Ο Δήμος Περπατάρης και ο Δημήτρης Βαρδαλάχος δεν αποκλείεται να συναντήθηκαν σε κάποια από τις δεξιώσεις του Δήμου Θεσσαλονίκης, με αφορμή την Πολιτιστική Πρωτεύουσα του 1997 ή και τα ετήσια Δημήτρια, αφού και οι δύο δεν έχαναν ούτε μία εκδήλωση και τιμούσαν κάθε φορά δεόντως τον μπουφέ. Αμφότεροι, γύρω στα σαράντα, μια ζωή άνεργος ο Περπατάρης, βιβλιοϋπάλληλος ο Βαρδαλάχος, με την κρίση της αγοράς κατέληξε κι αυτός στην ανεργία. Πάντως, στις δεξιώσεις του δήμου πήγαινε και όταν είχε καλή δουλειά και την άνεση να πληρώνει. Και οι δύο τους τζαμπατζήδες και καρμίρηδες, μάλλον από νοοτροπία παρά από ανάγκη. Σε μια φθινοπωρινή δεξίωση μπορεί και να γνωρίστηκαν ή να έτυχαν στο ίδιο τραπέζι με τη συγγραφέα, ακριβέστερα, μην και δημιουργήσουμε παρεξηγήσεις, με κάποιον τυχόντα τρίτο, ακροατή των μονολόγων τους, που άρχισαν να ξεδιπλώνονται καθώς η μπύρα έρεε άφθονη. Αν και κανένας από τους δύο δεν αγαπούσε το ποτό, ούτε το τσιγάρο. Κατά τα άλλα τελείως ανεξάρτητοι οι δύο μονόλογοι, όπως και τα μυθιστορήματα που εμπνέουν.


Εγωκεντρικός αφηγητής


H Σ. Σταυρακοπούλου παραμένει στον μυθιστορηματικό χώρο του προηγούμενου βιβλίου της μια και όπως φαίνεται δεν εξάντλησε το απόθεμα χαρακτήρων και επινοήσεων. Μετά δεκάχρονη και πλέον εκδοτική σιωπή, το 2001, είχε επανακάμψει με τις Δεξιώσεις, το πρώτο μυθιστόρημά της, καθώς τα τέσσερα βιβλία της στη δεκαετία του 1980 περιορίζονται σε διηγήματα και διηγήσεις. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στο πρόσφατο δεύτερο μυθιστόρημά της υιοθετεί την ίδια φόρμα του μονολογικού, κατ’ επέκταση αυτοβιογραφικού χαρακτήρα μυθιστορήματος, μέσω της οποίας επιδιώκει και πάλι τον ίδιο στόχο, να δείξει γυμνό τον ήρωά της έναν εξόχως εγωκεντρικό αφηγητή, που ζητεί να μιλήσει για όσα του συνέβησαν και, όπως ο ίδιος παρατηρεί, όταν αρχίζει να μιλάει, δύσκολα τελειώνει. Μέσα από τα ρητορικά ποικίλματα του λόγου του και τα lapsus linguae, προβάλλουν δύο είδωλα. Αυτό που αντικρίζει ο ίδιος ναρκισσευόμενος και αγωνιά να μεταφέρει στον καταφάσκοντα συμβατικά ή και ολότελα βουβό συνομιλητή του. Και ένα δεύτερο, κάπως φλουταρισμένο, καθώς σχηματίζεται, παρά τις προθέσεις του ομιλούντος, όταν αναμασά τα διαμειφθέντα καταπώς τον συμφέρει. Ο τρόπος που ο ήρωας, αφηγούμενος, ερμηνεύει, ως επί το πλείστον, εξωραΐζοντας τα δεινά του, καταλήγει αποκαλυπτικός του χαρακτήρα του και της κοινωνικής του κατάστασης.


Και πάλι, ένα, τρόπον τινά, αστικό μυθιστόρημα στη Θεσσαλονίκη των τελευταίων χρόνων, με διαφορετική ωστόσο υπόθεση, καθώς ο ήρωας επικεντρώνεται στην ερωτική και οικογενειακή ζωή του, αντί των επαγγελματικών προβλημάτων και των κοινωνικών σχέσεων, που απασχολούν τον Περπατάρη στις Δεξιώσεις. Σε αντίθεση με εκείνον, τον Βαρδαλάχο προβληματίζει η ανεύρεση γυναικείας συντροφιάς. Προς άγραν θηλυκού καταφεύγει σε μονοήμερες εκδρομές, όπου όλο και εξασφαλίζει κάποια βραχύβια σχέση. Τελικά, το πράγμα σοβαρεύει με μια Αλβανή την οποία, τουλάχιστον αναδρομικώς, δεν καλοσυστήνει. Γυναικάρα μεν και η πρώτη στο κρεβάτι, αλλά ούτε φινέτσα ούτε μόρφωση, βουβή στα κοινωνικά. Παρ’ όλο που δεν τον πίεζε για γάμο και συν τω χρόνω ανακάλυψε πως πίνει, πιθανώς και πως ατακτούσε στο μπαρ όπου δούλευε, και την παντρεύτηκε και δύο αγόρια απόκτησαν. Εκ πρώτη όψεως, παράδοξο για έναν τύπο που πρόσεχε τόσο τη γνώμη των άλλων. Οπως όμως ανιστορεί τις ερωτικές του δραστηριότητες, γαρνίροντας την αφήγηση με τις απόψεις του για τα δύο φύλα, προβάλλουν οι φοβίες του για τον ανδρισμό του ή και βαθύτερα, ένα αίσθημα κατωτερότητας. Δηλώνει απέχθεια για τις κουτοπόνηρες, όπως τις αποκαλεί, Ελληνίδες, που πατάνε πόδι στον άνδρα τους. Αυτός τη γυναίκα τη θέλει «προβατάκι» και σαφώς υποδεέστερη, γι’ αυτό και απολαμβάνει να διηγείται περιστατικά που γελοιοποιούν την ανεπρόκοπη Αλβανίδα.


Μονόχορδος λόγος


Χωρισμένο σε δύο μέρη, το μυθιστόρημα παρακολουθεί διαδοχικά την «ένταξη» του Βαρδαλάχου στην οικογένεια και στο δεύτερο συντομότερο κομμάτι, τον «αποκλεισμό» του από την οικογενειακή εστία, μετά το διαζύγιο με αφορμή έναν ξυλοδαρμό, κύρια ωστόσο αιτία, την υποχονδριακή συμπεριφορά του για την οποία επαίρεται. Οπως ο Περπατάρης του προηγούμενου μυθιστορήματος, έτσι κι ο Βαρδαλάχος αγωνιά να περάσει για διανοούμενος, καυχώμενος για το λέγειν του, που θα πρέπει να το έχει πάρει από τον συνονόματό του λόγιο δάσκαλο του Γένους, Κωνσταντίνο Βαρδαλάχο, σίγουρα πρόγονό του. H συγγραφική τεχνική φαίνεται στο πλάσιμο αυτού του μονόχορδου λόγου, με παρεκβατικές διηγήσεις για ιεχωβάδες και μύστες ή διηγήσεις ονείρων τάχατες προφητικών, κυρίως ανιστορώντας οικογενειακές συγκρούσεις, έτσι ώστε ο κομπασμός να διαγράφεται σε όλο του το μεγαλείο. Ενώ, οι νύξεις από γνώμες άλλων και οι στιχομυθίες που χωνεύονται στον μονόλογο, σκιαγραφούν τη στάση του περίγυρου.


Εκείνο που μένει ζητούμενο, πέραν του αναμφίβολου κοινωνιολογικού και ψυχογραφικού ενδιαφέροντος του βιβλίου, είναι η αισθητική απόλαυση, που μπορεί να προσφέρει ο προφορικός λόγος ενός Περπατάρη ή ενός Βαρδαλάχου, κατά συγγραφική επιλογή, χωρίς ιδιωματισμούς βορειοελλαδίτικης ντοπιολαλιάς ή άλλους. Τελικά, ο λόγος του ολιγομαθούς και μισογραμματισμένου Ελληνα, που ενηλικιώθηκε στη Μεταπολίτευση και εντεύθεν.