Η Βόρεια Ελλάδα και η πόλη της Καβάλας έχουν τροφοδοτήσει συστηµατικά την πεζογραφία του Κοσµά Χαρπαντίδη (γενν. 1959) τόσο στις τρεις συλλογές διηγηµάτων του ( Μανία πόλεως, 1993, Οι εξοχές των νεκρών, 1995, Το έκτο δάχτυλο, 2002) όσο και στο προ πενταετίας µυθιστόρηµά του ( Τα δώρα του πανικού, 2006).

Στην καινούργια συλλογή διηγηµάτων του, που τιτλοφορείται Κρυφές αντοχές, ο Χαρπαντίδης µοιάζει να αποµακρύνεται από το παλαιότερο κοινωνικό τοπίο του για να διερευνήσει την εσωτερική µοίρα των πρωταγωνιστών του. Εν τω µεταξύ, ο ρεαλισµός του έχει πάψει να είναι τόσο αδρός ή συγκεκριµένος, ενώ και το ονειρικό στοιχείο τείνει σαφώς να υποβαθµιστεί, µε την Καβάλα επίσης να αραιώνει την παρουσία της. Ο λόγος του συγγραφέα έχει γίνει τώρα πολύ πιο αφαιρετικός και σχεδόν χειρουργικός. Οσο για τις καταστάσεις του, µολονότι δεν αποσπώνται κατά το παραµικρό από την καθηµερινότητα, τείνουν προς τη γενίκευση και το σύµβολο, θέλοντας να µιλήσουν για την εγγενή αναπηρία και τον µόνιµο εξανδραποδισµό της ύπαρξης.

Ολα τα αφηγηµατικά πρόσωπα του Χαρπαντίδη είναι εξαρχής καταδικασµένα στην ολοσχερή ήττα και στον απηνή διαµελισµό: σύζυγοι, αλλά και πατεράδες ή τέκνα που τσακίζονται από το οικογενειακό τους περιβάλλον, µοναχικές ψυχές που έχουν σηµαδευθεί από τα ανεκπλήρωτα ερωτικά τους πάθη ή από τις πράξεις ενός πολύ πικρού παρελθόντος, γυναίκες που δοκιµάζονται σωµατικά και διανοητικά, παιδιά που διαιωνίζουν ανήµπορα το δράµα της µάνας ή των αδελφών τους, άνδρες που τιµωρούνται για αµαρτίες άλλων, άρρωστοι ή ηλικιωµένοι που βρίσκουν τη λύτρωση µόνο κατ’ όναρ, όπως και ξεπεσµένοι ευγενείς που πληρώνουν πανάκριβα τους τίτλους τους ή φίλοι που βρίσκουν αναίτιο θάνατο. Κάποτε βέβαια υπάρχουν και κάποια αντίβαρα, που πάντως δεν αλλάζουν το συνολικό κλίµα: αγρότες που αντιστέκονται σθεναρά στον αστικό και υπαλληλικό βίο, µεροκαµατιάρηδες που δίνουν µε επιτυχία τον αγώνα της επιβίωσης και θηλυκά που ξέρουν να τιµούν τον ερωτισµό τους. Θα πρέπει να οµολογήσω ότι σε πολλές περιπτώσεις ο Χαρπαντίδης δεν αποφεύγει τον µελοδραµατικό τόνο, τα µανιχαϊκά ψυχολογικά σχήµατα και, κυρίως, την υπέρµετρη φρικίαση, που αφήνει την υπαρξιακή περιδίνηση των ηρώων του να µετατραπεί σε αφηγηµατικό και σκηνοθετικό φετίχ, χωρίς να επιτρέπει στη δραµατουργία του να αποκτήσει οργανική πυκνότητα και λειτουργική ένταση. Η συλλογή του διαθέτει, παρ’ όλα αυτά, µονάδες που ξεχωρίζουν. Ανάµεσά τους θα τοποθετούσα τα διηγήµατα «Κρυφές αντοχές δεν υπάρχουν», «Το γονίδιο της γοητείας», «∆άχτυλο στο µαντήλι», «Αντικαθιστώντας τις οσµές της ζωής µε εκείνες του θανάτου», «Μ’ ένα πόδι», «Πιστοποιώντας συναισθήµατα», «Προσκυνώντας τα νεκρά παλικάρια», «Ιχνη στο χιόνι» και «Οταν η µνήµη λερώνει». Οι ανάγλυφα σµιλεµένες συγκρούσεις και η αµεσότητα των ψυχικών αντιδράσεων διαθέτουν εδώ ζωηράδα και συγχρονισµένο ρυθµό, δείχνοντας ότι η καθηµερινή τύρβη µπορεί να κερδίσει την καθολικότητα και το πεδίο βάθους που επιδιώκει να της προσδώσει ο συγγραφέας µε τη στροφή του προς τον υπαρξιακό προβληµατισµό.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ