Οταν στις 4 Νοεμβρίου 1989, τις μέρες που η Ανατολική Γερμανία ψυχορραγούσε, η συγγραφέας Κρίστα Βολφ ανέβηκε στο βήμα της μεγάλης συγκέντρωσης στην Αλεξάντερπλατς του Ανατολικού Βερολίνου, οι διαδηλωτές δεν υποψιάστηκαν τίποτε. Και όμως. Ισα ίσα που πρόλαβε να πει εκείνο το «Εμείς είμαστε ο λαός». Αμέσως μετά εγκατέλειψε τη σκηνή με σοβαρή καρδιακή αρρυθμία και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Η κράση της σημαντικότερης ανατολικογερμανίδας συγγραφέως ήταν ανέκαθεν ευάλωτη. Το 1968, την εποχή που πέθανε η μητέρα της και το ανατολικογερμανικό καθεστώς καθυστερούσε την έκδοση του βιβλίου της Κρίστα Τ., υπέφερε από βαριά κατάθλιψη. Είκοσι χρόνια μετά, λίγο πριν από την κατάρρευση του καθεστώτος, νοσηλεύθηκε σε νοσοκομείο του Σβερίν με διάτρηση της σκωληκοειδούς απόφυσης, εγχειρίστηκε πέντε φορές, κινδύνευσε να χάσει τη ζωή της, τελικά σώθηκε. Σαν δηλαδή στο σώμα της να καταγράφονταν κάθε τόσο οι κρίσεις και οι κλονισμοί του «πρώτου κράτους εργατών και αγροτών σε γερμανικό έδαφος». Η αρρώστια ως μεταφορά και παραβολή είναι και το θέμα του τελευταίου βιβλίου της με τίτλο Ενσάρκωση, μια λογοτεχνική επεξεργασία της περιπέτειας της υγείας της που συνυφαίνεται με την κρίση του καθεστώτος.


Οι αναρτήσεις του νοσοκομειακού που μεταφέρει την ασθενή ηρωίδα είναι λασκαρισμένες και το φορείο, τα σωληνάκια, ο ορός χοροπηδάνε σε κάθε στροφή κάνοντάς τη να σφαδάζει. Προσπαθεί να στηριχθεί με το ένα ελεύθερο χέρι της στο σιδερένιο έλασμα του φορείου. Νιώθει και παρακολουθεί τα όσα συμβαίνουν αποσπασματικά, καθώς λιποθυμά διαρκώς και μετά συνέρχεται. Συνήθως βρίσκεται σε μια κωματώδη κατάσταση, μεταξύ ύπνου και ξύπνου, κάθε τόσο ψήνεται στον πυρετό. Και είναι τότε, μέσα στον λήθαργο και στη σιωπή, που καταδύεται κάτω από τα δώματα της συνείδησης, στα βάραθρα της αλογόκριτης μνήμης και των ατιθάσευτων συναισθημάτων. Εξωτερικές αφορμές για τις παραισθητικές αυτές περιπλανήσεις υπάρχουν αρκετές. Τα άδυτα του νοσοκομείου, όπου βρίσκεται η αίθουσα με τον αξονικό τομογράφο, την οδηγούν συνειρμικά στα λαβυρινθώδη υπόγεια της πολυκατοικίας όπου έμενε. Εκεί ξαναβρίσκει τα απομεινάρια ενός αντιαεροπορικού καταφυγίου από τον καιρό του πολέμου, αλλά και τον υπάλληλο του ανατολικογερμανικού Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών που προφασιζόμενος κάποια βλάβη τοποθετεί τους κοριούς. Μια αποτρόπαιη είδηση στο ραδιόφωνο για ένα βρέφος που σκοτώθηκε από τον αδελφό του τη μεταφέρει πίσω στα δικά της παιδικά χρόνια, τον καιρό του ναζισμού, όταν η θεία Ελισάβετ είχε ερωτευθεί έναν εβραίο γιατρό και είχε κάνει μαζί του ένα νόθο. Και κάθε τόσο θυμάται τον συμφοιτητή της Ούρμπαν, αυτόν που πρόδωσε τα κοινά τους όνειρα για να κάνει καριέρα στον κρατικό μηχανισμό.


Κέντρο της αφήγησης είναι το σώμα της άρρωστης, προσβεβλημένο από επιθετικούς ιούς που δημιουργούν διαρκώς νέες φλεγμονές και αποστήματα. Οι γιατροί, παρά τις επανειλημμένες επεμβάσεις, δεν εντοπίζουν την εστία του κακού, τα σωθικά της συνεχώς κακοφορμίζουν. Ταυτόχρονα διαπιστώνουν και μια αινιγματική κατάρρευση του ανοσοποιητικού της συστήματος που δεν μπορεί να αποδοθεί στη διάτρηση της σκωληκοειδούς απόφυσης και μόνο. Μέσα στο παραλήρημά της όμως η άρρωστη μας δίνει τον μίτο της εξήγησης: «Παρ’ όλα τα βάσανα, σου κάνει καλό να έχεις ξεφύγει από το δίχτυ του χρόνου. Αλλη δυνατότητα δεν υπάρχει για να μην οφείλεις πια σε κανέναν τίποτε. Ο χρόνος φαίνεται να πιέζει πια μόνο τους άλλους». Μπορεί πια να σωπαίνει, να αδιαφορεί, να είναι απόλυτη και αυστηρή με όλους τους άλλους, τους συνοφρυωμένους γιατρούς, τις ανήσυχες νοσοκόμες, τον άνδρα της που την επισκέπτεται και που χωρίς πολλές εξηγήσεις τον στέλνει πίσω στο σπίτι. Η κρίσιμη κατάσταση της υγείας της δικαιολογεί τα πάντα. Οι μετεωρολογικές παρατηρήσεις του τής ήταν ούτως ή άλλως ανέκαθεν πληκτικές. Η αρρώστια γίνεται όχημα αντίστασης και άφεση στο υπαρξιακό ναδίρ του πόνου που αποκαλύπτει όμως και μιαν άλλη ποιότητα του πραγματικού: «Χαίρομαι το αληθινό ύστερα από τόσα χρόνια βαρυφορτωμένα με σημασία, καταρρακωμένα από μηνύματα και αντιμηνύματα».


Η υποβλητική ατμόσφαιρα ήταν πάντα μια από τις βασικές αρετές της πρόζας της Κρίστα Βολφ. Η συγγραφική της δύναμη αναδεικνύεται πάντα, όταν δεν κατονομάζει τα πράγματα, όταν μας οδηγεί σε αυτά μέσα από τους ψιθύρους και τις ενδείξεις, μέσα από τις έμμεσες αναφορές και τις υπεκφυγές ή αυταπάτες των ηρώων της. Ας μην το ξεχνάμε, διαθέτει ένα ταλέντο ακονισμένο ανάμεσα στην ανάγκη έκφρασης και στις επίσημες αισθητικές επιταγές. Το τελευταίο της βιβλίο δεν συνιστά εξαίρεση. Συμπαρασύρει κυριολεκτικά τον αναγνώστη στο παραλήρημα της άρρωστης και τον περιφέρει στις ανεξιχνίαστες σήραγγες της μνήμης της. Οι σελίδες που ωχριούν είναι αυτές που αναφέρονται ρητά στα πράγματα. Ο Ούρμπαν αυτοκτονεί ύστερα από έναν πύρινο λόγο που εκφωνεί στο ινστιτούτο του και που δεν γίνεται αποδεκτός από τους συντρόφους, μια αυτοχειρία που συμβολίζει την τελευταία φάση της Ανατολικής Γερμανίας. Οι θεράποντες ιατροί μιλούν κάποια στιγμή ανοιχτά για τα προβλήματα στον τομέα της υγείας και διεκτραγωδούν τις ελλείψεις του νοσοκομείου σε πλαστικά γάντια και αλλαξιές. Οσο για τους βδελυρούς ιούς στο άρρωστο σώμα, θα εντοπισθούν τελικά και θα εξουδετερωθούν οριστικά με το κατάλληλο φάρμακο με το οποίο ειδικός ταχυδρόμος εφοδιάζεται έναντι πολύτιμου συναλλάγματος από φαρμακείο του Δυτικού Βερολίνου.


Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου τα πάντα βοούν ότι επίκειται δικαίως η κατάρρευση του καθεστώτος. Η μόνη που συνέρχεται μετά την καπιταλιστική θεραπεία είναι η κατάκοιτη. Αν το βιβλίο είχε γραφεί στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ίσως η κατάληξή του να ηχούσε σαν τολμηρή προφητεία. Το 2002 όμως η ύστερη αυτή αποστασιοποίηση από ένα καθεστώς που ανήκει στο παρελθόν ακούγεται σαν στριγκή κλαγγή. Η Κρίστα Βολφ ήταν πάντα αντιφατική ως πολιτική προσωπικότητα. Υπήρξε για λίγα χρόνια στη νεότητά της πληροφοριοδότρια της Στάζι, των ανατολικογερμανικών μυστικών υπηρεσιών, και πολύ περισσότερα χρόνια στη συνέχεια αντικείμενο παρακολούθησης η ίδια. Στην Ανατολή την προέβαλλαν ως συγγραφέα γιατί ήταν πεπεισμένη σοσιαλίστρια, στη Δύση ενθουσιάζονταν με τα έργα της που υποδήλωναν τριβές με το καθεστώς. Υπήρξε μέλος του ΚΚ ως το 1989 και μόλις το 1990 δημοσίευσε το κριτικό της για το καθεστώς αφήγημα με τίτλο Ο,τι απομένει. Ηταν το τελευταίο καλοκαίρι της Ανατολικής Γερμανίας. Ο καιρός καλοκαιριάζει έξω από το παράθυρο του νοσοκομείου, καθώς ολοκληρώνεται με την ανάρρωση της ασθενούς το τελευταίο βιβλίο της Βολφ. Η ευδία της λογοτεχνίας όμως μας έχει αφήσει ήδη μετά τα τρία τέταρτα της αφήγησης.


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.