Αναστάσης Βιστωνίτης
Κάτω από την ίδια στέγη

Εκδόσεις Κίχλη, 2017
σελ. 488, τιμή 14,50 ευρώ

«Γράφω θα πει: συνηθίζω να ζω με τις αβεβαιότητές μου, οι βεβαιότητες δεν μου χρησιμεύουν σε τίποτε» υπενθυμίζει ο Αναστάσης Βιστωνίτης σε ένα από τα κείμενα που συγκεντρώνει και ανασυντάσσει «Κάτω από την ίδια στέγη», όπως τιτλοφορεί το βιβλίο δοκιμίων και περιπλανήσεών του που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κίχλη. Βέβαιο ωστόσο είναι πως, συνδυάζοντας γνώση και απόλαυση με τις αβεβαιότητες του συγγραφικού στοχασμού, ο συγγραφέας καθιστά σαφές με εντυπωσιακό εύρος και βάθος παρατηρήσεων και παραπομπών ότι Ελλάδα και Ευρώπη παραμένουν αδιανόητες η μία χωρίς την άλλη.

Το βιβλίο ανάβει μέσα στις στάχτες που άφησαν στην Ευρώπη η επικράτηση του φασισμού και ο παγκόσμιος πόλεμος, αναδεικνύοντας τη σχέση ναζισμού και αποκρυφισμού, που περιλαμβάνει τη δυστυχώς «ελληνική συμβολή» που εκπροσωπούσε η από έλληνα πατέρα Σαβίτρι Ντέβι, η οποία θέλησε να συνδέσει ινδουισμό με ναζισμό ανάγοντας τον Χίτλερ σε μετενσάρκωση του Βισνού, ενώ προσέφερε υπηρεσίες κατασκόπου των δυνάμεων του Αξονα στην Ινδία τότε. Το βιβλίο σβήνει με το φως των Χριστουγέννων, ενώ ο χρόνος παγώνει και αφηγήσεις προτάσσουν ένα αίτημα αποκατάστασης δικαιοσύνης, όπως συμβαίνει στη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Ντίκενς.
Εχουν προηγηθεί δοκίμια για το φως και το καλοκαίρι στη λογοτεχνία, μια εποχή όταν πολλαπλασιάζεται η δύναμη των αισθήσεων και «στην Πάτμο σε κυριεύει μια αίσθηση ύψους» που δεν νιώθεις σε κανέναν ουρανοξύστη, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, έχοντας ζήσει με τη γυναίκα του ένα διάστημα στη Νέα Υόρκη και στο Σικάγο. Η Ελλάδα παραμένει τόπος πρωταρχικός, «ένα αρχιπέλαγος μύθων που μοιάζουν πραγματικοί, τοπίων που φαίνονται μυθικά», τα οποία κατακλύζει «ελληνικό φως» που συνοψίζει τη φιλοσοφία του Εμπεδοκλή, όπως έλεγε ο Καμί, Γάλλος γεννημένος στην Αλγερία που θα μπορούσε να ήταν Ελληνας και έχει αναδείξει τον αγώνα που έζησε η Ευρώπη «ανάμεσα στο μεσημέρι και τα μεσάνυχτα».
Το αφήγημα του Νότου
Στη Ρώμη έσβησε ο Κιτς, στην ιταλική Σπέτσια πνίγηκε ο Σέλεϊ, στην Ελλάδα πέθανε ο Μπάιρον, ενώ ο Ρεμπό εγκατέλειψε τη βροχερή Ευρώπη και ο Φλομπέρ αναβίωσε την Καρχηδόνα στην Τυνησία. Σε εποχές ανταρσίας, οι ποιητές πηγαίνουν στον Νότο, μετάβαση που με δικά τους μέσα «ντοκουμεντάρουν» οι εικαστικοί. Μυθολογικής τάξεως συνείδηση τόπου συνιστά η Μεσόγειος, μήτρα πολιτισμού και ρήτρα βιβλιοθήκης, αν και στις όχθες της μόλις τον 12ο αιώνα αρχίζει να αποδίδεται στα λατινικά ο Αριστοτέλης από αραβικές μεταφράσεις και όχι από το πρωτότυπο. Δεν προκαλεί απορία, επομένως, το εναλλάξ αριστοτελικό ή πλατωνικό φως στις «ταινίες» του Σεφέρη και του Ελύτη ή το μουντό, εμφύλιο φως στα «ποιήματα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.
«Οι πόλεις, όπως και τα όνειρα, είναι φτιαγμένες από πόθους και φόβους» λέει ο Μάρκο Πόλο του Ιταλο Καλβίνο. Και σε πόλεις κατ’ εξοχήν (ή εναντίον της εξοχής) περιπλανάται ο συγγραφέας: από τη σύγχρονη Βαβυλώνα (κατά τον Ντισραέλι το 1847) του Λονδίνου και το Παρίσι, πρωτεύουσα του 19ου αιώνα για τον Μπένγιαμιν και «κινούμενη γιορτή» για τον Χέμινγκγουεϊ, στη Νέα Υόρκη, πρωτεύουσα του τέλους του 20ού αιώνα, και το Πεκίνο, Λος Αντζελες της Απω Ανατολής· από το Βερολίνο, τη Βιέννη και το κάστρο του Ντουίνο του Ρίλκε, που ατενίζει τον κόλπο της Τεργέστης, στο Μπουένος Αϊρες και την Πόλη του Μεξικού.
Ακολουθεί επίσης αρωματικές διαδρομές του καφέ, με επισκέψεις σε ιστορικά λογοτεχνικά καφενεία της Ευρώπης, χωρίς να παραλείπει το πατάρι του Λουμίδη. Επιστεγαστικά θυμάται από τα παιδικά του χρόνια στην Κομοτηνή ότι σχεδόν κανείς τότε δεν έπινε καφέ χωρίς ζάχαρη. «Μια φορά, που ένας θαμώνας από αλλού παράγγειλε στο καφενείο του παππού μου έναν καφέ σκέτο, η γιαγιά μου σχολίασε σαρδόνια: «Θα του μαυρίσει το μέσα»».
Η αντοχή και το χιούμορ των ανθρώπων εκείνων, όπως ήταν κάποτε οι Ελληνες, το πάθος και η επιείκειά τους, οικοδόμησαν τη χώρα. Η επαρχιακή Ελλάδα της εποχής βέβαια, όπως σημειώνει ο συγγραφέας, «ήταν ένας κόσμος γεμάτος φτώχεια και φαντάσματα». Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει ίχνος νοσταλγίας σε όσα γράφει. Και πρόκειται για κατόρθωμα του βιβλίου, γιατί τις αναμνήσεις συγγραφέων καραδοκεί να μολύνει αυτή η «νόσος ελβετών μισθοφόρων», όπως αποκαλώ τη νοσταλγία λόγω της ετυμολογικής ιστορίας της. Για να γίνω σαφής, έχω προτείνει τον όρο «οικαλγία» που παραπέμπει, σε αντιδιαστολή, στον πόνο που προκαλεί ο τόπος σου. Και αυτό δεν μπορεί να είναι άγνωστο σε έναν διεθνώς γνωστό ποιητή και δοκιμιογράφο όπως ο Βιστωνίτης.


Περί πλάνης και μνήμης
Η μνήμη των περιπλανήσεων και η περιπλάνηση στη μνήμη κάποια στιγμή συμπίπτουν και τότε πολεοδομία και αρχιτεκτονική έχουν τον λόγο. Στόχος του αρχιτέκτονα είναι να βάλει τα πάντα κάτω από μία στέγη, θυμίζει ο συγγραφέας στο ομώνυμο δοκίμιο. Ζώντας κυρίως σε πόλεις, συνεχίζει ο Αναστάσης Βιστωνίτης, ήταν επόμενο να συσχετίζω κτίσμα και κείμενο, ανάγοντας τη φιλοσοφία της κατασκευής σε μείζονα προϋπόθεση της δημιουργίας, όπως άλλωστε διαπιστώνει ο αναγνώστης σε προηγούμενα βιβλία του ποίησης ή δοκιμίων, από την «Καταγωγή» έως τις «Σημαίες του αναχρονισμού» ή τις «Μηχανές της ιστορίας».
Σε πέντε μέρη, ο ανά χείρας τόμος αναδύεται από τις «εποχές της στάχτης», διατρέχει «κατοικία και εξορία», με κείμενα μετά από παραγγελία του Διεθνούς Προγράμματος Γραφής του Πανεπιστημίου της Αϊοβα, επισκέπτεται «τόπους, πόλεις, ανθρώπους», ακολουθεί «διαδρομές του καφέ» και καταλήγει στον «κόσμο αλλού». Τα περισσότερα από τα σαράντα κείμενα που συστεγάζει έχουν αρχικά δημοσιευτεί στην εφημερίδα αυτή, ενώ το βιβλίο είναι αφιερωμένο στους Νίκο Μπακουνάκη, Παύλο Παπαδόπουλο και Κρίστοφερ Μέριλ, από αναθέσεις των οποίων κυρίως προέκυψαν.
Σε μια εποχή μειωμένου κύρους του «γράφειν δημοσίως», όταν ψευδή νέα πολιορκούν τη δημιουργική μη μυθοπλασία, έχει σημασία να προστεθεί πως το βιβλίο του Αναστάση Βιστωνίτη επιβεβαιώνει ότι οι εφημερίδες δεν συνιστούν απλώς πρωινή προσευχή, όπως έλεγε ο Χέγκελ, αλλά καθημερινή δοξολογία της διαρκούς γοητείας του εφήμερου.
Ο κ. Γιώργος Χουλιάρας είναι ποιητής και δοκιμιογράφος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ