μυθιστόρημα
Κώστας Ακρίβος
Αλλάζει πουκάμισο το φίδι
Εκδόσεις Μεταίχμιο,
σελ. 436, τιμή 16,6 ευρώ

Η θεματική της κρίσης τείνει να πάρει σαρωτική μορφή στη σύγχρονη πεζογραφική παραγωγή. Το πράγμα είναι λογικό και δεν θα πρέπει (μέχρις ενός ορισμένου σημείου τουλάχιστον) να δημιουργεί έκπληξη. Ο συγγραφέας ζει όπως όλοι μας μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο υφίσταται πολλαπλές δραματικές αλλαγές: αλλαγές που η λογοτεχνία βιάζεται να αποτυπώσει και με κάποιον τρόπο να εξηγήσει, ακόμη κι αν όλα μοιάζουν για την ώρα εξαιρετικά ρευστά και ακαταστάλακτα.

Οποιες κι αν είναι παρ’ όλα αυτά οι εξωτερικές περιστάσεις, η τέχνη οφείλει να συνεχίσει να παράγει καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Και εδώ τίποτε δεν είναι αυτονόητο και τα πάντα χρειάζεται να συζητηθούν από την αρχή.
Το καινούργιο μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου θέτει επί τάπητος το ζήτημα του πώς είναι δυνατόν η λογοτεχνία να προσεγγίσει την κρίση ενόσω τα πολιτικά γεγονότα τρέχουν και οι κοινωνικές καταστάσεις που προκαλούν γίνονται όλο και πιο αδιέξοδες. Το Αλλάζει πουκάμισο το φίδι αποδεικνύεται ευθύς εξαρχής ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο. Πρωταγωνιστής και κεντρικός αφηγητής είναι ένας συγγραφέας που συνειδητοποιώντας πως η κρίση έχει ανασύρει στην επιφάνεια το πάγιο πρόβλημα του νέου Ελληνισμού, την έντονα ανασφαλή σχέση μας με την Ευρώπη και τη Δύση, αποφασίζει να αποδυθεί σε έναν αγώνα αναζήτησης των πρώτων πηγών. Υστερα από όσα έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια με τους κλυδωνισμούς της Ελλάδας στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εξακολουθεί να υπάρχει κάποια ισχυρή βάση της ελληνικής ταυτότητας και αν ναι ποια μπορεί να είναι αυτή και πώς θα την προσδιορίσουμε;
Προκειμένου να απαντήσει σε ένα τέτοιο ερώτημα ο ήρωας, ο οποίος θα αντιμετωπίσει σε παράλληλη γραμμή με την κρίση και μια κρίση συγγραφικής αφλογιστίας, θα περιπλανηθεί ανά την επικράτεια, ξεκινώντας από τη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Φθιώτιδα και φτάνοντας ως την Αττική, την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αργοσαρωνικού και τις Κυκλάδες. Εκεί ο ήρωας-συγγραφέας θα συζητήσει με διαφόρους ανθρώπους οι οποίοι μοιάζουν αφενός να έχουν διασώσει τον εαυτό τους και τον βίο τους από τον υπερτροφικό καταναλωτισμό που οδήγησε στην κρίση και αφετέρου να μην έχουν πάψει να διαψεύδουν με τις πράξεις τους τα στερεότυπα των Ευρωπαίων για την πολύπαθη και συνάμα βαθιά αντιφατική ελληνική άκρη της Ανατολικής Μεσογείου.
Οι άνθρωποι αυτοί εκπροσωπούν ένα μείγμα λαϊκής γνησιότητας (παπάδες με αγωνιστικό φρόνημα, πάσης φύσεως καλλιεργητές, παραγωγοί κρασιού, ορκισμένοι δάσκαλοι, χαροκαμένοι οικογενειάρχες), δημοτικής παράδοσης (οργανοπαίκτες, τεχνίτες, καλλιτέχνες του χρωστήρα), θεοσεβούς λογιοσύνης (από τον Φώτη Κόντογλου ως τον Πάτρικ Λι Φέρμορ) και υψηλής λογοτεχνίας (από τον Γιάννη Μπεράτη ως τον Δημήτρη Χατζή): ένα μείγμα που θα επιδιώξει να δείξει πως η ελληνική φλόγα δεν έχει χαθεί και δεν έχει σβήσει, αρκεί να έχουμε την πεποίθηση πως μπορούμε να την αναψηλαφήσουμε και να την ανακτήσουμε.
Ο Ακρίβος θα παρεμβάλει στο χρονικό το οποίο γράφει ο ήρωάς του πλήθος λογοτεχνικά αποσπάσματα, συμπληρώνοντας το υλικό του με απειράριθμες παραπομπές σε ταξιδιωτικά κείμενα, δοκίμια, δημοτικά τραγούδια και λαογραφικές μελέτες. Ως προς τα πρόσωπα τα οποία θα συναντήσει κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής του στο ελληνικό τοπίο, ο ήρωας θα ενεργήσει σαν ένας αυτοσχέδιος κοινωνικός ανθρωπολόγος, καταγράφοντας τη ζωντανή, προφορική τους ομιλία χωρίς δικές του, εκ των άνω παρεμβάσεις.
Ο Ακρίβος έχει συναρμόσει προσεκτικά τις εσωτερικές διασυνδέσεις της αφήγησής του, που έχει απορροφήσει οργανικά την πληθώρα των παραπομπών, των τοπωνυμίων και των προσώπων του (ιστορικών και μυθοπλαστικών). Κι όλα αυτά θα μπορούσαν να καταλήξουν σε μια συμπαγή ενότητα και να αποτελέσουν μιαν απάντηση στο ερώτημά του για την ελληνική ταυτότητα και τη δυνατότητα της αντοχής της αν δεν συντρίβονταν ανάμεσα στις συμπληγάδες της οργισμένης πολιτικολογίας και της ηθικής καταγγελίας προς πάσα κατεύθυνση.
Φορτώνοντας τόσο τους πρωταγωνιστές όσο και τους δευτερογενείς ήρωες με έξαλλα αισθήματα (αισθήματα ουδόλως διαφορετικά από εκείνα που εκ συστήματος προβάλλουν τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων και οι διάφορες ενημερωτικές τηλεοπτικές εκπομπές), ο Ακρίβος εκθέτει τη δουλειά του απέναντι σε μια διπλή παθολογία. Από τη μια μεριά είναι η παθολογία της ιδεολογίας του ελληνικού θαύματος (οικεία όχι μόνο στους υπερασπιστές της εθνικής υπεροχής αλλά και σε ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς), ενώ από την άλλη είναι η ανάθεση στη λογοτεχνία ενός παρηγορητικού λόγου για τις πίκρες που επιφέρουν στην ατομική συνείδηση τα συλλογικά δεινά όταν αποκτούν δυσθεώρητες διαστάσεις, απειλώντας να εξαλείψουν με το μέγεθος και τη δύναμη της επιβολής τους και τα τελευταία υπολείμματα ανοχής.
Πρόκειται ακριβώς για εκείνο που δεν περιμένουμε από την τέχνη (επιστρέφω στην αρχική μου συζήτηση) όταν επιζητεί να λογαριαστεί με την κρίση, ρίχνοντας ένα έστω και στοιχειωδώς αποκαλυπτικό φως στις αιτίες της. Επειδή η τέχνη δεν είναι εργαλείο τόνωσης της εθνικής περηφάνιας ούτε μαγικό φίλτρο για να απαλύνουμε το οποιοδήποτε αίσθημα απώλειας. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος σε περιπτώσεις σαν κι αυτές είναι να επιστρέψουμε σε μια στρατευμένη λογοτεχνία από την οποία το μόνο που μπορούμε να προσδοκούμε είναι κι άλλη, προβληματικότερη σύγχυση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ