Αντρέ Ορλεάν
Η ηγεμονία της αξίας –
Για μια επανίδρυση της οικονομίας
Μετάφραση Χριστιάννα Σαμαρά.
Εκδόσεις Πόλις, 2013,
σελ. 397, τιμή 18 ευρώ

Παρίσι, 1952. Ο αμερικανός στατιστικολόγος Λέοναρντ Σάβατζ συναντάται με τον γάλλο οικονομολόγο (και μετέπειτα νομπελίστα) Μορίς Αλέ στο πλαίσιο ενός επιστημονικού συνεδρίου αφιερωμένου στην αβεβαιότητα. Κύριο θέμα της συζήτησής τους είναι το «κριτήριο επιλογής» για ένα «σύστημα εναλλακτικών ενεργειών με αβέβαιες συνέπειες» που έχει επινοήσει ο πρώτος και το οποίο βασίζεται στη σύγκριση των διαφόρων «προσδοκιών ωφέλειας», ώστε να επιλεγεί προφανώς η μεγαλύτερη δυνατή ωφέλεια.

Οι δυο τους συζητούν, με άλλα λόγια και υπό μια ευρύτερη έννοια, πώς συμπεριφέρονται τα άτομα όταν έρχονται αντιμέτωπα με το ρίσκο. Ο Αλέ θέλει να αποδείξει ότι το κριτήριο του Σάβατζ που εισάγει στην προβληματική αυτή δύο υποκειμενικές εκτιμήσεις –δηλαδή τις ωφέλειες και τις πιθανότητες, οι οποίες βεβαίως εκτιμώνται διαφορετικά από τον καθένα μας –δεν συνάδει με τη συμπεριφορά του ορθολογικού ατόμου.
Ο Αλέ, προκειμένου να δοκιμάσει την εγκυρότητα του κριτηρίου του Σάβατζ, καταφεύγει στην εμπειρική εφαρμογή και στην παρατήρηση. Τι κάνει; Επινοεί με τη σειρά του ένα μαθηματικό πείραμα και προτείνει, σε μια ομάδα ατόμων που επιλέγει στην τύχη, δύο ταυτόχρονες επιλογές: ανάμεσα στο Α και στο Β, και ανάμεσα στο Γ και στο Δ. Το κάθε άτομο καλείται να επιλέξει χωρίς να γνωρίζει την «κρυφή συσχέτιση» που έχει σκαρώσει ο Αλέ, ο οποίος έχει διαρθρώσει με τέτοιον τρόπο τις επιλογές ώστε το άτομο που, σύμφωνα με το κριτήριο του Σάβατζ, θα προτιμήσει το Α από το Β, θα προτιμήσει αναγκαστικά και το Γ από το Δ ανεξαρτήτως της προσωπικής του κλίσης. Το αποτέλεσμα; Τα άτομα που προτίμησαν το Α από το Β, προτίμησαν στην πλειονότητά τους και το Δ από το Γ! Το συμπέρασμα; Η συμπεριφορά των ατόμων αντιφάσκει πλήρως με το μοντέλο του Σάβατζ, το κριτήριό του καταρρέει.
Αλήθεια και ψέμα


Ο Αλέ όμως πήγε ένα βήμα παραπέρα τότε: συμπεριέλαβε στο πείραμά του και τον ίδιο τον Σάβατζ. Τι συνέβη; Ο τελευταίος απάντησε όπως η πλειονότητα των ερωτηθέντων! «Ο επινοητής του κριτηρίου διαψεύδει με την επιλογή του τις ίδιες του τις υποδείξεις», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο 64χρονος γάλλος οικονομολόγος Αντρέ Ορλεάν στο βιβλίο του «Η ηγεμονία της αξίας – Για μια επανίδρυση της οικονομίας».
Ο ίδιος ανακαλεί το φαινόμενο αυτό, το οποίο ονομάστηκε «παράδοξο του Αλέ» και επηρέασε στη συνέχεια πλήθος επιστημόνων σε άλλα πεδία, όπως η ψυχολογία, για να καταδείξει ακριβώς ότι η διαπιστωμένη τάση της οικονομίας, η κυριαρχούσα σήμερα αντίληψη για την οικονομία καλύτερα, «επικεντρώνεται σε φορμαλιστικά σχήματα αποκομμένα από την εμπειρική πραγματικότητα».
Επί της ουσίας «η οικονομία ενδιαφέρεται λιγότερο για το είναι και περισσότερο για το δέον», οι οικονομολόγοι δηλαδή δεν ενδιαφέρονται τόσο να περιγράψουν την πραγματικότητα της οικονομίας στην ολότητά της όσο να περιορίσουν την ίδια την πραγματικότητα της οικονομίας στα μέτρα τους, να την κάνουν «λειτουργική» και «αποτελεσματική», πλην όμως περιορισμένης επιστημονικής ευθύνης, να την εγκλωβίσουν στο κανονιστικό πλαίσιο των μοντέλων τους και στα πρότυπα της «εργαλειακής ορθολογικότητάς» τους.
Το καταφέρνουν βεβαίως και, όπως διαβλέπει ο συγγραφέας, θα συνεχίσουν να το κάνουν λόγω μιας συνολικά ελλειμματικής αντίληψης που χαρακτηρίζει την παράδοση της οικονομικής θεωρίας –χωρίς να συνυπολογίζουμε τα συμφέροντα που καραδοκούν. Αν δηλαδή η πραγματικότητα δεν είναι συμβατή με τις ιδέες των οικονομολόγων, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα!
Θαρραλέο δοκίμιο


Οσοι θεωρούν τη διαπίστωση υπερβολική καλό θα ήταν να διαβάσουν αυτό το θαρραλέο δοκίμιο κριτικού και επιστημολογικού αναστοχασμού που στοχεύει στην επανίδρυση της οικονομικής θεωρίας και επιπλέον αποδεικνύει την αναγκαιότητα υπαγωγής της στις κοινωνικές επιστήμες.
Στο βιβλίο αυτό, μια ψύχραιμη και αναλυτική επιχειρηματολογία ενός οικονομολόγου που θέλει να τα έχει καλά με τον εαυτό ως επιστήμων αλλά και ως πολίτης, ο αναγνώστης δεν θα συναντήσει ούτε μία φορά τον όρο «νεοφιλελευθερισμός» μολονότι η προσέγγιση του συγγραφέα καταρρίπτει επί της ουσίας το θεωρητικό υπόβαθρο αυτής της αντίληψης ως δομικά ελλειμματικό.
Ο Αντρέ Ορλεάν, για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους που μεταχειρίζεται ο ίδιος, ασχολείται με τη «νεοκλασική θεωρία» ή το «βαλρασιανό μοντέλο» (το όνομα προέκυψε από τον γάλλο οικονομολόγο της «γενικής ισορροπίας» Λεόν Βαλράς), διερευνώντας τα όρια και τη συνοχή του. Δεν το ακυρώνει και αυτό είναι το ενδιαφέρον στο εγχείρημά του –εφόσον δεν υπάρχει ένα καινούργιο «παράδειγμα» για να πάρει τη σκυτάλη, δεν τίθεται θέμα απόρριψής του -, αντιθέτως αναγνωρίζει τη χρησιμότητά του στην τυποποίηση και στην κατανόηση των οικονομικών μηχανισμών. Αμφισβητεί ωστόσο τη γενική ισχύ του και εξηγεί γιατί δεν είναι αρκετό και γιατί μπορεί να αποβεί καταστροφικό –η ακραία απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας επικυρώνει του λόγου το ασφαλές.
Χρειαζόμαστε, υπογραμμίζει ο Αντρέ Ορλεάν, ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο που θα συλλαμβάνει την εμπορευματική οικονομία στο σύνολο των σύνθετων καθορισμών της. «Το ζήτημα της αξίας οφείλει να τοποθετείται πάντοτε σε κεντρική θέση, ως βασικό εργαλείο ανάλυσης κάθε αμιγούς θεωρίας που εκκινεί από ένα ορθολογικό σχήμα» μας υπενθυμίζει ο Γιόζεφ Σουμπέτερ.
Η αξία ενός εμπορεύματος –λέει η νεοκλασική θεωρία –θεμελιώνεται στη χρησιμότητά του. «Αυτή είναι η βασική αρχή που εδρεύει στην καρδιά της σύγχρονης οικονομικής σκέψης» υπογραμμίζει ο Αντρέ Ορλεάν.
Στρεβλή σχέση


Εκεί βρίσκεται η ρίζα της στρεβλής σχέσης που έχουν οι οικονομολόγοι με την πραγματικότητα. «Η αξία γίνεται αντιληπτή ως ένα μέγεθος που προσδιορίζεται εξωγενώς προς τις ανταλλαγές, βάσει μιας ουσίας –της χρησιμότητας –η οποία ενυπάρχει στα εμπορεύματα» εξηγεί ο συγγραφέας. Ωστόσο «είναι λάθος να συναρτάμε την εμπορευματική αξία αποκλειστικά και μόνο με τη λογική της χρησιμότητας», καθώς υπάρχουν και άλλες παράμετροι, όπως ο αγώνας των ανθρώπων για «κοινωνική διάκριση» που ενεργοποιεί τον λεγόμενο «μιμητικό ανταγωνισμό» (μοντέλο Βέμπλεν). Τα άτομα ζουν σε κοινωνίες και όχι σε δοκιμαστικούς σωλήνες.
Ο Αντρέ Ορλεάν υποστηρίζει ότι πρέπει να συλλάβουμε την εμπορευματική αξία ως ένα αυτόνομο μέγεθος που απορρέει από τις κοινωνικές σχέσεις. «Τούτη η αυτονομία, η οποία προσδίδει στην αξία μια ηγεμονική δύναμη, επιτυγχάνεται χάρη στο χρήμα», τονίζει, «το χρήμα είναι ο ιδρυτικός θεσμός της αξίας» και των ανταλλαγών. «Η επιθυμία για χρήμα –και όχι η επιθυμία για χρήσιμα αγαθά –είναι η ζωογόνος ενέργεια, η κινητήρια δύναμη του εμπορευματικού ανταγωνισμού». Η φύση της αξίας επομένως είναι κατ’ εξοχήν θεσμική σύμφωνα με τον συγγραφέα. «Η γενικευμένη δυσπιστία που προκαλεί το χρήμα στους φιλελεύθερους στοχαστές είναι πολύ διδακτική» γράφει –και έχει δίκιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ