Το πρώτο βιβλίο τής M. Πάουελ «Δεσμά αίματος» (Κέδρος), που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2003, αν και δεν θα χαρακτηριζόταν πρωτόλειο, είχε τα προσόντα αλλά και τα κουσούρια του. Ωστόσο, η κριτική υποδοχή στάθηκε ανεπιφύλακτα ευνοϊκή, διαβλέποντας πλεονεκτήματα και πέρα από τα υπάρχοντα, χωρίς τον εντοπισμό της παραμικρής ατέλειας. Αποτέλεσμα, το μυθιστόρημα της Πάουελ να τιμηθεί με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου του περιοδικού «Διαβάζω», που ήταν και το τελευταίο τού θεσμού, όπως τον καθιέρωσε ο Ηρακλής Παπαλέξης, και να επιλεγεί ως η ελληνική υποψηφιότητα για το βραβείο Balkanica. Αναμενόμενη η τάχιστη έκδοση του δεύτερου μυθιστορήματος, με σημαντικά αυξημένο τον αριθμό σελίδων, φαινομενικά κομμένο στο ίδιο πατρόν, ουσιαστικά όμως διαφοροποιημένο.


Συνεχής ροή


Πιστεύουμε πως το πρώτο μυθιστόρημα μένει μετέωρο στο σταυροδρόμι λογοτεχνίας και αναγνώσματος ευρείας κατανάλωσης, ενώ η συγγραφέας έδειχνε δίβουλη ως προς τους στόχους της. Βασική αρετή του, η συνεχής ροή μιας πρωτοπρόσωπης αφήγησης, με τη χρονολογική αλληλουχία να διασπάται κατά διαστήματα, τις εντυπώσεις να υπερισχύουν των συμβάντων, την ονειρική ασάφεια να διαποτίζει πρόσωπα και πράγματα στα καλύτερα σημεία, ενώ οι αιτιώδεις σχέσεις συχνά πυκνά χαλαρώνουν. Στο πρόσφατο μυθιστόρημα, η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διατηρείται και μάλιστα εις διπλούν, καθώς πρωταγωνιστούν δεκαεξάχρονες δίδυμες, τα λοιπά, όμως, αφηγηματικά τερτίπια περιστέλλονται και οι αιτιώδεις σχέσεις συσφίγγονται, εξορθολογίζοντας ακόμη και τις ενύπνιες αφηγήσεις. Ούτε ασυνέχειες ούτε νοηματικά χάσματα, που απωθούν τους ανεξοικείωτους.


Και τα δύο βιβλία έχουν την επίφαση του θρίλερ, μόνο που στο πρώτο υπερέχει το ψυχολογικό σασπένς έναντι του περιπετειώδους ή και τρομακτικού. H ηρωίδα αναζητεί το πατρικό είδωλο σε βίαιους επιβήτορες, υιοθετώντας απέναντί τους μια άνευ ορίων, σχεδόν θυγατρική, υποταγή. Οι μεταμφιέσεις και οι ψευδολογίες, με τις οποίες εξωραΐζει τη δυσάρεστη καθημερινότητα, φτιάχνουν μια κάπως ασταθή μυθιστορηματική δομή σε ελευθεριάζουσα γλώσσα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο υπέρμετρα σκοτεινός εραστής, με την καθ’ υπερβολήν παράξενη οικογένεια, όπου και μια τερατώδης δίδυμη αδελφή, καθώς και το υπερδιογκωμένο δραματικό τέλος, συνιστούν τις παραχωρήσεις της συγγραφέως για υψηλότερη αναγνωσιμότητα. Αλλωστε, γι’ αυτό φροντίζει να επανέρχεται σε τυχόν ασαφή σημεία της πλοκής, σωρεύοντας διευκρινίσεις, κάποτε και βεβιασμένες.


Στο δεύτερο βιβλίο απέμεινε το θρίλερ, ρεαλιστικό και επίκαιρο, αφού έχει ως πυρήνα ένα ριάλιτι σόου, που βραβεύει, όπως πλείστα όσα του είδους, την «πιο δραματική ιστορία». Σε αυτό προστρέχει μια υπάλληλος σουπερμάρκετ των δυτικών προαστίων για να αφηγηθεί την κλοπή στη γέννα, δηλαδή προ δεκαέξι ετών, της μιας από τις δίδυμες κόρες της. Προσεκτικά δομημένο το μυθιστόρημα, προβλέπει τριάντα πέντε κεφάλαια, χωρισμένα σε τριάδες, με εξαίρεση δύο τετράδες στην αρχή και στο τέλος. Ο λόγος εναλλάξ στις δίδυμες, ενώ το προβάδισμα δίνεται στην υιοθετημένη. Διαφορετική η οπτική στις επάλληλες τριάδες, καθώς και τα εμπλεκόμενα συγγενικά πρόσωπα, ο λόγος όμως των διδύμων πανομοιότυπος. Αν και δεν θα αναμενόταν, αφού η υιοθετημένη ανατράφηκε σε μια μικροαστική οικογένεια με αρχές και είναι μαθήτρια του άριστα, ενώ η άλλη, με παρατημένο το σχολείο, μεγάλωσε στον ανάπηρο περίγυρο εργαζόμενων γυναικών.


Το πατρικό είδωλο


Και πάλι κυριαρχεί το πατρικό είδωλο, προφανώς διττό, με τη μορφή ενός αυστηρού αστυνομικού και την απροσδιόριστη του απόντος γεννήτορα. Και πάλι, ένας σκοτεινός άντρας και μια υπερχειλίζουσα δραματικότητας κατάληξη. Ωστόσο, περιορίζεται η ελευθεριότητα τόσο των σκηνών όσο και της γλώσσας, ενώ πολλαπλασιάζονται οι σελίδες με παραστατικές, ενίοτε και μακρηγορούσες, περιγραφές γύρω από τη διαβίωση και τις συνήθειες των δύο οικογενειών. Επιπροσθέτως, πέραν της κυρίως δραματικής ιστορίας, προς πληρέστερη αποτύπωση των «αθλίων» των Αθηνών αλλά και προσαύξηση, σχεδόν επιβεβλημένη, των σελίδων, προβλέπονται και παράπλευρες αφηγήσεις παρόμοιας τραγικότητας. Οπως η ιστορία του θείου της υιοθετημένης, που έκανε χρόνια μετανάστης στον Καναδά με το όνειρο ενός εξοχικού και ο καρκίνος τον πρόλαβε στα τσιμέντα. ‘H εκείνη η άλλη με τον φίλο τής ξεσκολισμένης μικρής, έναν αγαθό σουβλατζή, που γυρεύει τον τάφο της μάνας του στο Τρίτο Νεκροταφείο.


Σε αυτό το μυθιστόρημα, αντί της ψυχολογικής διάστασης του προηγούμενου, θίγονται καίρια κοινωνικά ζητήματα, όπως η καταλυτική δύναμη της διαφήμισης, προπαντός, η χιλιοειπωμένη εκμετάλλευση του ανθρωπίνου πόνου από τα ριάλιτι σόου. Αντιθέτως, διατηρείται το στοιχείο της περιπλάνησης, που τόσο άρεσε στο πρώτο βιβλίο της Πάουελ, ώστε να το αποκαλέσουν «μυθιστόρημα δρόμου». Ουδεμία σχέση με περιπλάνηση τύπου Κέρουακ, ωστόσο, αεροσυνοδός η ηρωίδα, όλο και κάνει τα ταξίδια της, ύστερα ο μεγάλος της έρωτας έρχεται από τα Τρίκαλα, παρασέρνοντάς την σε περιπέτειες και τριγυρίσματα. Οσο για τις δίδυμες, η μια περιπλανιέται με το «παπί» του σουβλατζή σε υποβαθμισμένες συνοικίες, ενώ η άλλη αποπειράται τη μεγάλη φυγή Κιάτο – Ομόνοια, πέρα από τις οικογενειακές εκδρομές σε μοναστήρια και θαυματουργούς αγίους. Πάντως, οι κορυφαίες σκηνές εκτυλίσσονται σε εσωτερικούς χώρους, αυτή τη φορά, μάλλον νοσηρούς παρά κλειστοφοβικούς. Οπως και αν έχει, ο μετεωρισμός της συγγραφέως φαίνεται πως τελείωσε και τραβά ολοταχώς για το ευπώλητο. Αρκεί να αποκτήσει μεγαλύτερη δεξιότητα στο δέσιμο της ίντριγκας, με επεξηγήσεις όχι τόσο απίθανες όσο, λ.χ., ο γραπτός απολογισμός του δράματος από την ημιμαθή δίδυμη σε λίγες ώρες αναμονής, περιφερόμενη ανάμεσα σε Μοναστηράκι και Ομόνοια. Υστερα, καλό το χάπι εντ σε μια δραματική ιστορία, αλλά όταν προκύπτει αβίαστα.