Ενρίκε Σέρπα
Λαθρεμπόριο
Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης.
Εκδόσεις Opera, 2013,
σελ. 263, τιμή 13,85 ευρώ

Το 1934 στο μπαρ και εστιατόριο «El Floridita» της Αβάνας (το οποίο λειτουργεί και σήμερα) ο Ερνεστ Χεμινγκγουέι συνάντησε τον κουβανό συγγραφέα Ενρίκε Σέρπα μέσω του φίλου του δημοσιογράφου Λολό ντε λα Τοριέντε. Ο Σέρπα ήταν κι αυτός από τους γνωστότερους δημοσιογράφους της Κούβας. Ο Χεμινγκγουέι όμως ήθελε να τον συναντήσει για άλλον λόγο:


«Ακου, φίλε, γιατί χάνεις τον καιρό σου και δουλεύεις ρεπόρτερ για εφημερίδες;»
ρώτησε ο «Πάπα» τον Σέρπα.

«Διότι δεν με πληρώνουν 20.000 δολάρια για μια ιστορία που θα γυριστεί ταινία. Η οικογένειά μου κι εγώ θα πρέπει να φάμε»
του απάντησε ο Κουβανός.

«Hombre, είσαι ο καλύτερος μυθιστοριογράφος της Λατινικής Αμερικής. Να τα παρατήσεις όλα και να γράψεις μυθιστορήματα»
είπε ο Χεμινγκγουέι.
Ο «Πάπα» είχε διαβάσει σε χειρόγραφο το μυθιστόρημα Λαθρεμπόριο του Σέρπα, όπου ο συγγραφέας αναφέρεται και στον ίδιο (σελ. 12 της ελληνικής έκδοσης) και εντυπωσιάστηκε σε τέτοιον βαθμό ώστε σήμερα να υποστηρίζουν πολλοί ότι αυτό το βιβλίο τον επηρέασε στο μυθιστόρημά του Να έχεις και να μην έχεις και ακόμη περισσότερο στο κύκνειο άσμα του Ο γέρος και η θάλασσα –στο τελευταίο σχεδόν όσο και ο Μόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλβιλ.
Το Λαθρεμπόριο εκδόθηκε τέσσερα χρόνια έπειτα από εκείνη τη συνάντηση. Ο Σέρπα εξακολούθησε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και να ταξιδεύει στην Αμερική και στην Ευρώπη. Το 1959, χρονιά της κουβανέζικης επανάστασης, τον βρήκε ακόλουθο Τύπου της χώρας του στο Παρίσι. Πέθανε το 1968 στα εξήντα οκτώ του χρόνια. Το έργο του περιέπεσε έκτοτε στην αφάνεια και μόλις πρόσφατα ήλθε ξανά στη δημοσιότητα, για να επιβεβαιωθεί, έστω εν μέρει, ο Χεμινγκγουέι. Μπορεί ο Σέρπα να μην είναι ο «καλύτερος μυθιστοριογράφος της Λατινικής Αμερικής» (αυτό δεν θα το έλεγε κανείς μετά την έκρηξη της λατινοαμερικανικής πεζογραφίας μεταπολεμικά) αλλά και μόνο με το Λαθρεμπόριο παίρνει τη θέση του, έστω και με μεγάλη καθυστέρηση, ανάμεσα στους κορυφαίους κουβανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα: τον Αλέχο Καρπεντιέρ, τον Γκιγέρμο Καμπρέρα Ινφάντε και τον Ρεϊνάλντο Αρένας.
Ο «Ναύαρχος» και ο καπετάνιος


Η υπόθεση του μυθιστορήματος διαδραματίζεται στη δεκαετία του 1920, όταν εξαιτίας της ποτοαπαγόρευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες το λαθρεμπόριο αλκοολούχων γνωρίζει μεγάλες «δόξες». Συμπίπτει επίσης με την περίοδο κατά την οποία το ψάρεμα έχει πάψει να είναι προσοδοφόρο. Επιπλέον η διαφθορά είναι εκτεταμένη τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον ισπανόφωνο κόσμο.
Ο πρωταγωνιστής, που οι ναυτικοί της εποχής τον αποκαλούν σαρκαστικά «Ναύαρχο», μας αφηγείται τις περιπέτειες με το πλοίο του «La Βuena Ventura», το οποίο από σκάφος αναψυχής μετατρέπεται σε λαθρεμπορικό. Ο αναγνώστης δύσκολα θα ξεχάσει και τα υπόλοιπα πρόσωπα της αφήγησης: ιδιαίτερα τον Κορνούα, καπετάνιο του πλοίου, ο οποίος «έδειχνε σαν άγαλμα από χαλκό που ‘χε σμιλευτεί για να τιμήσει τον ατημέλητο άνθρωπο». Ή τους ναύτες, τους άλλους λαθρεμπόρους, τις γυναίκες των πορνείων που έχουν φθαρεί μέσα στη νύχτα της καταφρόνιας και της απόγνωσης.
Η επιχείρηση που αναλαμβάνει το «La Βuena Ventura» (να μεταφέρει παράνομα ρούμι) αποβαίνει στο τέλος επιτυχής. Οσοι συμμετέχουν ζουν μια σειρά περιπέτειες στο πλοίο, στη θάλασσα, στα μπαρ και στα μπορντέλα των λιμανιών. Και το παιχνίδι της γάτας και του ποντικού (δηλαδή, ανάμεσα στο πλοίο και στην Ακτοφυλακή) είναι συνεχές προκαλώντας σε όλους ανάμεικτα αισθήματα: ανησυχία, φόβο, αλλά και πείσμα να φέρουν σε πέρας την «αποστολή» με κάθε κόστος. Η αποστολή έτσι παίρνει τα χαρακτηριστικά της μοίρας, γίνεται σκοπός, φαντασίωση, έμμονη ιδέα.

Ποίηση και ρεαλισμός
Οι περιγραφές του Σέρπα θυμίζουν σε πολλά την ατμόσφαιρα που αναδύεται από τα βιβλία του Χέρμαν Μέλβιλ, κατ’ εξοχήν του Μόμπι Ντικ και του Μπενίτο Σερένο, ενώ ο συνδυασμός ρεαλιστικών διαλόγων και εξαίρετων λυρικών περιγραφών γεννά ένα εντυπωσιακό γλωσσικό αμάλγαμα. Αναδεικνύει έναν κόσμο όπου η θάλασσα, τα λιμάνια, τα πλοία και οι άνθρωποι σε μεταφέρουν σε μιαν άλλη ζωή, παράξενη και ωστόσο οδυνηρά οικεία, ατμοσφαιρική και γοητευτική στον ύψιστο βαθμό, από όπου προβάλλει το σκοτεινό υποσυνείδητο των χαρακτήρων του μυθιστορήματος –γνώρισμα ασφαλώς σπουδαίου τεχνίτη.
Εικόνες που μας θυμίζουν κατοπινά εμβληματικά έργα του μαγικού ρεαλισμού διαδέχονται απανωτά η μία την άλλη: η έναστρη νύχτα είναι «σαν θεόρατο παρασημοφορημένο στήθος», σε άλλο σημείο η φτώχεια παρουσιάζεται «συντριπτική σαν θανάσιμο αμάρτημα» και αλλού κάποιος έχει μια όψη «θλιβερή και τσακισμένη, σαν κάτι γέρικες βάρκες που έχουν ξεμείνει στη στεριά κι είναι σαν ν’ άφησαν την ψυχή τους στη θάλασσα».
Οι λυρικές εξάρσεις και οι ποιητικές εικόνες δεν αλλοιώνουν στο ελάχιστο τις ρεαλιστικές περιγραφές: στα μπαρ, όπου γερασμένες πόρνες ψωνίζουν πελάτες και οι θαμώνες τσακώνονται για το παραμικρό, έτοιμοι να τραβήξουν μαχαίρι, έτοιμοι να σκοτώσουν και να σκοτωθούν. Στο κατάστρωμα του καραβιού, στις αφηγήσεις περιστατικών από τη ζωή τους, στα όνειρα και στις προδοσίες, στις εξομολογήσεις των πόθων και των φόβων τους.

«Πλέαμε, με ακραίο ακρόπρωρο την τόλμη… προς τα πού; Προς τη φυλακή και τον εξευτελισμό; Προς ένα σκοτεινό θάνατο; Προς την ευημερία;»
αναρωτιέται ο πρωταγωνιστής-αφηγητής. Γιατί εδώ δεν πρόκειται μόνο για λαθρεμπόριο αλκοόλ, αισθημάτων ή σκέψεων. Επειδή, όπως μας προετοιμάζει στο μότο το οποίο προτάσσει ο Σέρπα, ο «Ναύαρχος» –όχι όμως μόνον αυτός –είναι «δειλός, υποκριτής και ματαιόδοξος που λάθρα ζούσε ανάμεσα σ’ εκείνους τους ανθρώπους».
Το Λαθρεμπόριο είναι ένα εξαίσιο μυθιστόρημα και έχει μεταφραστεί θαυμάσια από τον Αχιλλέα Κυριακίδη. Και πολύ ευρηματικά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ