Γιάννης Παπακώστας
Ανοίχτε τα παράθυρα στο φως
Προσεγγίσεις στο ποιητικό και στο κριτικό έργο του Γιώργου Μυλωνογιάννη
Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014
σελ. 352, τιμή 21,30 ευρώ

Ανήκε στον κύκλο των αισθαντικών, παρακμιακών και «καταραμένων» λογοτεχνικών φωνών του Μεσοπολέμου. Ποιητής, μεταφραστής, κριτικός και πεζογράφος, φίλος του Ναπολέοντος Λαπαθιώτη και του Μήτσου Παπανικολάου, ο Γιώργος Μυλωνογιάννης (1909-1954) ήταν γνωστή φυσιογνωμία στους φιλολογικούς κύκλους της εποχής του. Το όνομά του συνδέεται με πολλά περιοδικά του πρώτου μισού του 20ού αιώνα (Μπουκέτο, Νέα Εστία, Νέος Νουμάς, Νέα Φύλλα, Εργασία, Πνευματική Ζωή, Φιλολογική Πρωτοχρονιά). Ηταν υπεύθυνος του βραχύβιουΛυτρωμού και αρχισυντάκτης τηςΦλόγας, συνεργάστηκε με τις εφημερίδεςΝέος Κόσμος, Θάρροςκ.ά. ενώ στα τέλη της ζωής του, με πρόταση του Δημητρίου Λαμπράκη, ξεκίνησε συνεργασία μεΤοΒήμα. Στην ιστορία των γραμμάτων καταγράφεται κυρίως ως αρχισυντάκτης τωνΝεοελληνικών Γραμμάτων(1935-1941), της εβδομαδιαίας φιλολογικής και καλλιτεχνικής επιθεώρησης που εξέδιδε ο Ελευθερουδάκης, με τη συνεργασία προοδευτικών διανοουμένων και συγγραφέων του σοσιαλιστικού χώρου. Ομοφυλόφιλος, ανικανοποίητος μποέμ μιας μποντλερικής ανίας, αναζητούσε διέξοδο, όπως και οι υπόλοιποι της παρέας του, στους τεχνητούς παραδείσους και πέθανε στο Δρομοκαΐτειο, όπου νοσηλευόταν κατά καιρούς για αποτοξίνωση.

Λησμονημένος σήμερα, έρχεται στην επιφάνεια ως ποιητής αλλά κυρίως ως διεισδυτικός κριτικός της γενιάς του με τον τόμοΑνοίχτε τα παράθυρα στο φως(εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2014) του νεοελληνιστή Γιάννη Παπακώστα, ομότιμου καθηγητή Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, μια συνολική παρουσίαση του φιλολογικού προσώπου του Μυλωνογιάννη, που συνοδεύεται από επιλογή από το εκδομένο και το ανέκδοτο ποιητικό έργο του, από τις ποιητικές μεταφράσεις του και τη δημοσιευμένη κριτικογραφία του.

Ο Μυλωνογιάννης εμφανίζεται ως ποιητής το 1933, στο περιοδικόΞεκίνημα, και εκδίδει στη διάρκεια της ζωής του τρεις ποιητικές συλλογές:Προς το φως…(1936),Μεθεόρτια(1948) καιΑνάγλυφα(1951). Μελαγχολική και πεισιθάνατη, γραμμένη σε ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους, η ποίησή του είναι παραδοσιακή, παρότι ως κριτικός είχε εκφραστεί υπέρ των τρόπων της νεωτερικής ποίησης.«Η δειλία χαράζει το κάθε μας βήμα / κι όλοι ζούμε με τ’ όνειρο κάποιας φυγής, / μας πειράζει στα μάτια το φως της αυγής, / τραγουδάμε το χάρο, ποθούμε το μνήμα»γράφει στο ποίημα «Ονειροπόλοι».

Από το Αρχείο του Μυλωνογιάννη ο Γιάννης Παπακώστας, χαλκέντερος ερευνητής της αγνοημένης φιλολογικής μας ιστορίας, ανέσυρε χειρόγραφα τετράδια με 93 ανέκδοτα ποιήματα γραμμένα το διάστημα 1930-1934, στα οποία ανιχνεύεται η επίδραση του Καρυωτάκη, με δηλωτικούς τίτλους όπως «Στον Καρυωτάκη», «Ηυτοκτόνησεν, βληθείς διά σφαίρας περιστρόφου». Από τη σατιρική φλέβα του Καρυωτάκη αντλούν τα σατιρικά του επιγράμματα, πολλά πικρόχολα, δημοσιευμένα μεταπολεμικά στονΝέο Νουμά, για πρόσωπα των γραμμάτων, μεταξύ των οποίων ο κριτικός Κλέων Παράσχος, ο διευθυντής τηςΝέας ΕστίαςΠέτρος Χάρης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο ιστορικός της λογοτεχνίας Κ. Θ. Δημαράς:«Ο Κάππα Θη… / να βουβαθή, / να κουλαθή, / να φιμωθή, / να αμποδεθή, / να βαρεθή, / να τυφλωθή, / για να σωθή / το γένος των λογίων!».

Το λογοτεχνικό του έργο συμπληρώνουν ποιητικές μεταφράσεις των Αλφρέ ντε Μισέ, Ζεράρ ντε Νερβάλ, Στεφάν Μαλαρμέ αλλά και αποσπασμάτων από τη Βίβλο και ένα κοινωνιστικό μυθιστόρημα με τίτλοΒιοπάλη, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην πειραϊκή εφημερίδαΘάρροςτο 1936. Μια ανθολογία νέων ποιητών και δύο μελέτες που ετοίμαζε για τον Καρυωτάκη και τον Σκαρίμπα φαίνεται πως τελικά δεν εκδόθηκαν.

Πρωτοπορίες και βαρβαρότητες
Οι καλύτερες στιγμές του Μυλωνογιάννη είναι οι κριτικές του για τη σύγχρονή του λογοτεχνία. Υπέρμαχος της νεωτερικότητας, έγραφε πως η γενιά του συγκλονιζόταν από «κάτι το βαθύτερο, κάτι πέρα από τεχνοτροπίες και σχολές, κάτι το πιο ουσιαστικό και γεμάτο ευθύνες και απαιτήσεις» για το οποίο αναζητούσε ανάλογη έκφραση. Θεωρεί τον Παλαμά παραδοσιακό και στατικό ενώ τον Καρυωτάκη και τον Καβάφη, όπως και τον Σεφέρη, εκπροσώπους της ποιητικής πρωτοπορίας του καιρού του. Εναντιώνεται στον Δημαρά και στον Θεοτοκά που δεν θεωρούν τον Καρυωτάκη ποιητή και γράφει ότι το έργο του «είναι μοναδικό μέσα στη φτωχή νεοελληνική φιλολογία μας, τόσο για την αλήθεια του όσο και για την οξύτητά του». Στον Ρίτσο αναγνωρίζει πηγαίο ταλέντο, στον Βρεττάκο εξαίρει τον κοινωνικό χαρακτήρα του έργου του και υποστηρίζει, σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη της εποχής, ότι ο πρώτος επηρεάστηκε από τον δεύτερο.

Τοποθετημένος ιδεολογικά στον χώρο της Αριστεράς και υπέρμαχος της κοινωνιστικής διάστασης της τέχνης, εκφραζόταν αρνητικά για τον υπερρεαλισμό που τότε έκανε την εμφάνισή του, θεωρώντας ότι με την ασάφεια της έκφρασης δημιουργεί αποστάσεις από τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Παρ’ ότι υποδέχτηκε με ενθουσιασμό τον Σκαρίμπα, για τον οποίο εκτιμούσε, πολλές δεκαετίες προτού η νεότερη κριτική επισημάνει τον πρωτοποριακό χαρακτήρα της γραφής του, «πως είναι ο μοναδικός της σειράς του συγγραφέας και ποιητής –προπάντων ποιητής–που θα μπορούσε να γίνει ικανός οδηγητής στους νεότερους», μεταπολεμικά στην κριτική του για τουςΕαυτούληδες (1950) του χρεώνει «ανεξέλεγκτη φαντασία» και βλαπτική επίδραση από «τα ψεύτικα κηρύγματα των οπαδών της ακατανοησίας στην τέχνη».Στην ίδια γραμμή, δίνει οργισμένη απάντηση στον Ελύτη –ο οποίος κάνει λόγο το 1938 για «βάρβαρο» κοινό– και καταλογίζει στους συγγραφείς ευθύνες για την ξένωση από το αναγνωστικό κοινό.

Αποφασιστικός ήταν ο ρόλος του σταΝεοελληνικά Γράμματα, όπου εκτός από τις κριτικές του, παρουσίαζε αφιερώματα, έπαιρνε συνεντεύξεις από λογοτέχνες –εκδόθηκαν με τη φροντίδα του Γιώργη Πικρού (Πορτραίτα, εκδ. Καρανάσης, 1987)–και σχολίαζε τη λογοτεχνική κίνηση ενώ στο περιοδικό Εργασίατόνιζε συχνά την ανάγκη προώθησης του βιβλίου με την ίδρυση περισσότερων βιβλιοθηκών. Σήμερα, που οι ιστορικοί της λογοτεχνίας έχουν αποτιμήσει τη λογοτεχνική παραγωγή του Μεσοπολέμου, οι απόψεις του Μυλωνογιάννη μπορεί να μην εντυπωσιάζουν ως καινοτόμες, στην εποχή του όμως εξέφραζαν κριτική τόλμη, οξυδέρκεια, ευαισθησία και γνώση ενώ η παρακολούθηση της διαδρομής του χαρτογραφεί με γλαφυρότητα το πυκνό και δραστήριο τοπίο του λογοτεχνικού Τύπου του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ