«Οταν καμιά φορά, στην καταχνιά/ θέλουμε κάποιος να μας πει/ πως είναι φως και ήλιος γύρω,/ είναι αδύναμη στιγμή./ Οταν καμιά φορά, μες στη χαρά,/ θέλουμε κάποιον θαυμαστή/ τα μάτια μας τα λαμπερά να δει,/ είναι αδύναμη στιγμή./ … Μα είναι δύσκολο πολύ,/ χωρίς παρηγοριά ή θαυμαστή,/ να ζει κανείς και μια στιγμή./ Κι αν ναι, δεν είναι λίγο».
Γραμμένοι στην Προβηγκία το 1971, οι στίχοι αυτοί, που αποδίδουν τιμή στη γενναιότητα κάθε μοναχικού αγωνιστή της ζωής, είναι ιδιαίτερα υποστηρικτικοί στους ανήσυχους καιρούς μας. Προέρχονται από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Μεταξά Κατά καιρούς (εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2011), την πρώτη ποιητική εμφάνιση του πολιτικού επιστήμονα Αναστάσιου-Ιωάννη Δ. Μεταξά, ομότιμου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Οι διαφορετικές υπογραφές δεν οριοθετούν δραστηριότητες, δεν διακρίνουν τον δημόσιο λόγο από τον προσωπικό λόγο της ποίησης, μας εξηγεί ο συγγραφέας, πάντως όχι συνειδητά, μιας και ο ποιητής κατοικούσε ανέκαθεν μέσα στον επιστήμονα και στον δάσκαλο. «Δεν ξεχώρισα ποτέ αυτό που κάνω στο Πανεπιστήμιο ως σχολιασμό της εξουσίας –γιατί αυτό είναι η πολιτική επιστήμη –με την ανάγκη να εκφράσω τα ίδια πράγματα με κάποιον ρυθμό, με κάποια τρυφερότητα, ίσως και με την ανησυχία ότι αν κάτι το πω ποιητικά θα το πω λιγότερο απόλυτα».
Στα επιστημονικά του κείμενα εκθέτει τις απόψεις του. Γράφει ποίηση γιατί, όπως λέει, «θέλω να συναντηθώ με τον εαυτό μου. Ισως ακούγεται αλαζονικό, αυτό όμως πρέπει να κάνει κανείς όταν θέλει να βρει τον εαυτό του. Η τέχνη είναι πότε καταφυγή, όταν απειλείσαι, πότε κρησφύγετο, όταν απειλείσαι από σένα τον ίδιο».
Ο Ρώμας και ο Βιζυηνός έπαιξαν κάποιον ρόλο στη γλωσσική διαμόρφωση του Κεφαλλονίτη Γιάννη Μεταξά, ο Παπαδιαμάντης και ο Λασκαράτος τον επηρεάζουν απεριόριστα και εξακολουθούν να τον «παγιδεύουν στη γλώσσα τους», εκείνος όμως που του έδωσε τη δυνατότητα να μεταφέρει τον επιστημονικό του λόγο σε ποιητική μορφή ήταν ο Καβάφης, και αυτόν ακολουθεί, «σε αυτή την πεζογραφική ποίηση που δεν είναι διακοσμημένη –αυτό δεν θα μπορούσα να το υποφέρω ποτέ, να προσχωρήσω σε μια διακοσμητική ποίηση».
Ο καβαφικός τόνος βαραίνει περισσότερο στα νεότερα ποιήματα της συλλογής, γραμμένα με αφορμή πράξεις αλλά και θλίψεις του βίου από το 1990 και μετά. Στα παλαιότερα, ποιήματα γραμμένα στα χρόνια της χούντας στη Γαλλία, «με τα οποία αντιδρούσαμε σε αυτά που γίνονταν εδώ», υφέρπει μια πολιτικότητα «η οποία, ενώ υφέρπει, είναι πιο έκδηλη» διευκρινίζει ο ποιητής Μεταξάς και ο πολιτικός επιστήμονας συμπληρώνει: «Δεν υπάρχει τίποτε ευγενέστερο στη δραστηριότητά μας από την πολιτική δραστηριότητα, γιατί σημαίνει ανησυχία για τους άλλους και πρόθεση να προσφέρεις». Ευγενείς δραστηριότητες και οι δύο λοιπόν, πολιτική και τέχνη, των οποίων οι λόγοι ποικιλοτρόπως διασταυρώνονται. Αρκεί να έχουμε όμως κατά νουν μια σημαντική διαφοροποίηση, επισημαίνει ο Γιάννης Μεταξάς: «Ο πολιτικός λόγος θέλει άμεσο αποτέλεσμα για να αποδώσει, ο λόγος της τέχνης έχει άλλον χώρο στον χρόνο. Η μικρή πολιτική θέλει μικρό χρόνο. Η μεγάλη πολιτική… αυτή ίσως να αγγίζει λίγο τον χρόνο της τέχνης».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ