«Η ιστορία µιας ουτοπίας σε δύο ρόλους» θα µπορούσε να είναι ο τίτλος των αποµνηµονευµάτων του ηθοποιού και για κάποια χρόνια στελέχους της κινεζόφιλης Αριστεράς, Γιώργου Κοτανίδη. Η µία ουτοπία ήταν το όραµα µιας επαναστατικής δηµοκρατίας στα πρότυπα του Μάο. Η άλλη ήταν η ουτοπία του θιάσου Ελεύθερο Θέατρο για έναν νέο ρόλο του ηθοποιού που θα συµµετέχει ως συνδηµιουργός/ συν-σκηνοθέτης στην παράσταση καταργώντας τη… δικτατορία του σκηνοθέτη. Και οι δύο ρόλοι αποδείχτηκαν αδύναµοι, αφού κατέπεσαν µέσα στον ορυµαγδό των πρώτων χρόνων της µεταπολίτευσης.

Ο Γιώργος Κοτανίδης από τα µαθητικά του χρόνια κυνήγησε την ουτοπία της Αριστεράς. Ηταν παρών στη δολοφονία του Λαµπράκη, συµµετείχε στις φοιτητικές διαµάχες στη Θεσσαλονίκη και έψαχνε τον προσανατολισµό του στα πέραν της επίσηµης Αριστεράς χωράφια. Το νόηµα της δικής του ουτοπίας το βρήκε στον κινέζικο µαρξισµό, στον Λένιν και στον Μάο. Οργανώθηκε στο ΕΚΚΕ και δούλεψε γι’ αυτό. Συνελήφθη αρκετές φορές, βασανίστηκε και ενέδωσε. Ισως είναι η πρώτη φορά που αριστερός γράφει για την υποχώρησή του, πώς, δηλαδή, µετά από βασανιστήρια, αναγκάστηκε να «δώσει» ονόµατα συντρόφων του. Και αυτό τον τιµά.

Ωστόσο η κινέζικη αντίληψη περί κουλτούρας και δηµοκρατίας, όπως ανακάλυψε καθυστερηµένα ο Κοτανίδης, δεν ήταν τόσο… δηµοκρατική. Η επαναστατική οµάδα του ΕΚΚΕ προτιµούσε τον Κοτανίδη να µοιράζει προκηρύξεις παρά να παίζει θέατρο: η κουλτούρα ήταν ύποπτη φιλελευθερισµού για τους πούρους επαναστάτες. Λίγο µετά τη µεταπολίτευση ο Κοτανίδης θα ανακαλύψει ότι το ΕΚΚΕ δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα µικρό ΚΚΕ και θα αποχωρήσει. ∆εν θα µετανιώσει όµως, γιατί µέσα σε αυτούς τους επαναστατικούς πυρήνες έστησε την προσωπικότητα και τις αρχές του.

Ο Γ. Κοτανίδης βρέθηκε από την αρχή σε παρέες ηθοποιών που, βλέποντας την παρακµή των παλιών, συζητούσαν για οµαδικές δηµιουργίες, για την κατάργηση του καταπιεστικού ρόλου του σκηνοθέτη και το πέρασµα σε µια νέα αντίληψη για το θέατρο. Γύρω από αυτές τις παρέες φτιάχτηκε το Ελεύθερο Θέατρο. Η πρώτη τους παράσταση ήταν η «Οπερα του ζητιάνου» του Τζον Γκέι, µε τη βοήθεια του Γιώργου Μιχαηλίδη στη σκηνοθεσία. Στη δεύτερη προσπάθειά τους µε το «Η ιστορία του Αλή Ρέτζο» του Πέτρου Μάρκαρη κατήργησαν τον σκηνοθέτη και δοκίµασαν να εφαρµόσουν τις θεωρίες τους για οµαδική σκηνοθεσία ακολουθώντας το πνεύµα του Μπρεχτ που τόσο τους ενέπνεε εκείνη την εποχή.

Η παράσταση έσπασε ταµεία. Η οµάδα απογειώθηκε έχοντας τη συµπαράσταση οµάδων νέων διανοουµένων οργανωµένων τότε στην Ελληνοευρωπαϊκή Κίνηση Νέων (ΕΚΙΝ) αλλά και της λογοτεχνικής παρέας γύρω από τις εκδόσεις Κείµενα του Φίλιππου Βλάχου. Τίποτε οµαδικό όµως δεν µπορεί να ξεφύγει από την κατάρα της διχόνοιας. Η αποδοχή επιχορήγησης από το Ιδρυµα Φορντ αποτέλεσε την πρώτη µεγάλη διαµάχη. Από εκεί και πέρα οι προσωπικές αντιπαραθέσεις υπέσκαπταν αργά αλλά σταθερά την οµάδα του Ελεύθερου Θεάτρου.

Για να τις αποφύγουν κατέληξαν σε κάτι χειρότερο: να δουλέψουν µε κανόνες σχεδόν κοµµατικής οργάνωσης µε συνελεύσεις, αυτοκριτική κτλ. Το ΕΚΚΕ ήθελε να κάνει στρατολογίες, άλλοι υπερασπίζονταν ένα πιο στρατευµένο πολιτικά θέατρο – αλλά όχι υποχρεωτικά στρατευµένο στον Μάο – και κάπου εκεί η οµάδα διασπά-στηκε. Ο Γ. Κοτανίδης διηγείται λεπτοµερώς τις προσπάθειες διαµόρφωσης της οµάδας, δεν διστάζει να χρεώσει προσωπικές διασπαστικές επιλογές σε κάποια στελέχη, ενώ παραδέχεται ότι και η δική του σκληρή άποψη ήταν άκαιρη και διαλυτική. Η ουτοπία του ελεύθερου από σκηνοθέτη και κολακείες ηθοποιό ήταν µια άλλου είδους ουτοπία.

Ο Γ. Κοτανίδης παρουσιάζει τον γόνιµο όσο και δύσκολο δρόµο προς τη Μεταπολίτευση. Επιχειρεί επίσης ένα κλείσιµο λογαριασµών. Υπάρχουν σηµεία όπου δεν µασάει τα λόγια του.Μιλάει επίσης για την καταβαράθρωση όχι µόνο της τότε επίσηµης πολιτικής, αλλά και της επίσηµης τέχνης. Για τον αέρα που έπνεε στους κύκλους των νέων διανοουµένων, για τις καινοτόµους ιδέες τους, για την προσπάθεια να σκεφτούν άλλους τρόπους δηµιουργίας ακόµη κι αν αυτές φάνταζαν από τότε ουτοπικές.

Από την άλλη, περιγράφει τις ανησυχίες των αριστερών νέων που αναζητούσαν λύσεις στο φόντο της νίκης των Βιετκόνγκ, της δράσης του Τσε Γκεβάρα και της µακρινής Κίνας. Για το πώς, µετά τη Μεταπολίτευση, πολιτικοί και καλλιτέχνες που είχαν σιγήσει βρέθηκαν να διεκδικούν δάφνες. Τελικά οι οµαδικές ουτοπίες, στην τέχνη και στην πολιτική, τις οποίες κυνήγησε ο Γ. Κοτανίδης, απέτυχαν. Αλλά η πορεία ήταν καλή. Εµεινε ως κέρδος η ρήση του Μπρεχτ που τους συγκινούσε: «Αλλάζοντας τον κόσµο, αλλάξτε εσείς οι ίδιοι, εγκαταλείψτε τους εαυτούς σας».


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ