάδη «Πώς γράφεται το Σύνταγμα; Συνταγματικός σχεδιασμός και διαβουλευτική δημοκρατία».
Το βιβλίο αποτελεί, χωρίς υπερβολή, εκδοτικό γεγονός, όχι μόνο για το Δημόσιο Δίκαιο της χώρας μας, αλλά και για την πολιτική επιστήμη, στο μέτρο που άπτεται αυτής το Συνταγματικό Δίκαιο. Το έργο του Ξ. Κοντιάδη σηματοδοτεί μια ευδιάκριτη και ευπρόσδεκτη τομή σε σχέση με τη συζήτηση για την πολιτική δεοντολογία κατά το παρελθόν. Συγκεκριμένα, θα το συνέκρινα με το έργο του Κωνσταντίνου Τσάτσου, «Πολιτική. Θεωρία πολιτικής δεοντολογίας», Εκδ. των Φίλων, 1975. Το βιβλίο του Κοντιάδη δείχνει την απόσταση που έχει διατρέξει η ελληνική επιστήμη, αλλά και ευρύτερα η κοινωνία μας, σε σχέση με τις κρατούσες αντιλήψεις της για την πολιτική δεοντολογία, συστατικό στοιχείο της οποίας αποτελεί και η καλή συνταγματική νομοθέτηση. Το βιβλίο του Κοντιάδη αποτελεί την κορύφωση μιας τριλογίας που περιλαμβάνει δύο ακόμη έργα, πρώτα «Το ανορθολογικό μας Σύνταγμα», εκδ. Παπαζήση, 2015, και στη συνέχεια «Η ανθεκτικότητα του Συντάγματος», Εκδ. Σάκκουλα, 2016 (με την Αλκμήνη Φωτιάδου).

Ανοιχτή κοινωνία

Οι αρετές του νέου βιβλίου του Ξ. Κοντιάδη είναι πολλές και μεγάλες. Πολυδιάστατη ανάλυση, η οποία καλύπτει τη φύση της συνταγματικής αναθεώρησης, την ισχύουσα ρύθμιση του άρθρου 110 Σ., τις αρχές και τη διαδικασία της συνταγματικής νομοθέτησης, καθώς και τα επιχειρήματα θεμελίωσής της, και, τέλος, τον συνταγματικό σχεδιασμό, θέμα για το οποίο ο συγγραφέας είναι φανερό ότι έχει αφιερώσει μακρά σκέψη, με αποτέλεσμα να μας χαρίζει ορισμένες από τις πιο ωραίες και πυκνές σελίδες Συνταγματικού Δικαίου που έχουν γραφεί στη χώρα μας. Γραφή εύληπτη και γλαφυρή, πλήρης ενημέρωση και αφομοίωση όλης της σύγχρονης συνταγματικής συζήτησης στις διεπιστημονικές της διαστάσεις και, τέλος, ώριμη επισήμανση των εντάσεων και των διλημμάτων που εγείρουν τα θέματα που πραγματεύεται.
Για όσους έχουν τη χαρά να παρακολουθούν την εξέλιξη της συνταγματικής σκέψης του Κοντιάδη, ζωντανής και αστείρευτης, όπως εξάλλου δείχνει και η ακαταπόνητη εκδοτική και επιστημονική παρουσία του, το βιβλίο αυτό προσφέρει το πιο σαφές δείγμα ισόρροπης ενσωμάτωσης πλουραλιστικών αντιλήψεων (για τον ρόλο της ανοιχτής κοινωνίας των ερμηνευτών του Συντάγματος, τις προερμηνευτικές επιλογές του νομικού, την επιρροή της Ιστορίας στην επίλυση των συνταγματικών αμφισβητήσεων κ.λπ.), σε πλαίσιο δεοντολογικών ηθικοπολιτικών αρχών, θεμελιωμένων στις κανονιστικές προϋποθέσεις ενός συναινετικού πολιτικού φιλελευθερισμού, απαλλαγμένου από δογματισμούς, έτσι ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος του σχετικισμού, χωρίς όμως να θυσιάζονται ο πλουραλισμός και η ρεαλιστική προσέγγιση της πολιτικής ζωής.
Παρά τις τεράστιες ανεπάρκειες που χαρακτηρίζουν τις θεσμικές πρακτικές της πολιτείας μας και τους θυελλώδεις ανέμους που ξεχύθηκαν ορμητικά στη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης, απειλώντας να συμπαρασύρουν τις κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης, το βασικό δημοκρατικό και δικαιοκρατικό κεκτημένο, καθώς και η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, έχουν αντέξει. Το πολιτικό σύστημα, τα κόμματα, το πολιτικό προσωπικό, αλλά και η ελληνική κοινωνία γενικότερα, δεν φαίνεται προσώρας να είναι σε θέση να φέρουν σε πέρας το έργο της συγγραφής ενός νέου Συντάγματος, με τον τρόπο που περιγράφει ο Κοντιάδης. Αλλά ο συγγραφέας, σε μια εποχή που οι διανοούμενοι καταγγέλλονται από διάφορες πλευρές για την απουσία τους από τα δρώμενα, κάλυψε επάξια το κενό. Πλέον δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν έχουμε στη διάθεσή μας ένα έργο από το οποίο γίνεται να αντλήσουμε έμπνευση και προοπτική για τον σχεδιασμό του νέου Συντάγματός μας, με βάση αρχές και διαδικασίες που θα συνιστούν πράγματι τομή για την πολιτική μας ζωή και τη συλλογική μας διαδρομή, ως μιας σύγχρονης, ευρωπαϊκής και συνταγματικής πολιτείας.
Ο κ. Γιάννης Τασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ