Πώς γίνεται μια προτεστάντισσα που ως τα είκοσί της χρόνια διατηρούσε σχέσεις με χριστιανικές οργανώσεις, σπούδαζε βιολί, άκουγε τζαζ, διάβαζε Καντ και Χέλντερλιν, που ήταν μια από τις από πιο γνωστές δημοσιογραφικές πένες στη Γερμανία, με πολλαπλές εμφανίσεις σε τηλεοπτικά πάνελ, κάποια στιγμή να περάσει τη διαχωριστική γραμμή της νομιμότητας και να διεκδικήσει την επιβολή των απόψεών της με το όπλο στο χέρι; Η βιογραφία της Ούλρικε Μάινχοφ από την πρώην βουλευτή των Πρασίνων Γιούττα Ντίτφουρτ (εκδόσεις Νάρκισσος) έρχεται να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα και να ανακατέψει για άλλη μία φορά τις συνειδήσεις των Γερμανών. Σ’ εμάς το πρόβλημα με τη «17 Νοέμβρη» τελείωσε όταν μάθαμε ποιοι κρύβονταν πίσω από αυτήν. Στη Γερμανία το θέμα της τρομοκρατίας είχε ευρύτερες προεκτάσεις, καθώς σχετιζόταν με τη μεταπολεμική εξέλιξη της Γερμανίας και τις ενοχές ενός ολόκληρου λαού. Θυμηθείτε τις συζητήσεις που προκάλεσαν η ταινία «Το σύμπλεγμα Μπάαντερ – Μάινχοφ» και η έκθεση εικαστικών που έγινε το 2005 στο Βερολίνο με θέμα τη RAF. Οι Γερμανοί συνεχίζουν να ξύνουν τις πληγές τους.
Στο ταραγμένο μεταπολεμικό κλίμα της χώρας η ενασχόληση της Ούλρικε με την πολιτική ήταν αναπόφευκτη. Η αποναζιστικοποίηση της Γερμανίας σταμάτησε προτού ολοκληρωθεί, συνεργάτες των ναζιστών βρίσκονται σε όλη την ιεραρχία της χώρας. Η Γερμανία ετοιμάζεται να επανεξοπλιστεί ακόμη και με πυρηνικά όπλα. Είναι σύμμαχος με αυτούς που τη βομβάρδισαν, τους Αμερικανούς, υποστηρίζοντας την αμερικανική πολιτική σε όλα τα πεδία (Βιετνάμ, Ισραήλ, στρατιωτικές βάσεις), ενώ παράλληλα η Σοσιαλδημοκρατία που υποσχόταν ένα πιο δίκαιο κράτος συμβιβάζεται. Ο δρόμος προς την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά είναι ελκυστικός για πολλούς νέους. Η Μάινχοφ αρθρογραφεί για σειρά μεγάλων κοινωνικών θεμάτων: παιδιά ορφανοτροφείων, ψυχοπαθείς, έγκλειστους ανηλίκους – η Γερμανία είναι γεμάτη θύματα παντός είδους – και αναδεικνύεται ως έγκριτη ανεξάρτητη δημοσιογράφος, μέσα από τις στήλες του «konkret», περιοδικού που είχε και τη στήριξη της ΓΛΔ.
Τα νέα ρεύματα στην Αριστερά, ο Μάης του ’68, η ακαμψία των χωρών του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, οι αντιιμπεριαλιστικοί αγώνες του Βιετνάμ και των χωρών της Βόρειας Αφρικής, ο απελευθερωτικός αγώνας των Παλαιστινίων κινητοποιούν, όπως σε όλον τον κόσμο, τη νεολαία. Στη Γερμανία όμως οι συγκρούσεις αποκτούν μεγάλη σφοδρότητα. Η εν ψυχρώ δολοφονία από τις αστυνομικές δυνάμεις του φοιτητή Μπένο Ονεσμποργκ στις διαδηλώσεις κατά την επίσκεψη του Σάχη της Περσίας στη Γερμανία, η απόπειρα κατά του ηγέτη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς Ντούτσκε από τον φασίστα Γιόζεφ Μπάχμαν, η απαγόρευση συγκεντρώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και η απαγόρευση εργασίας στο Δημόσιο σε όσους είχαν αριστερό παρελθόν (Berufsverbot) οδήγησαν σταδιακά μια μικρή ομάδα νέων στην παρανομία και στην ίδρυση της RAF. Τα πράγματα ωθούνταν σε αυτή τη δύσβατη οδό λες και δεν υπήρχε άλλη διέξοδος.
Η Μάινχοφ προτού περάσει στην παρανομία θα δημιουργήσει οικογένεια με τον Κλάους Ράινερ Ρελ, επικεφαλής του περιοδικού «konkret», θα γεννήσει δύο κορίτσια, θα υποστεί μια λεπτή εγχείρηση στον εγκέφαλο ύστερα από μια κρίση. Θα συγκρουστεί επίσης με την κατεστημένη Αριστερά της Σοσιαλδημοκρατίας όσο και με την αριστερή νεολαία της που για χρόνια διαφοροποιείται από το κόμμα SPD και θα προσχωρήσει στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά (APO), ενώ διατηρεί στενή φιλική σχέση με τον Ρούντι Ντούσκε, έναν ιδεολόγο που σέβεται πολύ. Κάποια στιγμή που δεν ορίζεται (ψυχολογικά, συναισθηματικά, πολιτικά;) θα πάρει την απόφαση να λάβει μέρος στην απελευθέρωση του βομβιστή Αντρέας Μπάαντερ και τρεις μήνες μετά θα συντάξει το μανιφέστο της RAF. Εκτοτε θα είναι αυτή που γράφει όλα τα κείμενα της ομάδας. Η παράνομη ομάδα έχει την αυταπάτη ότι «μια μαχητική πρωτοπορία θα ξεσηκώσει το προλεταριάτο από την κοινωνική αθλιότητα». Οταν αυτό δεν συμβαίνει η ομάδα Μπάαντερ – Μάινχοφ εγκλωβίζεται σε ληστείες και μεμονωμένες τρομοκρατικές ενέργειες. Το γερμανικό έθνος παρακολουθούσε με αμείωτο ενδιαφέρον την εξέλιξη της ιστορίας. Το 1971 το Ινστιτούτο Δημοσκοπήσεων Allensbach, προσκείμενο στους Χριστιανοδημοκράτες, δημοσιεύει μια δημοσκόπηση με ερώτημα: «Μπάαντερ – Μάινχοφ: εγκληματίες ή ήρωες;». Το 18% δήλωσε ότι τα κίνητρα της RAF είναι πολιτικά, ενώ ο ένας στους τέσσερις κάτω των 30 ετών δήλωσε ότι έτρεφε «κάποια συμπάθεια» γι’ αυτούς. Ο ένας στους 10 κατοίκους της Βόρειας Γερμανίας και ο ένας στους 20 στο σύνολο της ΟΔΓ δήλωσαν ότι ήταν πρόθυμοι να προσφέρουν καταφύγιο σε μέλος της ομάδας.
Η βιογράφος της Μάινχοφ στέκεται ιδιαίτερα σε αυτή την αμφιθυμία που εκφράζει η γερμανική κοινή γνώμη απέναντι στους «τρομοκράτες». Ο συγγραφέας Γκύντερ Γκρας και ο φιλόσοφος Γιούργκεν Χάμπερμας θα παροτρύνουν με ανοιχτές επιστολές την ομάδα να παραδοθεί, ζητώντας ταυτόχρονα από το γερμανικό κράτος επιείκεια για τα παιδιά αυτά. Οταν όμως συλληφθούν θα θεωρηθούν ποινικοί εγκληματίες και θα οδηγηθούν σε μια δίκη-παρωδία που καθοριζόταν από ειδικούς νόμους. Χρόνια μετά, όπως διαπιστώνεται από εκατοντάδες μελέτες, οι Γερμανοί δεν φαίνεται να έχουν πεισθεί για τη νομιμότητα όλων αυτών των πράξεων. Η ταυτόχρονη αυτοκτονία των τριών εξ αυτών (Μπάαντερ, Μάινχοφ, Ενσλιν) στις φυλακές θα παραμείνει ανεξιχνίαστη, τουλάχιστον για όσο ζουν αυτοί που πρωταγωνίστησαν στη σύλληψη και στη δίκη τους. Η Γερμανία, απ’ ό,τι φαίνεται, θα κάνει πολλά χρόνια να τινάξει από πάνω της αυτή τη σκιά, εφόσον αυτή σχετίζεται και με τις προηγούμενες σκιές των μεταπολεμικών χρόνων.

Ποιος όπλισε τη RAF
Η αξία της βιογραφίας της Ούλρικε Μάινχοφ έγκειται κυρίως στην παρουσίαση του μεταπολεμικού γερμανικού κράτους και του μέλλοντος που αυτό επιφύλασσε σε κάποια από τα παιδιά του. Οι περισσότεροι της ομάδας Μπαάντερ – Μάινχοφ γεννήθηκαν μέσα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην εφηβεία τους είχαν να αντιμετωπίσουν μια κοινωνία που προσπαθούσε να κρύψει τις σχέσεις της με τον ναζισμό (σ.σ.: ακόμη προσπαθεί, αν δούμε τις μελέτες του βρετανού ιστορικού Ιαν Κέρσοου). Η προτεσταντική ηθική, η συμμετοχή της Ούλρικε υποχρεωτικά σε αυστηρά χριστιανικά σχολεία, η απώλεια των γονιών της όταν η ίδια ήταν ακόμη σε νεαρή ηλικία, αποτέλεσαν τα στοιχεία για μια ταραγμένη εφηβεία γεμάτη πολλά ερωτηματικά. Η βιογράφος της στέκεται εξαντλητικά στη νεανική εποχή της Ούλρικε, μια και μέσα από αυτήν καθορίζεται η προσωπικότητά της. Οι έρωτές της, τα διαβάσματά της, οι μουσικές προτιμήσεις και οι μεγάλες απαγορεύσεις ιδιαίτερα από τη θετή μητέρα της Ρενάτε Ρίμεκ – λεσβία και κομμουνίστρια – την κάνουν ένα κορίτσι ξεχωριστό. Η ίδια ήθελε να ξεχωρίζει, φορούσε κόκκινα παντελόνια, κάπνιζε στον δρόμο, άκουγε τζαζ και διάβαζε καταραμένους ποιητές.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ