Η έκρηξη διαμαρτυρίας του Δεκεμβρίου 2008 στη χώρα μας ήταν σε κοινωνικό επίπεδο εκδήλωση δυσφορίας με το πολιτικό σύστημα, η οποία αντιστοιχεί στην αρνητική ετυμηγορία τριών πρόσφατων βιβλίων για την ελληνική πολιτική. Η μονογραφία του Γ. Βούλγαρη και οι δύο σχετικοί συλλογικοί τόμοι συμπίπτουν στο ότι υπάρχει πρόβλημα ηγεσίας, οράματος, σχεδιασμού και διαχείρισης στο πολιτικό σύστημα. Οι διαφορές όμως ανάμεσα στις τρεις προσεγγίσεις είναι ορατές.

Συντονισμός
Ο Βούλγαρης δεν δέχεται την κλασική «θέση» ότι στην Ελλάδα έχουμε υπερτροφικό, αναποτελεσματικό κράτος και ταυτόχρονα ατροφική κοινωνία πολιτών. Διακρίνει τη «συντονιστική» από την «κεντρική-συγκεντρωτική» λειτουργία του κράτους και κάνει λόγο ειδικά για έλλειψη συντονιστικής ικανότητας του ελληνικού κράτους. Το κράτος στην Ελλάδα αδυνατεί να συμβιβάσει τα συλλογικά συμφέροντα, τα οποία κατά περίπτωση το αιχμαλωτίζουν και το διαφθείρουν. Διατηρεί, αντίθετα, τη συγκεντρωτική (ή «δεσποτική») ικανότητά του, όταν αναλαμβάνει δράση όπου τυχόν δεν τίθεται θέμα διαπραγματεύσεων με κοινωνικές ομάδες και συμφέροντα. Πρόκειται για μια φρέσκια ερμηνεία από κάποιον που ξέρει όσο λίγοι την ελληνική πολιτική, τόσο σε θεωρητικό επίπεδο όσο και «από τα μέσα». Ωστόσο, μπορεί κανείς να αντιτείνει ότι το ελληνικό κράτος σήμερα δεν είναι αποτελεσματικό ούτε καν ως προς τη «δεσποτική» λειτουργία του. Αρκεί να σκεφθεί κανείς την αντίδραση του κρατικού μηχανισμού στις πυρκαϊές του Αυγούστου 2007, στις περιοδικές συγκρούσεις με αφορμή αθλητικούς αγώνες και κυρίως στις πάμπολλες εκδηλώσεις ιδιωτικής αυθαιρεσίας. Το βιβλίο πάντως δεν περιορίζεται σε αυτό το ανοικτό ερευνητικό ζήτημα, αλλά τοποθετεί την «Ελλάδα της παγκοσμιοποίησης» στο ιστορικό πλαίσιο της μετεμφυλιακής περιόδου και της περιόδου της μεταπολίτευσης, διατρέχει τις πολιτικές εξελίξεις έως και την επάνοδο της ΝΔ στην εξουσία (2004), αναλύει έναν έναν τους θεσμούς της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, τις εκλογές και το κάθε κόμμα ξεχωριστά, τα συνδικάτα και τις οργανώσεις των επιχειρηματιών, καθώς και την πολιτική κουλτούρα.

Από τα πιο πρωτότυπα μέρη του βιβλίου είναι η ανάλυση του πώς η «μεταπολίτευση άργησε» ως προς τα δικαιώματα των μειονοτήτων και η αξιολόγηση των «νέων θεσμικών παικτών», οι οποίοι προέκυψαν μετά το 1990, με την ίδρυση Ανεξάρτητων Αρχών, την ενδυνάμωση της περιφερειακής διοίκησης και της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, την αυτονόμηση της Τράπεζας της Ελλάδος και τον «ακτιβισμό» των δικαστών. Η πιο σημαντική συμβολή του βιβλίου είναι η διαρκής μέριμνα για ερμηνεία όλων αυτών των εξελίξεων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και του μεταδιπολικού κόσμου και δευτερευόντως του εξευρωπαϊσμού. Πρόκειται για μια μεθοδολογική πρόταση του Βούλγαρη που αποτελεί τομή σε σχέση τόσο με τον ελληνοκεντρισμό της παλαιότερης ελληνικής πολιτικής επιστήμης όσο και με τη νεομαρξιστική θεωρία της εξάρτησης και τη λειτουργιστική θεωρία του εκσυγχρονισμού.

Οι συγγραφείς του τόμου Πολιτική στην Ελλάδα εκκινούν από τον εξευρωπαϊσμό ως κύρια μεθοδολογική αφετηρία των αναλύσεών τους, οι οποίες δεν αφορούν τόσο θεσμούς και διαδικασίες όσο τομεακές δημόσιες πολιτικές. Η μετατόπιση της έρευνας από τους θεσμούς στις πολιτικές αποτελεί γνώρισμα της διεθνούς βιβλιογραφίας για την πολιτική. Στο συγκεκριμένο βιβλίο αυτή η τάση αποτυπώνεται σε κεφάλαια για την οικονομική, συνταξιοδοτική, περιφερειακή και εξωτερική πολιτική, καθώς και την πολιτική δημόσιας υγείας, αγορών εργασίας, συλλογικών εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων και ιθαγένειας. Τόσο σε αυτά τα ειδικά όσο και στα γενικότερα κεφάλαια του βιβλίου για τις εκλογές, το κομματικό σύστημα, το κράτος δικαίου και τον ρόλο των «ειδικών» τεχνοκρατών αναδύεται το κύριο πρόβλημα του πολιτικού συστήματος που είναι «πρόβλημα διακυβέρνησης».

Από τον εξαιρετικό αυτόν τόμο προκύπτει ότι το κράτος αδυνατεί να διεκπεραιώσει μεταρρυθμίσεις, επειδή παρακωλύεται από το ισχύον σύστημα διαμεσολάβησης των συλλογικών συμφερόντων και από την έλλειψη συνεννόησης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Θα παρατηρούσε κανείς ότι οι τυπικές πλέον καταλήψεις σχολικών, πανεπιστημιακών και νομαρχιακών κτιρίων, οι αποκλεισμοί εθνικών οδών κλπ σηματοδοτούν κάτι βαρύτερο από αδυναμία διαμεσολάβησης και έλλειψη συνεννόησης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Επίσης, αν κάποιοι εταίροι (π.χ. ορισμένα συνδικάτα) εμφανίζουν αδιαλλαξία, τι να πει κανείς για πανίσχυρους οικονομικούς παίκτες, ιδίως στους πολλούς πλέον τομείς της ελληνικής οικονομίας με ολιγοπωλιακή δομή, οι οποίοι ασκούν ιδιαίτερα μεγάλη πολιτική επιρροή; Η προβληματική αδιαλλαξία κάποιων «εταίρων» αντιστοιχεί στην αρρύθμιστη δραστηριότητα πολλών επιχειρηματιών σε συνθήκες, θα λέγαμε, άγριου καπιταλισμού.

Αναξιοπιστία
Στον συλλογικό τόμο για την κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος, οι ίδιες τάσεις διερευνώνται ως παθολογικά φαινόμενα ενός «αυτοαναφερόμενου πολιτικού συστήματος». Παρ΄ ότι η δημοκρατία της μεταπολίτευσης είναι η πιο γνήσια στην ελληνική Ιστορία (πράγμα που δέχονται και τα τρία βιβλία), οι περισσότεροι θεσμοί της βρίσκονται σε παρακμή ή έχουν καταστεί αναξιόπιστοι.

Παρ΄ ότι στο επίκεντρο της πολιτικής, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ) δεν εξετάζονται αναλυτικά σε κανένα από τα τρία βιβλία (αν και ο Βούλγαρης θίγει το θέμα). Ωστόσο, η απίσχνανση των λειτουργιών πολιτικής έκφρασης, εκπροσώπησης, συμμετοχής, ακόμη και ελέγχου της εξουσίας, συνδέεται με τη σταδιακή υποκατάσταση των υπόλοιπων θεσμών από τα ΜΜΕ. Πάντως και τα τρία βιβλία, παρ΄ ότι εκδόθηκαν πριν από τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, αφορούν το ερώτημα αν αντιμετωπίζουμε σήμερα απλώς αποκλίσεις από τη λειτουργία των θεσμών ή μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε μια συνολικότερη κρίση. Αν συμβαίνει το τελευταίο, κάτι δηλαδή σαν την κρίση του Μάη του 1968 ή την ιταλική κρίση του 1992-1994, τότε χρειαζόμαστε πολύ περισσότερα βιβλία σαν και αυτά.

Ο κ.Δημήτρης Α.Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.