Μερικές φορές μπορεί να αποτιμήσει κανείς την επιτυχία μιας έκθεσης βιβλίου ακόμη και από τα αρνητικά της ρεκόρ. Στην τετραήμερη εφετινή Εκθεση Βιβλίου της Λειψίας, που τελείωσε την περασμένη Κυριακή, από τα περίπτερα ορισμένων εκδοτικών οίκων είχε κλαπεί ως και το 10% των βιβλίων. Αυτή και αν είναι βιβλιοφιλία: δεν ορρωδεί προ ουδενός! H ανοιξιάτικη αυτή έκθεση των γερμανών εκδοτών, που μετά τη διάλυση της Ανατολικής Γερμανίας φαινόταν να έχει αβέβαιο μέλλον, εδραιώθηκε τελικά και εξελίχθηκε στο πιο ζωντανό πανηγύρι του βιβλίου στη Γερμανία, ανοιχτό στο κοινό, ελκυστικό για τους συγγραφείς, φιλόξενο για τις ιδέες. Ετσι η έκθεση της Λειψίας κέρδισε τη ζωντάνια και την αμεσότητα, που λείπουν εδώ και χρόνια πια από τη μεγάλη της αδελφή, την επαγγελματική Διεθνή Εκθεση Βιβλίου που γίνεται κάθε φθινόπωρο στη Φραγκφούρτη. Πάνω από 120.000 άνθρωποι συνέρρευσαν αυτό το τετραήμερο στη Λειψία, ενώ παρόντες ήταν πάνω από 2.000 εκδότες από 36 χώρες. Τον σφυγμό έδωσαν και πάλι τα σχολεία, ατέλειωτες ουρές μαθητών σαν κάμπιες, πολλές ομάδες μάλιστα ντυμένες με κοστούμια μάνγκα, αφού όποιος ερχόταν έτσι μεταμφιεσμένος έμπαινε δωρεάν. Τα μάνγκα, τα κόμικς δηλαδή από την Ιαπωνία και την Κορέα, είχαν εφέτος την τιμητική τους στην έκθεση και οι διοργανωτές εκμεταλλεύθηκαν τις προτιμήσεις της νεολαίας για να μαζέψουν κόσμο.


Ευρωπαϊκές εμπειρίες


H έκθεση της Λειψίας όμως δεν είναι μόνο η μόστρα για την ανοιξιάτικη παραγωγή των γερμανών εκδοτών. Εχει καταξιωθεί πια και ως τόπος συνάντησης και επαφής με τα βιβλία και τους συγγραφείς των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. H Λειψία έχει κατακτήσει ήδη τον ρόλο που φιλοδοξεί να παίξει, τηρουμένων των αναλογιών στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, η Διεθνής Εκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης. Ισως πουθενά αλλού δεν συζητιούνται περισσότερο οι διαφορετικές ευρωπαϊκές εμπειρίες των δυτικών και των ανατολικών χωρών, όσο στις παράλληλες εκδηλώσεις της έκθεσης της Λειψίας, που εφέτος έφθασαν συνολικά τις 1.800, σε βιβλιοπωλεία και μπιραρίες, σε αίθουσες τέχνης και εστιατόρια. Και σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι εφέτος το βραβείο της έκθεσης για την ευρωπαϊκή συνεννόηση δόθηκε στον ουκρανό συγγραφέα Γιούρι Αντρουχόβιτς, σε μια στιγμή που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μεταθέτει στο άγνωστο μέλλον την ουκρανική ένταξη. Ούτε ότι το βραβείο για την καλύτερη πρόζα δόθηκε στον βούλγαρο συγγραφέα Ιλία Τρογιάνοφ, σε μια στιγμή αβεβαιότητας για το αν η χώρα του θα ενταχθεί όντως στην EE στις αρχές του 2007. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα βραβεία απονέμονται με στενά πολιτικά κριτήρια, αλλά ότι σκοπός τους είναι να ανοίγουν γέφυρες και να προωθούν την ανταλλαγή εκεί όπου η πολιτική διστάζει ή είναι ακόμη ανέτοιμη. Δυστυχώς, η ιδέα να είναι εφέτος στην Εκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης τιμώμενη χώρα η Τουρκία ξεπερνούσε προφανώς τα εσκαμμένα των ελληνικών σχεδιασμών και έτσι απορρίφθηκε.


Σε αντίθεση με τη Φραγκφούρτη, στη Λειψία η διακίνηση του βιβλίου συνδυάζεται επίμονα με τη γόνιμη συνάντηση των ιδεών. Μια εξαιρετική σειρά εκδηλώσεων εφέτος, με τη συμμετοχή συγγραφέων από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, έφερε τον τίτλο «Γοητεία και Αντιστάσεις». Θέμα της: η σημερινή κατάσταση της EE στα εσωτερικά και στα εξωτερικά της σύνορα. Γιατί άραγε να καταθέτουν την εμπειρία τους μόνο συγγραφείς από τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Ρωσία, την Ουκρανία ή τη Σλοβενία και όχι και από την ακριτική Ελλάδα; Δεν υπάρχουν έλληνες συγγραφείς που να μπορούν να μιλήσουν για την εμπειρία του πελάγους, του θαλάσσιου συνόρου στην άκρη της Ευρώπης και τους όποιους συνειρμούς προκαλεί η αντίπερα όχθη; H αλήθεια είναι ότι έλληνες συγγραφείς έρχονται στη Λειψία τα τελευταία χρόνια, αν και κατ’ αρχήν όχι τόσο για την κονίστρα των ιδεών της διευρυνόμενης Ευρώπης, όσο για την παρουσίαση βιβλίων τους. Και μάλιστα σε ένα ενδιαφέρον πλαίσιο. Μετά τις πρώτες απόπειρες μοναχικών παρουσιάσεων συγγραφέων από την Ελλάδα ενώπιον κενών θέσεων, το παράρτημα του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού στο Βερολίνο έβγαλε τα ορθά συμπεράσματα και την τελευταία τριετία εντάσσει έλληνες συγγραφείς σε μεικτές παρουσιάσεις με λογοτέχνες άλλων χωρών, όπως είναι η Πολωνία, η Βουλγαρία ή η Ουγγαρία στο κοινό φόρουμ των μικρών, αλλά έκτακτων με τίτλο: «Μικρές γλώσσες – Μεγάλες λογοτεχνίες».


Στα μισά του δρόμου


Εφέτος στη Λειψία είχε προσκληθεί για να παρουσιάσει το βιβλίο του Αυτοκτονώντας ασύστολα ο χειμαρρώδης Αύγουστος Κορτώ, αλλά λόγοι υγείας τον κράτησαν τελικά στην Ελλάδα. Ούτως ή άλλως δεν είναι απολύτως βέβαιο ότι η πολύπλαγκτη ηρωίδα του βιβλίου του Ρόζα Βλάχου με τον μονοδιάστατο κυνισμό της, που καταντά κάποια στιγμή απλά πληκτικός, θα γινόταν αποδεκτή από το κοινό. Και αυτό γιατί έχει δύο ισχυρότατες ανταγωνίστριες: τη σχεδόν πανομοιότυπη Χελ, εξίσου ευκατάστατη και εξίσου κενή ηρωίδα του ομώνυμου μυθιστορήματος της γαλλίδας ντεμπιτάντ Λολίτας Πιλ, που κυκλοφορεί εδώ και δύο χρόνια στα γερμανικά. Και κυρίως: την αμίμητη Σούζι Γκερν, τη συμπαθητική εκδοχή της σεξουαλικής αναζήτησης λόγω ερωτικής στέρησης, προϊόν ενός πολύ βαρύτερου καλάμου, του γερμανού συγγραφέα Μάρτιν Βάλζερ στο βιβλίο του Βιογραφία ενός έρωτα. Οι προληπτικές αυτές παρατηρήσεις γίνονται με δεδομένη πια την αδυναμία των περισσότερων ελληνικών τίτλων που μεταφράστηκαν στα γερμανικά από το 2001 – οπότε η Ελλάδα ήταν τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης – ως σήμερα, να ανταποκριθούν στην πίστωση χάριτος, η οποία δίνεται στα λογοτεχνικά προϊόντα της εκάστοτε τιμώμενης χώρας.


Μόλις πριν από λίγες ημέρες ο κριτικός της μεγάλης εφημερίδας «Frankfurter Allgemeine Zeitung» πέρασε από ψιλή κρησάρα τη γερμανική έκδοση του βιβλίου του Νίκου Παναγιωτόπουλου Αγιογραφία. Οι απόψεις του δεν είναι απόλυτες, είναι όμως ενδεικτικές: αναγνωρίζει στο βιβλίο ορισμένα επιτυχημένα χωρία, αλλά κατά βάση του καταμαρτυρεί έλλειψη δόμησης, μετέωρα διηγηματικά τεχνάσματα και απουσία συνοχής και πειστικότητας. Το τελικό του συμπέρασμα: «Πρόκειται για ένα βιβλίο που παραμένει τελικά εκκρεμές, που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στη σάτιρα και το φολκλόρ, που χάρη σε μια φλύαρη μορφή αφηγητή μένει κάθε τόσο στα μισά του δρόμου». Σχεδόν πέντε χρόνια μετά τη φαντασμαγορία της Φραγκφούρτης το ερώτημα για την καχεξία πολλών ελληνικών λογοτεχνικών βιβλίων στο εξωτερικό παραμένει ουσιαστικά αναπάντητο. Ως σήμερα απευθυνόταν στους παράγοντες. Είναι ίσως ζήτημα πνευματικής συνέπειας να τεθεί κάποτε και στους ίδιους τους συγγραφείς.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Ντόιτσε Βέλε.