Ενα στοίχημα που από καιρό βάζω: προκαλώ τους φίλους να μου βρουν μια οποιαδήποτε γαλλική κινηματογραφική ταινία – από το «Dèjeuner sur l’ herbe» ως τις «υπερμοντέρνες» μέρες μας – που να μην έχει ως βασικό ή έστω βοηθητικό σκηνικό της ένα κάποιο γεύμα. Μεσημεριανό, βραδινό ή πρωινό, με το οποίο να γυρνά η σελίδα, γιορτάζοντας το συναρπαστικό, κατά προτίμηση, προηγούμενο βράδυ. Επιμένω πως τέτοια ταινία δεν υπάρχει. Το ‘χουν στην κουλτούρα τους – τι λέω; στο αίμα τους – οι Γάλλοι το τελετουργικό φαγητό. Και δεν μπορούν να κάνουν χωρίς αυτό. Είτε ζουν την κάθε όμορφη ή δύσκολη ημέρα είτε κάνουν τέχνη.


Και άλλο ένα στοίχημα τώρα: βρείτε μου μια καλοφτιαγμένη γαλλική ταινία, των τελευταίων τριών, ας πούμε, δεκαετιών, στην οποία να μην πρωταγωνιστεί ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Ούτε και αυτή μάλλον υπάρχει. Τα ‘χει παίξει όλα ο άνθρωπος. Δεν έχει μείνει ρόλος που να μην τον αναλάβει. Τον έναν αντιπροσωπευτικό γάλλο ήρωα μετά τον άλλο. Από τον Σιρανό ντε Μπερζεράκ ως τον Οβελίξ, περνώντας από τον εραστή της «ομορφάσκημης» ή της «γυναίκας της διπλανής πόρτας» και τον αριστοκράτη Κόμη Μοντεχρήστο.


Βάζουμε τα δύο στοιχήματα μαζί. Τι βγαίνει; Ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ αρχιμάγειρος, που με το εκρηκτικό μάλιστα ταμπεραμέντο του τρυπάει την οθόνη κι έρχεται κοντά μας, να μας συντροφέψει στο καθημερινό μας τραπέζι. Προτείνοντάς μας αυθεντικά, χορταστικά αλλά και πάντα ραφινάτα πιάτα της γαλλικής κουζίνας. Αφού πρώτα γεμίσει τα ποτήρια μας με τα δικά του στιλπνά, ατσαλένια λευκά και κόκκινα κρασιά – από το Château de Tigné, Anjou (Cote de Loire).


Αφήνουμε πίσω μας τον κινηματογραφικό αστέρα. Τις άλλες γοητευτικές προτάσεις του έχουμε την ευκαιρία να χαρούμε τώρα. Οι Παριζιάνοι και στο εστιατόριο που άνοιξε, το La Fontaine de la Place Gaillon, στο διαμέρισμα της Οπερας, απέναντι από το Chez Drouant, γνωστό και ως εντευκτήριο της επιτροπής των βραβείων Goncourt (η τέχνη πάλι – πάντα στη Γαλλία – σμίγει με τη γαστρονομία). Εμείς εδώ θα αρκεστούμε στο γλαφυρό και ανοιχτόκαρδο πόνημά του H κουζίνα του Ζεράρ Ντεπαρντιέ, που μόλις κυκλοφόρησε σε μιαν εξαιρετικά καλαίσθητη και μεταφραστικά προσεγμένη έκδοση από τις εκδόσεις Ποταμός. Ο τόνος του βιβλίου δεν αργεί να δοθεί: «Πάνω από οτιδήποτε άλλο, είμαι ένας άνθρωπος των αισθήσεων» δηλώνει απερίφραστα ο Ντεπαρντιέ, στην πρώτη κιόλας πρόταση της δοκιμιακής εισαγωγής στις αγαπημένες του συνταγές. Προτού καν έρθουν τα λόγια, έχουμε σαφώς προϊδεαστεί από τις εκφραστικές φωτογραφίες του, από εκείνο το μαργιόλικο αλλά και γεμάτο αυτοπεποίθηση βλέμμα του, καθώς σφίγγει στην αγκαλιά του, σαν να ‘ναι γατάκι, ένα ανυποψίαστο αρνάκι του γάλακτος, ή καθώς καθαρίζει κρεμμύδια, ψιλοκόβει μαϊντανό, ροδίζει καρότα και σέλινα και με τη βοήθεια των παραμαγείρων του ξεπουπουλιάζει διαλεχτά πουλερικά ή επιδεικνύει στην κάμερα μιαν άκοπη υπερμεγέθη σπάλα από ένα γιγάντιο όσο και λαχταριστό βοδινό. Για να μην πούμε τίποτε για τον ολοζώντανο αστακό που έχει καμαρωτά φουχτώσει, προτού τον βουτήξει για το καυτό αρωματικό «μπάνιο» του – nage, σύμφωνα με τον κομψότατο ευφημισμό των συμπατριωτών του.


Οι «μη μου άπτου» και οι υπερβολικά λεπτές ψυχές, οι μίζεροι, εν πάση περιπτώσει, με το φαγητό, ας μας εγκαταλείψουν εδώ. Το πανηγύρι των αισθήσεων που ακολουθεί πιθανότατα δεν θα είναι του γούστου τους. Ασφαλώς και δεν έχουν τίποτε το χυδαίο, το βάναυσο ή το ευτελές οι προτάσεις του διάσημου αμφιτρύωνά μας. Αλλά ο άνθρωπος έχει απλώς την όρεξη και το πάθος του Γαργαντούα ή μάλλον, καλύτερα, του Πανταγκρυέλ, για τα πάντα! Από τα πιο λεπτεπίλεπτα μυρωδικά και ζαρζαβατικά ως τα πιο απροσχημάτιστα κοψίδια, τον πατσά και τις κοιλιές, τις μοσχαροκεφαλές, τα γουρουνίσια ποδαράκια, τα τραγανά αφτιά και τα μάγουλα του κάθε βρώσιμου τετράποδου. Περνώντας βέβαια ενδιαμέσως από όλες τις μεγάλες δόξες της γαλλικής κουζίνας: τα φρικασέ, τα κονφί, τις μπλανκέτ, τα σιβέ, τα σαλμί και ούτω καθ’ εξής.


Αλλά και οι κινηματογραφόφιλοι ας ξεχάσουν, παρακαλώ, για λίγο έστω, το ίνδαλμά τους. Πιστός οπωσδήποτε πάντα στον εαυτό του, ένα άλλο πρόσωπό του επιθυμεί να τους δείξει αυτή τη φορά. Παραφράζοντας ένα παρωδιακό δίστιχο του Apollinaire, θα έλεγα ότι τους καλεί:


Οχι άλλο σινεμά και θρίλερ ταινίες, καρδούλες μου / Να σας ετοιμάσω καλύτερα ένα ωραίο γεύμα.


Ο κ. Δημήτρης Ποταμιάνος είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου.