Μια ομάδα φίλων εκδράμει στην Ελευσίνα και στα μισά του δρόμου το αυτοκίνητό τους χαλάει. Είναι κατακαλόκαιρο και ο μηχανικός τούς λέει πως θα χρειαστεί πάνω από ώρα για να διορθώσει τη βλάβη. Τότε πέφτει η ιδέα να κάνουν μια βόλτα ως το παρακείμενο Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο. Καθώς περιηγούνται τους χώρους του φρενοκομείου με τα κάτισχνα πεύκα και τα σιδερόφραχτα μονότονα περίπτερα των αρρώστων, ακούνε μια φωνή: σε ένα παράθυρο ο «τρισελεύθερος ποιητής» Ρώμος Φιλύρας τούς καλεί με την ίδια φιλοπαίγμονα διάθεση που τον διέκρινε όταν περιπλανιόταν στα πάρκα της Αθήνας και ξεκουραζόταν στο «Καπρίς», όταν στροβιλιζόταν στα ντάνσινγκ και δροσιζόταν στου «Ζαχαράτου». Λίγο παχύτερος τώρα, τα μαλλιά του, αραιά γύρω, φουντώνουν σαν σατανικό λοφίο στη μέση του κεφαλιού του. Στο πάτωμα σκόρπια μεγάλα, ακανόνιστα χειρόγραφα. Τους τα δίνει, είναι το ημερολόγιο του εγκλεισμού του:


– Είχα κρίσι τότε που τα έγραφα… Αλλά πάρτε τα. Ετσι θα… κυκλοφορήσω πάλι στην Αθήνα έξω!


Ο γιατρός που τους συνοδεύει τους βεβαιώνει ότι τα φτερά του ποιητή, που πριν από καιρό ψαλίδισε η ωχρά σπειροχαίτη, έχουν αρχίσει να ξαναφυτρώνουν στους ώμους του τραγικού λογίου. Οι φίλοι ρίχνουν μια γρήγορη ματιά στα χαρτιά. Σπαράγματα, «κραυγές αγωνίας και τραγικού ασπασμού».


Ολες εσείς οι μυστικές γυναίκες


Με αυτόν τον τρόπο ο γνωστός κυρίως ως ποιητής και δημοσιογράφος Ρώμος Φιλύρας (φιλολογικό ψευδώνυμο του Ιωάννη Οικονομόπουλου) μας εισάγει στο κείμενο «Η ζωή μου εις το Δρομοκαΐτειον», που μαζί με την «Παράδοξη αυτοβιογραφία μου» και τον «Θεατρίνο της ζωής» απαρτίζουν τον τόμο των εκδόσεων Καστανιώτη. Γεννημένος στο Κιάτο Κορινθίας, το 1888, εγκαθίσταται στον Πειραιά και το 1905 αρχίζει το δημοσιογραφικό του στάδιο, που θα διεξέλθει στις εφημερίδες «Νουμάς», «Ακρόπολις», «Πρόοδος», «Νέα Ελλάς», «Πατρίς», «Ελεύθερον Βήμα», «Καθημερινή», «Ηγησώ», «Εστία» κ.ά. και θα διακοπεί στα 1927, όταν κλείνεται εθελοντικά στο Δρομοκαΐτειο με προχωρημένη σύφιλη (θα εγκαταλείψει τον σκληρό και μάταιο ετούτο κόσμο μεσούσης της γερμανικής κατοχής, το 1942, στο Δαφνί). Το αυτοβιογραφικό στοιχείο στην περίπτωση του Θεατρίνου είναι συγκαλυμμένο και λογοτεχνικά διαμεσολαβημένο, με την επιλογή της τριτοπρόσωπης αφήγησης και πλοκής, ενώ στις αμιγώς αυτοβιογραφικές σελίδες ξετυλίγεται απροκάλυπτα σε άμεσο αυτοαναφορικό λόγο. Αλλά και οι δύο αυτοβιογραφίες με τη σειρά τους επικοινωνούν και με το ποιητικό έργο του Φιλύρα καθώς παρουσιάζουν κοινά με αυτό μοτίβα.


«Ημουν νευρικός, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, αλλοπρόσαλλος, βερέμης (καχεκτικός), κλαψιάρης, παραπονιάρης, λιγόψυχος, ανυπόμονος, ατίθασος, επίμονος, πεισματάρης». Ετσι σκιαγραφεί ο Φιλύρας την προσωπικότητά του στην Αυτοβιογραφία. Μεγάλωσε υπό την σκέπη της μητέρας του και πολλών φιλενάδων της. Είναι λοιπόν απολύτως κατανοητό γιατί θαυμάζει τόσο το γυναικείο φύλο: «Τώρα που ξύπνησα κι όλο ξυπνώ στην ενθύμησι των περασμένων, μακαρίζω την παιδική μου ευτυχία για την ανήσυχη ζεστασιά, τα χάδια της μητέρας μου και τόσων γυναικών κοντά της. Τόσο μου ‘λειπε η απόλαυσι, τόσο δυνατό αίμα ήμουνα, τόση υπεραιμία ζάλιζε τα μελίγγια μου, τόση δίψα ηδονής ετάραζε, ταράζει και θα ταράζει το κορμί μου και το πνεύμα ως που εντελώς να γεράσω. Ευλογημένες να είσαστε όλες εσείς οι μυστικές γυναίκες της ολοπρώτης μου ηλικίας, παράπλευρες της ανατροφής μου, του βυζάγματός μου, της εξυπηρέτησης και της περίθαλψης, μητερογυναίκες μου!».


Η «πλήξις με τα μαύρα της φτερά»


Ολα ετούτα όμως ανήκουν πια στο παρελθόν. Τώρα η μόνη αίσθηση που νιώθει είναι το παγωμένο άγγιγμα του Δρομοκαΐτειου. Το βλέμμα του δεν έχει αλλού να σκαλώσει παρά στους άσπρους τοίχους και στις ακόμη πιο λευκές καμιζόλες των γιατρών. «Οταν μπήκα στο Δρομοκαΐτειον, την πρώτη βραδιά, αισθάνθηκα αμέσως την συμφορά μου βαρύτερη, την πλήξι με τα μαύρα της φτερά να με σκεπάζει ολόκληρο, σύγκορμο και σύψυχο. Και οι χλωμές, φασματικές, εφιαλτικές μορφές των αρρώστων, που τριγυρνούσανε στον περίβολο, μου φανήκανε σαν φαντάσματα, σαν άυλα και άπιαστα φαντάσματα που τριγυρνούσαν στις όχθες του Αρνου και οπού στα χείλη τους έτρεμε, μαζύ με το άφωνο «καλώς όρισες», το ερώτημα: «Τι νέα από τον επάνω κόσμο, από τον κόσμο των ζωντανών;»». Την πρώτη του νύχτα στο φρενοκομείο θα την περάσει στον θάλαμο των μανιακών. Οπως άλλωστε και τις επόμενες 300 από τις συνολικά 780 που θα μείνει εδώ: «Χέρια αποσκελετωμένα πασπατεύουν μέσα στην αχλύ σαν να κυνηγούν μια φευγαλέα ακτίνα απατηλή, κορμιά βασανισμένα σπαράζουν επάνω στις κλίνες, άλλα ταράζονται από τους σπασμούς, αναπετιούνται ολόρθα σαν άλιωτοι νεκροί που αναπηδούνε ολόσωμοι απ’ τους τάφους των, τα κόκκαλα τρίζουν ανατριχιαστικά καθώς τα στριφογυρίζουν στα ατσαλένια τους δάκτυλα οι εφιάλτες και οι τρόμοι… Τα μάτια αναμμένα από τον πυρετό της αλλοφροσύνης σαν πύραυνα, διεσταλμένα από την έντασι, την έξαψι και την αγωνία, ξεπετιούνται από τα βαθουλά κοιλώματα των κογχών και σπαθίζουν το σκότος με τρομώδεις αναλαμπές…».


Σιγά σιγά όμως η ρουτίνα του ιδρύματος, με όλα τα αλλόκοτα και μοναδικά, του γίνεται οικεία. «Στας 12 ακριβώς η ώρα σημαίνει το κουδούνι για να φάμε. Στο άκουσμα αυτό κάθε φορά ο θρησκομανής το παίρνει για καμπάνα και αμέσως αρχίζει ατελείωτες μετάνοιες. Από την άκρη του περιβολιού τρέχει επίσης ο άλλος προφήτης φωνάζοντας: «Εσήμανε η ώρα… Προσοχή, η συντέλεια… γκρεμιζόμαστε» και γκρεμίζεται μόνος του αφρίζοντας κατά γης». Ο Φιλύρας, ακόμη και στις στιγμές της πιο βαθιάς κρίσης του, διατηρεί την οξυδέρκεια και την ειρωνεία του δημοσιογράφου, τη «λοξή» αναλυτική ματιά του ποιητή: «Η κοινωνία των παλαβών, όπως και η κοινωνία των γνωστικών, έχει τις κοινωνικές της τάξεις, τις κοινωνικές της βαθμίδες, αναλόγως της… τρέλλας του καθενός. Εχει τους πατρικίους και μεγιστάνες και το περιφρονημένο απρόσωπο πλήθος της, τους ευπατρίδες, τους αστούς της, τους πλουτοκράτας της τρέλλας και το ανώνυμο ταπεινό προλεταριάτο της… Εγώ ανήκω δυστυχώς στο τελευταίο. Και η θέσις μου εδώ μέσα είνε… αξιοθρήνητη! Ο Θεός μόλις και καταδέχεται να μου ρίξει ένα βλέμμα γεμάτο οίκτο από τον υπερνέφελο θρόνο της φοβεράς παντοδυναμίας του. Ο Στρατάρχης, την ώρα που βγάζει τα χιλιοτρυπημένα παπούτσια του – γι’ αυτόν είναι σπιρουνάτες ολόστιλπνες μπότες – μου τα πετάει κατάμουτρα.


– Να τις γυαλίσεις καλά!


Ο Πατισάχ, έτσι τον εβάφτισεν ένας τύπος γυναικομανούς εκφύλου, που στο χαρέμι του έχει δεκατρείς χιλιάδες οδαλίσκες, με παίρνει προστατευτικά κατά μέρος:


– Εννοια σου, εγώ είμαι για σε… Θα σε παντρέψω με μία από τις… δούλες μου!».


Λίγη γαλήνη στους βασανισμένους


Και οι ώρες περνούν απαράλλακτες, μονότονες. Το ίδιο και οι μήνες, τα χρόνια. Μονάχα τα ναρκωτικά δίνουν λίγη γαλήνη στους βασανισμένους, μια γαλήνη που μοιάζει με θάνατο. «Πουθενά αλλού το αίσθημα της ερημιάς, της απομονώσεως, δεν είνε τόσο οδυνηρά καταθλιπτικόν όσο εις το άσυλο των παραφρόνων. Ο,τι χαρακτηρίζει την τρέλλαν είνε ένας απόλυτος και αθώος εγωισμός που αιχμαλωτίζει αδιέξοδα την ψυχήν μέσα εις τον ίλιγγον των υποκειμενικών παραισθήσεών της. Καμμιά επικοινωνία με την πραγματικότητα, καμμιά επαφή με τους «άλλους», κανένας τρόπος συνεννοήσεως μεταξύ του ενός και του άλλου τρελλού». Μόνο κάποια αναλαμπή, η αναπόληση των περασμένων, μιας ζωής που τώρα πια φαντάζει ολότελα ξένη και εξωπραγματική, χαρίζει απαντοχή και παραμυθία. «Επαιρνα, θυμάμαι, το παλτουδάκι μου από το ξενοδοχειάκι η «Θεσσαλία», κοντά στο Μοναστηράκι, κατηφόριζα στο Θησείον, όπου σαν αλήτης ελεύθερος, ξένοιαστος, έκοβα βόλτες όλη τη νύχτα ως το πρωί… Ξενυχτούσα ξαπλωμένος στο αρχαίο μνημείο, κοιτάζοντας ώρες τον ουρανό. Εκεί έξω ένοιωσα για πρώτη φορά να γίνομαι θύμα παραισθήσεων. Ομως δεν είχα χάσει τελείως τας αισθήσεις μου. Γιατί από τότε είχα εξακριβώσει και εγώ την βρώμα που επικρατεί στις συνοικίες των Αθηνών και την ανθυγιεινότητα εν γένει της πόλεως, αφού και το Θησείον ακόμη, παρ’ όλον τον εκτεταμένον και ανοιχτόν του ορίζοντα, δεν το ‘νοιωθα και τόσο υγιεινό, μια δομή μούχλας, κάτι αρρωστημένο στον αέρα με συνώδευε παντού».


Ολα τα πρόσωπα που συναντά του φαίνονται χλωμά, επιθανάτια. Και ένα βράδυ, μεσάνυχτα, διαπληκτίζεται χωρίς λόγο με έναν ξανθό, αδύνατο νέο, μαρκόνη-ασυρματιστή στα καράβια. «Μου εφαίνετο τόσο χλωμός, τόσο άρρωστος ο δυστυχής, που ήθελα να τον πείσω να πάη αμέσως σπίτι του να πέση στο κρεβάτι, να φροντίση τον εαυτόν του, που τον διαισθανόμουν εγώ σε τέτοια χάλια. Δεν ήθελε να με ακούση κατ’ ουδένα λόγον. Αρπαχτήκαμε και… αλληλοωδηγήθημεν εις το αστυνομικόν τμήμα του Θησείου». Ο «ηλίθιος ενωμοτάρχης» δεν μπόρεσε να εξηγήσει τίποτε από την «τραγικήν αυτή ιστορία». Τους έδιωξε από το τμήμα με τη βολική εξήγηση ότι ήταν και οι δύο πιωμένοι. «Οταν χωριστήκαμε, με έπιασαν τα κλάματα με την ιδέαν ότι ο ατυχής άνθρωπος θα πέση πάρα κάτω χάμου στο δρόμο και έπεσα εγώ, ξερός, με ένα τρομερό βοϋτό στο κεφάλι… Οταν συνήλθα – με μάζεψαν κάτι περαστικοί – τρικλίζοντας, τράβηξα για το ξενοδοχείον μου. Από τότε κατάλαβα ότι είχα παραισθήσεις. Και ήλθα εδώ στο Δρομοκαΐτειον με όλη τη θέλησίν μου για να γίνω καλά».