Since then, at an uncertain hour, that agony returns: And till my ghastly tale is told this heart within me burns.


S. Τ. Coleridge, «The Rime of the Ancient Mariner»


Οταν ο Κάφκα «Στην αποικία των τιμωρημένων» περιέγραφε με ανατριχιαστική φαντασία την περίπλοκη σωματογραφική μηχανή που κεντούσε στο δέρμα του μελλοθανάτου την καταδικαστική απόφαση δεν μπορούσε ίσως να διανοηθεί ότι μία εικοσιπενταετία μόλις αργότερα η πραγματικότητα θα υπερέβαινε τα όρια του εφιαλτικού αλληγορήματός του και ότι χιλιάδες ομόθρησκοί του θα έφεραν, σαν «σφραγισμένα» ζώα, πάνω στο κορμί τους το στίγμα του θανάτου: το τατουάζ του Haftling, του τροφίμου των ναζιστικών κολαστηρίων. Στο χέρι του Πρίμο Λέβι (1919-1987) χαράχθηκε ο αριθμός 174517 του Αουσβιτς και αυτό το νούμερο ήταν η νέα του ταυτότητα στον έναν περίπου χρόνο (Φεβρουάριος 1944 – Ιανουάριος 1945) της αποκτηνωτικής ζωής του στο «Λάγκερ». Υπήρξε και αυτός μια απρόσωπη μονάδα της ξέθωρης και εξαθλιωμένης μάζας που απέβλεπε στη φυτόζωη επιβίωση σπρώχνοντας τη μια μέρα με την άλλη, προσπαθώντας να γλιτώσει το χειρότερο: την «τελική λύση» του θαλάμου των αερίων και του κρεματορίου.



Δεν τα βάζει κανείς εύκολα με τη «στρατοπεδική λογοτεχνία». Αν ένα βιβλίο αναφέρεται στα στρατόπεδα του μαρτυρίου και της θανάτωσης, έχει μάλλον εξασφαλισμένη την ομόθυμη συμπάθεια του αναγνωστικού κοινού. Ακόμη και όσοι αδιαφορούν για το φαινόμενο, δύσκολα θα το ομολογήσουν ανοιχτά· το πολύ πολύ να καταφύγουν στην εύγλωττη σιωπή. Παρά ταύτα, υπογείως, λειτουργεί μια διαφοροποιητική διάκριση μεταξύ των κειμένων αυτών της αιμάσσουσας μαρτυρίας και της «αμιγούς» λογοτεχνίας, και δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα αν τούτο συμβαίνει λόγω υπερβολικού σεβασμού (ή ένοχης συνείδησης) έναντι του στρατοπεδικού βιώματος, το οποίο η «λογοτεχνία» δεν μπορεί να εκφράσει παρά χλωμά και μη αυθεντικά, ή αν η καθαυτή εμπειρία της εκτόπισης και της εξόντωσης είναι ανίκανη, αναρμόδια να παραγάγει έργο τέχνης. Δεν είναι πολύ ξεκάθαρο δηλαδή αν υποτιμάται, τελικά, η λογοτεχνία εν ονόματι του στρατοπεδικού σύμπαντος ή το αντίστροφο. Οι σχετικές μαρτυρικές καταθέσεις, που έγιναν συνήθως αποδεκτές με κατάπληξη, οργή ή φρίκη, σπανίως είχαν την πρόθεση να προκαλέσουν ακριβώς τον οίκτο, την εξέγερση και τον αποτροπιασμό· κυρίως επιχειρούσαν να μεταδώσουν το ακατάληπτο, το απερίγραπτο, εκείνο που καμιά φωτογραφία, καμιά «αναλογία», καμιά στατιστική καταγραφή δεν μπόρεσε να απεικονίσει. Ενδίδοντας όμως στον νατουραλιστικό πειρασμό, που χαρακτηρίζει την ιστορικοκοινωνική αφήγηση, πολλά ­ τα περισσότερα ­ παρόμοια κείμενα συσσώρευσαν γεγονότα επί γεγονότων, πολλαπλασίασαν τις εξαντλητικές περιγραφές επεισοδίων της στρατοπεδικής διαβίωσης, τόνισαν επίμονα την κλίμακα του γιγαντισμού, τις διαστάσεις της Αποκάλυψης, όσο μπορεί να τις συλλάβει και να τις αναπαραστήσει ο νους ­ το «Ολοκαύτωμα» άλλωστε ως όρος εντάσσεται σε αυτήν ακριβώς τη λογική της υπέρτατης καταστροφής.


Το βιβλίο Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος οφείλει τη γένεσή του στη ζωτική και λυτρωτική ανάγκη του επιζώντος να μιλήσει, να εξηγήσει, να διηγηθεί εν ονόματι των νεκρών ό,τι είδε και έζησε, να μεταφέρει τη «γεωμετρική τρέλα» του Λάγκερ. Το «καθήκον της μαρτυρίας» υπερκαλύπτει κάθε συγγραφικό ναρκισσισμό: το κείμενο γράφεται άτακτα και βιαστικά, «εν θερμώ», αμέσως μετά την επιστροφή του Πρίμο Λέβι στον γενέθλιο τόπο (Τορίνο) και δημοσιεύεται από έναν άσημο εκδότη το 1947, αφού απορρίφθηκε από πολλούς μεγάλους εκδοτικούς οίκους (μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και ο εκδοτικός κολοσσός Einaudi ­ που αργότερα θα διαχειρίζεται κατ’ αποκλειστικότητα τα κείμενα του Λέβι ­, κατά σύσταση της τότε λογοτεχνικής συμβούλου του οίκου, ιταλοεβραίας συγγραφέως Ναταλίας Γκίνζμπουργκ). « Στο στρατόπεδο έβλεπα συχνά το όνειρο ότι επιστρέφω, ξαναβρίσκω τους δικούς μου, αρχίζω να διηγούμαι και δεν με ακούει κανείς· ο απέναντί μου στρέφει την πλάτη και απομακρύνεται» εξομολογείται σε μια συνέντευξή του ο Πρίμο Λέβι, προσθέτοντας ότι ο εφιάλτης αυτός κατέτρυχε πολλούς συγκρατουμένους του και τον είδε να καταγράφεται στις αναμνήσεις και άλλων επιζώντων, ως τυπική κατάσταση.


Αυτός ο εφιάλτης λοιπόν γίνεται για λίγο πραγματικότητα: όπως τα σκέλεθρα που επέστρεψαν από τα στρατόπεδα δεν μπορούσαν να σταματήσουν το «παραλήρημά» τους, υπακούοντας ορμέμφυτα στη θεραπευτική, καθαρτική λειτουργία της αφήγησης («κάνει καλό να διηγείσαι τις συμφορές που πέρασες» λέει μια παροιμία γίντις), έτσι και οι άλλοι, οι «απ’ έξω», τον πρώτο καιρό έκλειναν τα αφτιά τους· δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να ακούσουν και συνιστούσαν τη σιωπή και τη λήθη, όχι από αδιαφορία ή ενοχή, αλλά από στοιχειώδη αυτοάμυνα· αρνούνταν να ξαναζήσουν μια βασανιστική και θηριώδη εποχή που μόλις τέλειωσε. Επρεπε να περάσει μία δεκαετία περίπου, να ξανατυπωθεί το βιβλίο (1956) από τον Einaudi, για να αρχίσει η λαμπρή πορεία αυτού του κειμένου, η ένταξή του στα σχολικά αναγνώσματα, η μετάφρασή του ανά τον κόσμο, η καθιέρωσή του όχι μόνον ως σταθερού best seller, αλλά και ως κορυφαίου και κλασικού δείγματος της γραμματείας του αιώνα μας.


Ο,τι διαφοροποιεί το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος από το πλήθος των μαρτυριών περί γενοκτονίας, που σταδιακά συγκρότησαν το είδος της «στρατοπεδικής λογοτεχνίας», είναι το απεσταγμένο ύφος μιας απόλυτης διαύγειας και καθαρότητας, η συνειδητή επιλογή ενός χαμηλού, αποδραματοποιημένου τόνου, η αποφυγή της μεμψιμοιρίας του θύματος και της οργής του εκδικητή, η έντονη ανάγκη, εν τέλει, να κατανοήσει κανείς το πώς και το γιατί αυτού του ιστορικού αίσχους. Ολοι οι μελετητές του έργου του Λέβι υπογραμμίζουν το γεγονός ­ και ο ίδιος το παραδέχεται ­ ότι στην κατάκτηση αυτού του νηφάλιου, ακριβόλογου ύφους βοήθησε τα μέγιστα η επιστημονική εξειδίκευσή του, η απόλυτη προσήλωση στη μικρολεπτομέρεια που απαιτεί το επάγγελμα του χημικού. Η δισυπόστατη φύση του χημικού και του συγγραφέα («κένταυρο» ονόμαζε ενδεικτικά τον εαυτό του) δαμάζει μεθοδικά την υπερτροφία της μνήμης, ανάλογη εκείνης από την οποία υποφέρει ο μπορχεσιανός Φούνες, και προοικονομεί την ελεγμένη «χημική ένωση» λόγου και πάθους. Τη στιγμή που ξεκινά ο πόλεμος, ο 20χρονος Πρίμο Λέβι είναι ήδη άριστος χημικός, κατά πεποίθηση αγνωστικιστής και δεν αισθάνεται ότι η οιαδήποτε ετερότητα τον διαχωρίζει από τους λοιπούς συμπολίτες του. Συγγραφέα και Εβραίο θα τον κάνει το Αουσβιτς: «Εκείνο που με έκανε Εβραίο ήταν το καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων και το Λάγκερ. Εραψαν το άστρο του Δαβίδ πάνω μου, όχι απλώς πάνω στα ρούχα μου». Ριζικά αντίθετος με την πασίγνωστη ρήση του Αντόρνο ότι μετά το Αουσβιτς είναι αδύνατον να γραφεί ποίηση, ο Λέβι πασχίζει ακριβώς με το σύνολο του έργου του (πεζού και ποιητικού) να δείξει ότι, στην περίπτωσή του, το Αουσβιτς ήταν ακριβώς το κύριο κίνητρο γραφής, το «Πανεπιστήμιό» του, όπως το αποκαλεί. Το Επίμετρο της παρούσας έκδοσης, που συγκεντρώνει οκτώ καίριες ερωταποκρίσεις του Λέβι σχετικά με τις συνθήκες γραφής και την προβληματική του βιβλίου, καθώς και τα κείμενα του Παραρτήματος (στα οποία συμπεριλαμβάνεται μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη του συγγραφέα με τον ομότεχνό του Philip Roth) και η εκτενής συνοδευτική Εργοβιογραφία διαφωτίζουν αρκετά τον φιλέρευνο αναγνώστη για το «φαινόμενο Πρίμο Λέβι». Ο,τι θα μπορούσε κανείς να προσθέσει επί τροχάδην για να δείξει τις πτυχές της αναμφίβολης λογοτεχνικότητας του συγκεκριμένου κειμένου είναι η επιλογή της αινιγματικής, ημιτελούς φράσης του τίτλου, που παραπέμπει στο ποίημα του Λέβι «Shema» (10.1.1946), ευθεία αναφορά σε γνωστή εβραϊκή προσευχή· είναι το παιχνίδι της πολλαπλής γενολογικής ένταξης, εφόσον η αφήγηση υπερβαίνει το πλαίσιο της απλής μαρτυρίας και μεταμορφώνεται πρωτεϊκά πότε σε δοκίμιο, πότε σε ημερολόγιο (το καταληκτικό κεφάλαιο, π.χ., καταγράφει ασθματικά και καταλεπτώς τα γεγονότα των δέκα τελευταίων ημερών στο στρατόπεδο), πότε σε ιδιότυπη λογοτεχνική κριτική (το έξοχο κεφάλαιο «Το άσμα του Οδυσσέα», π.χ., πιστοποιεί την εμβέλεια και την παραμυθία της ποίησης μέσα στο Λάγκερ και θυμίζει τον αμετανόητο καβαφικό Φερνάζη, που επιμένει να «επιβιώνει ποιητικά»). Είναι, τέλος, το πολύπλοκο σύστημα των γραμματικών χρόνων και των προσωπικών αντωνυμιών, που οργανώνει μαστορικά την πολυφωνικότητα και την αείροη χρονικότητα του κειμένου. Σε κανένα από τα 17 κεφάλαια της αφήγησης δεν συναντά κανείς χρονολογικό μονόδρομο ή εύτακτη χρονική διάταξη: ο αόριστος και ο ενεστώτας εναλλάσσονται συνεχώς και οι αναδρομές στο παρελθόν συγχωνεύονται με το παρόν της γραφής, εξασφαλίζοντας έναν διπλό ορίζοντα στον αναγνώστη.


Η Λίλιθ και άλλες ιστορίες (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ροδαμός, 1992), τα ποιήματά του, που τα συστέγασε κάτω από τον «λογοτεχνικό» τίτλο Ad ora incerta (δανειζόμενος τον στίχο του αγαπημένου του Κόλεριτζ), τα μυθιστορήματα (στα ελληνικά κυκλοφορεί το μυθιστόρημα «Αν όχι τώρα, πότε;» από τις εκδόσεις Θεμέλιο) και τα δοκίμιά του απαρτίζουν ένα σύνολο που συνέχεται από μια ενεργό, παλλόμενη πολιτική και λογοτεχνική συνείδηση. Η οργανική συνέχεια όμως του Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, τα παραπληρώματα του πρώτου βιβλίου, που επικυρώνουν τη συγγραφική ταυτότητα του Π. Λέβι, είναι το πικαρέσκο αφήγημα La tregua (Η εκεχειρία, 1963), που εξιστορεί την πολύμηνη και πολύπλαγκτη περιπλάνηση σε «κλίματα βορινά», μετά την εκκένωση του Αουσβιτς και την απελευθέρωση ως τη στιγμή της πολυπόθητης άφιξης στο πάτριο έδαφος, τον Οκτώβριο του 1945· είναι Το περιοδικό σύστημα (1975, στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, 1990), από τα πιο ευφάνταστα αυτοβιογραφικά κείμενα της εποχής μας, που στηρίζει αριστοτεχνικά τη λογική του στον γνωστό ταξινομικό πίνακα των χημικών στοιχείων του Μεντελέγεφ· είναι ο επίλογος Ι sommersi e i salvati (Οσοι βούλιαξαν και όσοι σώθηκαν, 1986), με υπότιτλο «Σαράντα χρόνια μετά το Αουσβιτς», τελευταίο βιβλίο του Λέβι, απολογισμός μιας ζωής, στην οποία θα θέσει αυτοβούλως τέρμα λίγο αργότερα (Απρίλιος 1987), επαναλαμβάνοντας τη χειρονομία του Paul Celan, του Jean AmOry και πλείστων επιζώντων του «φαινομένου Shoah», που σφράγισε με ανεξίτηλο όνειδος τον 20ό αιώνα.


Η κυρία Λίζυ Τσιριμώκου διδάσκει Συγκριτική Γραμματολογία και Θεωρία της Λογοτεχνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.