Ιωάννα Μπουραζοπούλου
Ο δράκος της Πρέσπας Ι.
Η Κοιλάδα της Λάσπης

Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014,
σελ. 592, τιμή 19,20 ευρώ

Η Πρέσπα, όπως μπορείτε να φανταστείτε, είναι μια λίμνη στα σύνορα τριών χωρών. Βρίσκεται, ας πούμε, σε μια διεθνή και αμφισβητούμενη περιοχή μεταξύ Ελλάδας, Σκοπίων και Αλβανίας. Στη νότια όχθη της λίμνης, στην ελληνική πλευρά, βρέχει ασταμάτητα, βρέχει (αν είναι δυνατόν!) επί είκοσι ολόκληρα χρόνια. Οι άνθρωποι έχουν χάσει τη γη κάτω από τα πόδια τους, έχουν φτωχύνει, έχουν εξαθλιωθεί, προσπαθούν να επιβιώσουν σε ένα κολλώδες και δυσοίωνο τοπίο, όλα είναι βούρκος, επικρατούν φόβος και ανασφάλεια, αποτρόπαια εγκλήματα συμβαίνουν, ανθρώπινα μέλη εμφανίζονται και εξαφανίζονται.


«Οι ιδανικές συνθήκες, εδώ που τα λέμε, για να πιστέψει κανείς ότι υπάρχουν δράκοι»
είπε αστειευόμενη στο «Βήμα» ηΙωάννα Μπουραζοπούλου(Αθήνα, 1968) που αφήνει εδώ και μερικά χρόνια το δικό της στίγμα στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Η ίδια συνδυάζει θαυμάσια τη λογοτεχνία του φανταστικού και την πολιτική αλληγορία, εγχείρημα που κορυφώθηκε και αποτυπώθηκε εναργέστατα στο τρίτο μυθιστόρημά της «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;» (2007) που ο βρετανικός «Guardian» κατέταξε στα καλύτερα βιβλία φαντασίας για το 2013. Ε, κακά τα ψέματα, δεν ασχολούνται και πολύ συχνά τα ξένα μέσα ενημέρωσης με την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή.
Το νέο της βιβλίο«Η Κοιλάδα της Λάσπης»είναι το πρώτο μέρος μιας μυθιστορηματικής τριλογίας υπό τον γενικό τίτλο«Ο δράκος της Πρέσπας». Το μυθικό και πολλαπλώς άτακτο τέρας είναι, καταπώς θρυλείται, ο φοβερός κάτοικος της κοινόχρηστης λίμνης όπου διακυβεύονται, δεν πρέπει να ξεχνάμε, κρατικά συμφέροντα και κυριαρχικά δικαιώματα. Βασικότατα, όμως, ο δράκος είναι ένα μεταλλασσόμενο μυστήριο που έχει καταστεί εμμονή και στις τρεις όχθες της Πρέσπας.
Ο δράκος, ο οποίος, σύμφωνα με τις περισσότερες αφηγήσεις, στα καθ’ ημάς είναι ένας κυνηγός με κεφάλι άγριου ζώου, έχει γίνει ο (επιστημονικός) πόλος έλξης αλλά και η (θεωρητική) διελκυστίνδα για τους διαπιστευμένους δρακολόγους των εμπλεκομένων εθνών. Στις επί μέρους κοινότητες των νότιων ερευνητών συναντούμε, βέβαια, κάθε καρυδιάς καρύδι: από ονειροπαρμένους ιδεαλιστές ως θρησκόληπτους εθνικιστές, από άκακα πνεύματα ως εγκληματικά στοιχεία, ποικίλες νοοτροπίες και συμπεριφορές που αντανακλούν και την πραγματική κοινωνία. Πολλοί πάντως είναι αυτοί που πιστεύουν ότι η εξόντωση του δράκου –ο ίδιος βιάζει και γυναίκες, καθ’ ότι δράκος –θα αποκαταστήσει την καταστροφή ή ότι, εν πάση περιπτώσει, μπορεί να σημάνει την περιπετειώδη μετάβαση από τον εφιάλτη στο όνειρο, από τη δυστοπία στην ουτοπία, αν προτιμάτε.
Υπάρχει, στο περιθώριο των εξελίξεων, και ένας Αλχημιστής ο οποίος προσπαθεί (με τον μαθητή του) να κατασκευάσει το ελιξίριο της αυτογνωσίας στο εργαστήριό του. «Ο δράκος στη μυστικιστική φιλοσοφία της αλχημείας έχει πολλούς συμβολισμούς. Ο δράκος θεωρείται, μεταξύ άλλων, ένα κέλυφος για το ζωντανό πνεύμα. Αν θέλεις, δηλαδή, να απελευθερώσεις το ζωντανό πνεύμα που είναι παγιδευμένο, πρέπει να σκοτώσεις τον δράκο» εξήγησε με μια χαρακτηριστική κίνηση των χεριών της η Ιωάννα Μπουραζοπούλου, η οποία κατασκευάζει ομολογουμένως σύνθετες πλοκές στα δικά της έργα (η ίδια τα αποκαλεί απλώς «παραμύθια») και τα γεμίζει συνήθως με μια ετερόκλητη πολυκοσμία χαρακτήρων.
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναγνώστης παρακολουθεί τα τεκταινόμενα (σημεία και τέρατα, ασφαλώς) μέσα από τους προβληματισμούς της πλέον πεφωτισμένης δρακολογικής ομάδας, των Illuminati, ας πούμε, της Πρέσπας. Οι συγκεκριμένοι αποκαλούνται «πεζογράμματοι» και είναι πεπεισμένοι ότι το μυστήριο της εμφάνισης του δράκου θα λυθεί μόνο με εμβριθέστερη ανάγνωση της ραψωδίας λ της Οδύσσειας. Τι είναι όμως ο δράκος σε ένα ευρύτερο πλαίσιο; «Ο δράκος εδώ είναι μια γλωσσική μέγγενη, είναι ένα εμπόδιο, κάτι που ασφαλώς ανοίγει τον δρόμο σε προβλήματα και ήττες. Ο δράκος έφερε μεν το κακό, το κακό όμως κρύβει μέσα του και την ελπίδα. Γιατί; Γιατί όταν συμβαίνει κάτι απίθανο όλοι πιστεύουμε ότι όλα μπορούν να συμβούν. Μήπως, εν τέλει, όλα είναι πιθανά; Κάπως έτσι αρχίζουμε να σκεφτόμαστε πέρα από τα δεδομένα και τους περιορισμούς που τα συνοδεύουν» ανέφερε η Ιωάννα Μπουραζοπούλου.
Στη λογοτεχνία, όπως άλλωστε και στη ζωή, υπάρχουν δυνάμεις που επιχειρούν να εκμεταλλευτούν προς ίδιον όφελος ακόμη και την καταστροφή. Η Παγκόσμια Τράπεζα Ανάπτυξης μέσω του τοποτηρητή της στα Βαλκάνια, του τυφλού, πλην όμως αλαζονικού και αυταρχικού Εκτορα Μόζερ, καταφθάνει στην καθημαγμένη Δυτική Μακεδονία, εδραιώνει την εξουσία της, μια εξουσία κυνική και αυταρχική, και μετατρέπει το μυστήριο του δράκου σε μια επικερδέστατη επιχείρηση. Η ρητορική που εμπορεύεται τον δράκο είναι νεοφιλελεύθερη; «Και σκληρά νεοφιλελεύθερη μάλιστα, έχουν πέσει ακόμη και τα τελευταία προκαλύμματα της όποιας ηθικής» απάντησε η συγγραφέας.
Μην περιμένετε όμως να διαβάσετε αναμασημένα αναθέματα για το «σύστημα» στα βιβλία της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. «Εχω την αίσθηση ότι η αλληγορία αναζητά τις ακριβείς αντιστοιχίσεις. Η αλληγορία ξεκινά από την πολιτική, δεν ξεκινά από τη φαντασία, η αλληγορία ξεκινά με μια πολιτική πρόθεση και καταφεύγει στη φαντασία να δει σε τι και πού χρειάζεται την τελευταία ώστε να ολοκληρώσει την πολιτική της πρόταση, το σχόλιο ή την καταγγελία της. Εγώ ξεκινώ πάντοτε από τη φαντασία, η ελευθερία της είναι που με συνεπαίρνει» υπογράμμισε η ίδια. «Δεν έχω πει ποτέ στον εαυτό μου «τώρα θα γράψεις ένα βιβλίο για την πολιτική κατάσταση» της χώρας ή του κόσμου. Νομίζω ότι στην περίπτωσή μου ο πολιτικός προβληματισμός αναδύεται κάποια στιγμή μέσα από τη διαδικασία της γραφής με τη μορφή της αναρώτησης παρά της όποιας απάντησης. Νομίζω δε ότι στην αρχή η αναρώτηση αυτή είναι καθαρά υπαρξιακή, το νιώθω αυτό. Καταλήγει όμως αναπόφευκτα πολιτική, θα συμφωνήσω. Να είναι άραγε αυτή η αρχή της αλληγορίας; Δεν ξέρω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι πράγματι στήνω και σ’ αυτό το βιβλίο ένα σύστημα με σχέσεις εξουσίας και κοινωνικές νόρμες όπου οι συμπεριφορές των ανθρώπων έχουν σημασία και πολιτικό αντίκτυπο, συμπεριφορές που με ενδιαφέρει να παρακολουθήσω» συμπλήρωσε η Ιωάννα Μπουραζοπούλου.
Στα δύο επόμενα βιβλία της τριλογίας, αξίζει να σημειωθεί, θα παρακολουθήσουμε τις δρακολογικές κουλτούρες, τις φαντασιώσεις και τις αυταπάτες στις άλλες δύο όχθες της λίμνης Πρέσπας, στην ανατολική (Σκόπια) και στη δυτική (Αλβανία), «αλλά μέσα από την οπτική του Αλλου, του κάθε Αλλου. Ο κεραυνός είναι το μόνο φυσικό φαινόμενο που είδαν ταυτόχρονα και οι τρεις όχθες».
Η ίδια εκτίμησε καθώς συζητούσαμε ότι στα χρόνια της κρίσης πιθανώς να ήταν και πιο επιτακτικό το αναγνωστικό αίτημα να υποδειχθεί ο «ένοχος» από τη λογοτεχνία. «Είναι πράγματι ένας ελκυστικός πειρασμός. Είναι εύκολο να παγιδευτείς και να δώσεις ό,τι σου ζητούν, να δώσεις απαντήσεις. Αλλά η λογοτεχνία είναι πάντοτε το ερώτημα» σημείωσε.
Μα, αν υπάρχει «ένοχος», είναι κακό να τον υποδείξει η λογοτεχνία; «Αν τον ξέρει και είναι βέβαιη γι’ αυτόν, ναι, ας τον υποδείξει. Πληρούνται όμως όλες οι προϋποθέσεις (τεράστιες γνώσεις πολιτικής και οικονομίας, άρτια και σφαιρική πληροφόρηση) ώστε να τον υποδείξει με κάποια σχετική ευστοχία; Σε διαφορετική περίπτωση, πρέπει η λογοτεχνία να παραδεχθεί ότι παριστάνει τον ειδήμονα μέσω του ενστίκτου της. Εγώ πάντως που έχω τις γνώσεις του μέσου ανθρώπου θα αναζητήσω και τον ειδήμονα, θα πάω να τον ρωτήσω. Αλλιώς θα πρέπει να ενδυθώ τη γνώμη κάποιου άλλου, την πιο ασφαλή κατά τη δική μου γνώμη, και να την επενδύσω λογοτεχνικά» απάντησε η συγγραφέας και δεινή μηχανόβια.

«Αργησα να συνειδητοποιήσω ότι είμαι μυθιστοριογράφος»
Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου ταξίδεψε δύο φορές στις Πρέσπες προτού γράψει αυτό το βιβλίο. Την πρώτη επαφή της με τα δίκυκλα την είχε ως φοιτήτρια στη Ρόδο της αραιής συγκοινωνίας. Εκεί σπούδασε στην Ανωτέρα Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων. Μετά ακολούθησε ένα μεταπτυχιακό, στον τομέα του Διεθνούς Ξενοδοχειακού Management, στην Αγγλία. Υστερα εργάστηκε ως το 2000 σε τουριστικές μονάδες. Οι χρόνοι γρήγοροι, οι εικόνες των ανθρώπων αποσπασματικές. «Μετά είδα μια προκήρυξη στην εφημερίδα για την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης (ΕΣΔΔ) και, επειδή ψαχνόμουν, ήθελα να εγκαταλείψω τη δουλειά, αποφάσισα να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις. Δωρεάν ήταν άλλωστε. Τα απαραίτητα βιβλία τα βρήκα σε δημόσιες βιβλιοθήκες. Προς μεγάλη μου έκπληξη με κάλεσαν ως πρώτη επιλαχούσα. Κάποιος είχε παραιτηθεί. Για φαντάσου, είπα μέσα μου, απλώς διάβασα και μπήκα! Καταρρίφθηκε ο μύθος ότι για όλα χρειάζεσαι άκρες στην Ελλάδα».
Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου ειδικεύτηκε ακολούθως στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας και σήμερα είναι η προϊσταμένη στη Διοίκηση της Α’ Υγειονομικής Περιφέρειας Κεντρικής και Ανατολικής Αττικής, «υλοποιώντας την εκάστοτε κυβερνητική πολιτική». Το πρώτο της μυθιστόρημα «Το μπουντουάρ του Ναδίρ» (2003) το έγραψε σε ένα κάμπινγκ στην Αμοργό, στη διάρκεια των διακοπών της. «Βρήκα τον χρόνο να επεκτείνω ένα θεατρικό προσχέδιο και να το κάνω μυθιστόρημα. Από την εφηβεία έγραφα, θεατρικά έργα όμως. Είχα θεατρόφιλο μπαμπά και κληρονόμησα τη βιβλιοθήκη του. Αργησα να συνειδητοποιήσω ότι είμαι μάλλον μια μυθιστοριογράφος η οποία νόμιζε ότι ήταν μια θεατρική συγγραφέας» είπε χαμογελαστή.

«Καθώς το έγραφα ένιωσα μια πρωτόγνωρη εσωτερική διεργασία: χάθηκα σε μια μεγαλύτερη σύνθεση, είδα την αρχική ιδέα να γεννάει μπροστά στα μάτια μου μικρές ιστορίες, να διακλαδώνεται και να εμπλουτίζεται. Δεν είχα φανταστεί ότι το γράψιμο μπορεί να προσφέρει τέτοια συγκίνηση σε έναν άνθρωπο, αυτός ο άνθρωπος ήμουν εγώ»
εξομολογήθηκε η Ιωάννα Μπουραζοπούλου. Αυτή ήταν η πρώτη θετική έκπληξη της ζωής της. Η δεύτερη ήταν η έκδοση του πρώτου βιβλίου της. «Οταν παρέδωσα το χειρόγραφο στις εκδόσεις Καστανιώτη, μου έδωσαν μια δισέλιδη φόρμα γνωριμίας. Σάστισα. Είπα μέσα μου «σοβαρεύει το πράγμα, Ιωάννα, κάτι άλλο ψάχνουν οι άνθρωποι». Δεν μπήκα καν στον κόπο να τη συμπληρώσω ολόκληρη. Τι να έγραφα; Λίγα πράγματα. Εγραψα «σπουδάστρια στην ΕΣΔΔ» μεταξύ άλλων. Υστερα από περίπου σαράντα ημέρες με πήρε τηλέφωνο ο ίδιος ο Θανάσης Καστανιώτης. Μεταξύ άλλων με ρώτησε «σπουδάσατε στην ΕΣΣΔ, στη Σοβιετική Ενωση;» και με ξάφνιασε ακόμη περισσότερο. Ο γραφικός μου χαρακτήρας είναι δυσανάγνωστος ακόμη και σε μένα την ίδια, αυτή είναι η αλήθεια» ξέσπασε σε γέλια η Ιωάννα Μπουραζοπούλου.
Προσπαθεί πάντως να μη συγχέει τις δύο ιδιότητές της, την επαγγελματική και τη συγγραφική. «Βλέπω τους δύο χώρους ως συγκοινωνούντα δοχεία. Η λογοτεχνία είναι το καταφύγιό μου, αυτή με βοηθάει να ισορροπήσω. Ο τομέας της υγείας είναι σκληρός, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Είναι πάντως συναρπαστική η ζωή στο Δημόσιο, δεν έχω βαρεθεί ούτε μία ημέρα!» αστειεύτηκε. Συμφωνήσαμε ότι το Ελληνικό Δημόσιο είναι μάλλον ένας καφκικός μηχανισμός. Θα επιχειρούσε ποτέ να γράψει ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα; «Ρεαλιστικό; Θέλετε να μου στερήσετε το οξυγόνο της φαντασίας, είναι προφανές» κατέληξε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ