Από τη Μελβούρνη, το Χονγκ Κονγκ, το Κολόµπο, το Aντεν, τη Βηρυτό και την Αλεξάνδρεια ως τη Γένοβα, τη Μασσαλία και το Κάρντιφ: ο Νίκος Καββαδίας διαπλέει την υδρόγειο (αλλάζοντας κάθε τόσο καράβι) και γράφει θερµά γράµµατα στην αδελφή του Τζένια και την κόρη της Ελγκα (τη λατρευτή του ανιψιά), για να µεταδώσει στην αθηναϊκή στεριά τις πιο παράξενες εικόνες: απέραντα θαλασσινά τοπία, µυστηριώδεις οµίχλες, στιγµές υποβλητικής αποµόνωσης στο ασυρµατιστήριο, αλλά και ξαφνικά µπουρίνια ή φουρτούνες που θα ξεχαστούν αµέσως µόλις κοπάσει η ορµή τους. Οι επιστολές ξεκινούν το 1935, όταν ο Καββαδίας είναι 25 ετών, και σταµα τούν τριάντα χρόνια αργότερα, όταν βρίσκεται στο µεσοστράτι της ζωής. Σχολιασµένες από τη Ματίνα Βασιλείου και τον Σταύρο Πετσόπουλο, σε συνεργασία µε την Ελγκα Καββαδία, κυκλοφορούν τώρα από την Αγρα σε έναν ιδιαίτερα φροντισµένο τόµο, που περιλαµβάνει πρόλογο της Ελγκας και πλήθος φωτογραφίες (απεικονίζονται, πέρα από τον Καββαδία και τις δύο αγαπηµένες του, ναυτικά φυλλάδια και χειρόγραφα του ίδιου, πίνακες ζωγραφικής που αγαπούσε, όπως και καρτ ποστάλ από τα µέρη στα οποία ταξίδευε).

Κοιτάζω τα γράµµατα προς την Τζένια και την Ελγκα και σκέφτοµαι πως εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως ο κόσµος τους δεν διαφέρει και πολύ από τον κόσµο ο οποίος ζωντανεύει στην αλληλογραφία του Καββαδία µε τον Καραγάτση (µεταξύ 1939 και 1965), που κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα επίσης από την Αγρα (τον σχολίασα προ µερικών µηνών από αυτή τη στήλη): ένας ναυτικός που δεν µπορεί να σταθεί πουθενά και ταξιδεύει ασταµάτητα για να ξεφύγει από µιαν απροσδιόριστη απειλή, ένας ποιητής που συλλαµβάνει τους στίχους του πάνω στο πλοίο, παλεύοντας αγωνιωδώς για να τους δώσει εντελή φόρµα, ένας µοναχικός άντρας που έχει στερηθεί διά βίου τον έρωτα και τη φιλία (παρασυρµένος από τις πόρνες των λιµανιών και εκστασιασµένος από τους ανοιχτούς ορίζοντες της θάλασσας), ένας γραφιάς που µαγεύεται από τα φυσικά χρώµατα, αλλά και από τις εικαστικές µπογιές, οι οποίες θα δώσουν στα ποιήµατά του µια εντελώς ξεχωριστή όψη. Αν προσέξουµε παρ’ όλα αυτά καλύτερα τις επιστολές του Καββαδία προς την αδελφή και την ανιψιά του, θα ανακαλύψουµε έναν ψυχισµό που δεν εκδηλώνεται (καλύτερα είναι να πω ότι παραµένει εν υπνώσει) στην αλληλογραφία µε τον Καραγάτση. Γράφοντας στα συγγενικά του πρόσωπα, ο Καββαδίας δεν εµφορείται κατ’ αρχάς από την οιαδήποτε οικογενειακή διάθεση. Αν εξαιρέσουµε τις συνεχείς διαβεβαιώσεις για την αγάπη του, που οφείλονται στις αιφνίδιες αναχωρήσεις του από την πατρίδα ή στις συχνές αναβολές της επιστροφής του, ο υπόλοιπος λόγος του διαθέτει έναν πολύ εξοµολογητικό και προσωπικό τόνο. Ο Καββαδίας είναι εδώ σαν να µιλάει σε καρδιές που ξέρουν τα µύχια της ψυχής του, όντας ικανές να συναισθανθούν και να κατανοήσουν τις πλέον απόκρυφες δονήσεις του: από την ερωτική του δίψα και έρηµο ως την ακατανίκητη υπαρξιακή του δυσφορία και το χάσιµό του σε ένα σύµπαν όπου η σκοτεινιά και ο πνιγηρός αέρας αποτελούν τον προθυµότερο σύντροφο. Ζώντας σε µια µόνιµη έξαψη (την έξαψη του ανθρώπου που από τη µια µεριά µεθάει και από την άλλη συντρίβεται από το αίσθηµα της φυγής του), ο Καββαδίας ρυθµίζει αναλόγως και τη γραφή του: αφήγηση ασθµατική και διακεκοµµένη, µε πλήθος σιωπές και κενά, που καλούνται να συµπληρώσουν µε δική τους πρωτοβουλία οι αποδέκτες της, επανειληµµένες παραποµπές σε µουσικές και ζωγραφικές συνθέσεις ή σχέδια ποιηµάτων και πεζών τα οποία θα πάρουν την οριστική τους µορφή εν ευθέτω χρόνω (δεν εµφανίζονται παρά µόνο σε πολύ περιορισµένη συχνότητα στην αλληλογραφία µε τον Καραγάτση), καθώς κι ένας συνεχής χορός αντικειµένων και προϊόντων: από σαπούνια, αρώµατα, κύπελλα και περσικά τσιγάρα ως σιδερένια κουτιά µε σκαλισµένα φίδια, αλγερίνικα φέσια, καραµέλες, φορέµατα, µεταξωτά, κουβέρτες και κοράλλια.

Εξωτισµός και βαρύς διάκοσµος; Σίγουρα. Από την άλλη, όµως, πλευρά και µια επιστολογραφία που θυµίζει έντονα τη σύγχρονη ταξιδιωτική λογοτεχνία.

Μια επιστολογραφία µε σταθερά αποσπασµατικό βλέµµα, που απαλλάσσεται ευθύς εξαρχής από τις εξαντλητικές περιγραφές και το θαυµαστικό ύφος, για να παραµείνει συγκεντρωµένη στη δύναµη (και το πάθος) της υποκειµενικότητάς της.

Από το αληθινό στο φανταστικό

Τι ακριβώς αντιπροσωπεύει το ταξίδι για τον Καββαδία στα γράμματά του προς την Τζένια και την Eλγκα; Μένω με την εντύπωση πως μιλάμε για ένα ταξίδι που μπορεί να έχει αφετηρία του την πραγματικότητα των μεγάλων λιμανιών και των διεθνών θαλασσίων οδών, αλλά γρήγορα καταλήγει κάπου αλλού: σε έναν υπερβατικό και φανταστικό χώρο, που μετατρέπει τον αληθινό τόπο σε μαγική αφαίρεση, για να του προσδώσει μια πλαστική διάσταση, επιτρέποντας στον συγγραφέα να γεμίσει το εσωτερικό της με όλη την ονειρική και την ενοραματική ταραχή του. Ο Καββαδίας θα φτιάξει εν προκειμένω ένα σπάνιο μείγμα: λογοτεχνικά πρόσωπα και ονόματα θα συναντηθούν με τα ίχνη του υποσυνείδητου που σκάνε μύτη στην επιφάνεια της βιωματικής αφήγησης των επιστολών του, για να προκαλέσουν μιαν εκρηκτική φαντασμαγορία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ