H ιστορία της ελληνικής κωμωδίας από τη Γαλλική Επανάσταση ως τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγγραφείς, κείμενα, επιρροές, υποδοχή


Τα τελευταία χρόνια κερδίζει έδαφος η ιδέα μιας συλλογικής ιστορίας έναντι της ιστορίας ως προσωπικής σύνθεσης. Σε επίπεδο εθνικής ιστορίας, με το γύρισμα του αιώνα, πολλαπλασιάζονται ασθμαίνουσες οι απόπειρες να ξαναγραφεί η Ιστορία από ομάδες επιστημόνων, σύμφωνα και με την τρέχουσα διεθνιστική προοπτική. Διάθεση αποκάθαρσης και εκσυγχρονισμού που διαχέεται και στους ασχολουμένους με τις επί μέρους ιστορίες. Κοντινό μας παράδειγμα, οι φερέλπιδες ιστορικοί της νεοελληνικής λογοτεχνίας που μένουν προσώρας στα ευχολόγια, ενώ κάποιοι παλαίμαχοι επιμένουν στην Ιστορία του ενός. Σε αντίθεση με τη χαρτογράφηση του νεοελληνικού θεάτρου, που φαίνεται πως συνιστά ήδη ομαδικό έργο. Το 1990 ξεκίνησε ένα ερευνητικό πρόγραμμα εκτεταμένης αποδελτίωσης του Τύπου, ορίζοντας ένα μεγάλο γεωγραφικό άνοιγμα ώστε να καλύπτεται σε όλο το εύρος της η ελληνική Διασπορά του 19ου αιώνα που εξέθρεψε συγγραφείς και ηθοποιούς στήνοντας τα πρώτα ελληνικά θέατρα ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Εξ ου και ο φιλόδοξος τίτλος για το συνολικό έργο Από του Νείλου μέχρι του Δουνάβεως. Ηδη το 2002 κυκλοφόρησε ο πρώτος διπλός τόμος, το κυρίως σώμα και το παράρτημα για την περίοδο 1828-1875 (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης). Θεωρητικά έργο μιας ερευνητικής ομάδας, αν και τελικά προβάλλει ως Ιστορία του ενός, παρ’ όλο που ο Θ. Χατζηπανταζής αφίσταται κατά πολύ των προηγούμενων ιστορικών του θεάτρου χάρη στο έμψυχο δυναμικό που διαθέτει και στις ηλεκτρονικές δυνατότητες της εποχής μας.


H δοκιμασία του γλωσσικού


Ως «υποπροϊόν» αυτού του ερευνητικού προγράμματος εκδόθηκε η ιστορία της ελληνικής κωμωδίας κατά έναν «μακρύ 19ο αιώνα», που αρχίζει από τη Γαλλική Επανάσταση και τελειώνει τον A´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Προνομιούχος η κωμωδία έναντι των λοιπών δραματουργικών ειδών, καθώς σε αυτήν ανακλώνται ευκρινέστερα οι κοινωνικές αλλαγές, οπότε και το χρονικό της εξέλιξής της συμβάλλει στην ιστορία των νοοτροπιών αλλά και της γλώσσας. Από μια άποψη, βιβλίο ειδικού ενδιαφέροντος, το οποίο ωστόσο με τον τρόπο της γραφής του γίνεται φιλικό σε ένα ευρύτερο κοινό. Ο Χατζηπανταζής αναπτύσσει με διαύγεια τα επιχειρήματά του τεκμηριώνοντας τις υποθέσεις του και με διεξοδικές υποσελίδιες σημειώσεις. Εμφανώς κριτική η διάθεσή του απέναντι στην εκάστοτε καθεστηκυία τάξη, οι αποτιμήσεις του όμως διατυπώνονται με ένα ανάλαφρα ειρωνικό ύφος, που σπανίως γίνεται δηκτικό, ενώ συχνά διαφεύγει με παραστατικές μεταφορές.


Υστερα από δύο πρόσφατα μυθιστορήματα γύρω από το θέατρο (M. Ελευθερίου, Ο καιρός των χρυσανθέμων, Γ. Κοτανίδης, Οι σαλτιμπάγκοι), τα πάθη της ντόπιας κωμωδίας, έτσι όπως αμφιταλαντεύτηκε κατά τον 19ο αιώνα ανάμεσα στο ένδοξο αρχαιοελληνικό παρελθόν και στο επισφαλές παρόν, ερωτοτροπώντας με διαφορετικά ευρωπαϊκά πρότυπα, αποκτούν σχεδόν μυθιστορηματική αίγλη. Σημαντική η επτανησιακή συμβολή στη θεμελίωση της νεοελληνικής σκηνής, όπως είχε υπογραμμίσει ο Δημήτρης Σπάθης στο A´ Πανελλήνιο Θεατρολογικό Συνέδριο τον Δεκέμβριο του 1998 (Πρακτικά, Ergo, 2002). Επτανήσιοι, λοιπόν, και δη Κεφαλλήνες την καταγωγή, οι ήρωες των δύο μυθιστορημάτων: ο θεατρικός επιχειρηματίας Ανδρέας Σκοντζόπουλος, ο οποίος πρώτος έστησε δραματικό θέατρο στην πρωτεύουσα του ανεξάρτητου βασιλείου, και η δαιμόνια πρωταγωνίστρια Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, η οποία διακρίθηκε εν μέσω μιας πλειάδας σπουδαίων επτανήσιων ηθοποιών εκείνων των χρόνων. Καθόλου τυχαία και η ελληνική κωμωδία στον «μακρύ 19ο αιώνα» με ζακύνθιο συγγραφέα ξεκινά και με Ζακύνθιο καταλήγει. Εν αρχή ο Δημήτριος Γουζέλης, ο οποίος δεκαεξάχρονος, το 1790, έγραψε τον «Χάση» και χρειάστηκε πέντε χρόνια για να τον ολοκληρώσει, προτού ζωστεί τ’ άρματα. Εν κατακλείδι, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ήδη επιτυχημένος συγγραφέας, όταν ο θίασος του Πατρινού Νικολάου Πλέσσα, στις 26 Ιουνίου 1914, ανεβάζει Το Φιόρο του Λεβάντε (Λεύκωμα Ξενόπουλου του Δ. N. Μουσμούτη, Περίπλους, 2001). Από ντοπιολαλιά σε ντοπιολαλιά, αν και στο μεταξύ των δύο έργων η κωμωδία δοκιμάστηκε κι αυτή επαρκώς στη διελκυστίνδα του γλωσσικού ζητήματος. Ωστόσο ο Χατζηπανταζής ως πρώτη «πανελλήνια κωμωδία» προτείνει τη φαναριώτικη σάτιρα «Κορακιστικά ή Διόρθωσις της Ρωμαίικης γλώσσας» του Κωνσταντινουπολίτη Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού, ισχυρού πολιτικού άνδρα, τέσσερα χρόνια νεοτέρου του Γουζέλη. Κωμωδία, όπως δηλώνει και ο τίτλος, όχι σε μία αλλά σε πολλές ντοπιολαλιές, το διακριτικό όμως γνώρισμα είναι πως τυπώνεται στη Βιέννη άμα τη συγγραφή της, το 1819, και δεν κυκλοφορεί χειρόγραφη, όπως ο «Χάσης», που τυπώθηκε το 1851, οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα του. Και πάλι καλά, γιατί ο σύγχρονός του «Αλεξανδροβόδας» εκδόθηκε από τον Σπάθη μόλις το 1995 (Κέδρος).


Τα ξένα πρότυπα


Εμμεσες επιδράσεις από τον Γκολντόνι, ο οποίος τότε θριάμβευε στην Εσπερία, διακρίνει στον «Χάση» ο Z. X. Συνοδινός στην κριτική έκδοση του έργου, σε εκείνη την εξαίρετη σειρά «Οι Επτανήσιοι», που δεν μακροημέρευσε (Ωκεανίδα, 1997). Ενώ στα «Κορακιστικά» είναι ευδιάκριτες οι μολιερικές επιδράσεις. Γκολντόνι και Μολιέρος, τα δύο πρώτα αντιμαχόμενα πρότυπα της εγχώριας κωμωδίας. Πρώτες τυπώθηκαν οι μεταφράσεις του ρηξικέλευθου ηθογράφου Γκολντόνι, ήδη από το 1791 και για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες. Εκ Παρισίων, όμως, ο Κοραής έκρουε τον κώδωνα απευθύνοντας έκκληση να μεταφραστεί Μολιέρος και οι Ελληνες έσπευσαν να υπακούσουν ζητώντας έργα μάλλον ηθοπλαστικά παρά ηθογραφικά. Πλήθυναν οι μεταφραστές και οι διασκευαστές μολιερικών έργων, ενώ εμφανίστηκε και μια πρώτη φουρνιά κωμωδιογράφων, οι Φαναριώτες Αλέξανδρος Σούτσος και Ραγκαβής και οι Κωνσταντινουπολίτες Βυζάντιος και Χουρμούζης. Αλλά και από τους ερμηνευτές του Μολιέρου ξεπήδησαν συγγραφείς, ως ο Σωτήριος Κουρτέσης με τον «Καρπάθιό» του. Ολοι τους κινούνται μεταξύ Μολιέρου, ηθογραφίας και ρομαντικής σάτιρας παραπαίοντας γλωσσικά.


Το γούστο της εποχής


Τα θεατρικά πράγματα όμως τον 19ο αιώνα ρύθμιζαν τα γούστα της Αυλής. Επί Οθωνος έθαλλαν τα ιταλικά μελοδράματα, ενώ ο Γεώργιος A’ επιχορηγούσε παριζιάνικα συγκροτήματα γαλλικής οπερέτας και «βοντβίλ», όσο για τους ελληνικούς θιάσους περιπλανιόνταν εκτός Αθηνών. Ο Χατζηπανταζής σκιαγραφεί την αντιφατική πορεία των ρομαντικών προς την αστική ηθογραφία και την ωρίμανσή της, κυρίως την ανάδυση του «βουλεβάρτου». Τα έργα του Ευγένιου Λαμπίς, ως το καινούργιο πρότυπο της ελληνικής κωμωδίας, διασκεύασε και μιμήθηκε ο πολύς Αγγελος Βλάχος. Αν και προηγήθηκαν οι μονόπρακτες κωμωδίες ως ψυχαγωγικά ιντερμέδια και ευτράπελη κατάληξη στις «βλοσυρές» νεοελληνικές τραγωδίες. Γύρω στα 1875 μια σφριγηλή ομάδα κωμωδιογράφων, με σημαντικότερους τον Βλάχο και τον Δημήτριο Κορομηλά, θα εδραιώσουν το κωμειδύλλιο, που στάθηκε διάττων αστήρ στο ηθογραφικό στερέωμα, όπως δείχνει ο Χατζηπανταζής στη μονογραφία του (Ερμής, 1981), με συνεχιστή του την επιθεώρηση. Ενα ιδιαίτερα ενδιαφέρον θέμα που πολιορκεί το βιβλίο είναι ο Αριστοφάνης. Από μιας αρχής, πρότυπο της ντόπιας σάτιρας, ενέπνευσε κωμωδιογράφους αλλά και εφημεριδογράφους, με πιστότερο τον Γεώργιο Σουρή. Με το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου φτάνουμε στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, το κοσμοπολίτικο δραματολόγιο του Βασιλικού Θεάτρου, με διευθυντή τον Βλάχο, και της Νέας Σκηνής του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, το οποίο θα ακολουθήσουν και οι εμπορικοί θίασοι. Είθε το εν εξελίξει ερευνητικό πρόγραμμα του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών του Ρεθύμνου να φέρει κι άλλα, τόσο ενδιαφέροντα, παραπροϊόντα.