Για τους ειδικούς επιστήμονες όλων των κλάδων τα διεπιστημονικά έργα είναι ταυτόχρονα ανάθεμα και πηγή νέων ιδεών. Οι ειδικοί εξεγείρονται εναντίον των επιδρομών που κάνουν οι μη ειδικοί στο πεδίο τους κατηγορώντας τους ότι επιλέγουν ό,τι τους βολεύει και απλουστεύουν τα συμπεράσματα των ειδικών. Ταυτόχρονα όμως γοητεύονται από τα συνθετικά έργα καθώς η σώρευση και ο συνδυασμός των ειδικών διαπιστώσεων, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ένα διεπιστημονικό εγχείρημα, παρέχουν ευκαιρίες για πρωτότυπες υποθέσεις εργασίας, χρήσιμες στους ειδικούς που τυχόν εγκλωβίζονται στις εσωτερικές διαφωνίες της δικής τους επιστημονικής κοινότητας. Παράδειγμα διεπιστημονικού, κλασικού έργου είναι το βιβλίο του αυστριακού Καρλ Πολάνυι (1896-1964) το οποίο συνδυάζει συμπεράσματα από την ιστορία, την ανθρωπολογία, την κοινωνιολογία και τα διεθνή οικονομικά του πρώτου μισού του 20ού αιώνα (εκδόθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ, το 1944). Σήμερα θα το κατατάσσαμε στη διεθνή πολιτική οικονομία, αν όχι στην οικονομική ανθρωπολογία ή στην ιστορική κοινωνιολογία. Ο Πολάνυι αντλεί στοιχεία από όλους αυτούς τους κλάδους, άλλοτε με υπερβολικές λεπτομέρειες και άλλοτε με υπαινικτικές διατυπώσεις που προϋποθέτουν ειδικές γνώσεις, για να δείξει την ιστορικότητα της οικονομίας της σύγχρονης αγοράς. Η αγορά, όπως την ξέρουμε σήμερα, είναι ένα κατασκεύασμα που προέκυψε ανάμεσα στις αρχές του 19ου και στα μέσα του 20ού αιώνα. Δεν υπάρχει τίποτε το «φυσικό» στην επιδίωξη του κέρδους, στη λογική της ήσσονος δυνατής προσπάθειας και στην εργασία επ’ αμοιβή. «Η οικονομική ιστορία δείχνει ότι η εμφάνιση των εθνικών αγορών δεν ήταν σε καμία περίπτωση αποτέλεσμα της σταδιακής και αυθόρμητης χειραφέτησης της οικονομικής δραστηριότητας από τον κυβερνητικό έλεγχο. Απεναντίας, η αγορά ήταν απόρροια της συνειδητής και συχνά βίαιης παρέμβασης της κυβέρνησης, που επέβαλε στην κοινωνία την οργάνωση της αγοράς για μη οικονομικούς λόγους» (σελ. 238).



Ο μεγάλος μετασχηματισμός, που έλαβε χώρα σε διάστημα 100 περίπου ετών, συνίσταται στην εδραίωση της αυτορυθμιζόμενης αγοράς και στην επικράτηση του κινήτρου του κέρδους στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Στο παρελθόν, ως το τέλος της φεουδαρχίας στη Δυτική Ευρώπη, τα οικονομικά συστήματα ήσαν οργανωμένα στη βάση διαφόρων αρχών, όπως η αμοιβαιότητα, η αναδιανομή και η παραγωγή για ατομική χρήση (οικιακή οικονομία). «… Πριν από την εποχή μας, καμία οικονομία δεν ελεγχόταν αποκλειστικά από τις αγορές… Η συνήθεια να αντιμετωπίζουμε τα τελευταία 10.000 χρόνια… ως πρελούδιο της πραγματικής ιστορίας του πολιτισμού μας, που ξεκινά με τη δημοσίευση του «Πλούτου των Εθνών» το 1776, είναι τουλάχιστον παρωχημένη» (σελ. 46-47). Αν και αγορές υπήρχαν πάντοτε, η κοινωνική μεταβολή για την οποία γράφει ο Πολάνυι ήταν το πέρασμα από πολλές, μικρές και κεντρικά ρυθμιζόμενες αγορές σε μια μεγάλη και αυτορυθμιζόμενη αγορά. Οι προγενέστερες αγορές ήσαν ενσωματωμένες στην κοινωνία και εξαρτημένες, ανάλογα με την περίπτωση, από τη φυλετική ή τη φεουδαλική ή τη μερκαντιλιστική κοινωνική τάξη πραγμάτων. Αντιθέτως, η εδραίωση της σύγχρονης αγοράς προϋπέθετε τον διαχωρισμό τής κοινωνίας από την οικονομία, την υποταγή της πρώτης στη δεύτερη και την εμπορευματοποίηση της εργασίας, της γης και του χρήματος.


Ολα αυτά ακούγονται οικεία, χάρη στο προηγηθέν έργο του Μαρξ. Σε τι διαφέρει εκείνο του Πολάνυι; Κατ’ αρχήν ο Πολάνυι δεν δέχεται την εξελικτική προσέγγιση της μετάβασης από τον έναν τρόπο παραγωγής στον άλλον, σύμφωνα με την οποία ο καπιταλισμός προήλθε σχεδόν νομοτελειακά από τη φεουδαρχία. Δεύτερον, ο συγγραφέας προτιμά να γράφει για την «οικονομία της αγοράς» αντί για τον «καπιταλισμό» καθώς δεν εστιάζει μόνο στο σύστημα παραγωγής αλλά εξίσου και στο σύστημα διανομής. Τρίτον, οι μαρξιστές τοποθετούν την ανάδυση των τάσεων που περιγράφει ο Πολάνυι αρκετά νωρίτερα, γύρω στον 16ο αιώνα (Ιμμ. Βάλερστην). Τέλος, ο αυστριακός συγγραφέας δεν πιστεύει ότι η πάλη των τάξεων εξηγεί την κοινωνική μεταβολή. «Η τελική αιτία (της κοινωνικής μεταβολής) ρυθμίζεται από εξωτερικές δυνάμεις… Η «πρόκληση» απευθύνεται στην κοινωνία ως σύνολο. Η απάντηση δίνεται διά μέσου ομάδων, συσπειρώσεων και τάξεων. Η τύχη των τάξεων καθορίζεται συχνότερα από τις ανάγκες της κοινωνίας, και όχι το αντίστροφο». Γενικά ο Πολάνυι δεν αναζητεί την κύρια αντίφαση του οικονομικού συστήματος αλλά, στην ανάλυσή του, συνδυάζει εξωτερικές και εσωτερικές μεταβλητές (διεθνές εμπόριο, νομισματικές διακυμάνσεις, διεθνής διπλωματία, οικονομική και κοινωνική πολιτική των δυτικών κυβερνήσεων, νομοθετικές πρωτοβουλίες, κινητοποιήσεις των κοινωνικών τάξεων).


Είναι θετική η συμβολή του Πολάνυι στη μάχη κατά της ταύτισης του μαρξισμού με τον οικονομισμό και στην απόρριψη της φιλελεύθερης αντίληψης για τη «φυσικότητα» της συμπεριφοράς του homo economicus, καθώς και στην ανάγκη της αναζήτησης πολλών, συνδυασμένων αιτίων στην κοινωνική ανάλυση. Οι σελίδες του βιβλίου του για την περιβαλλοντική καταστροφή που ενέχει η εξάπλωση του συστήματος της αγοράς (σελ. 175 κ.ε.) και οι παρατηρήσεις του για την αναγκαιότητα της οικονομικής συνεργασίας των κυβερνήσεων (σελ. 240-241) είναι ακόμη επίκαιρες. Από την άλλη μεριά η σύνδεση που επιχειρεί ανάμεσα στην άνοδο του φασισμού και στην κρίση του συστήματος της αγοράς κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου (σελ. 231-232) είναι παραδόξως μονοδιάστατη και εσφαλμένη. Το ίδιο ισχύει και για την άποψή του ότι επίκειτο το τέλος της οικονομίας της αγοράς. Επίσης το πολιτικό μήνυμα του Πολάνυι, αν και συνεπές με την ανάλυσή του και ευπρόσδεκτο σε ό,τι αφορά την κριτική του κατά της εμπορευματοποίησης των πάντων και την υποταγή όλων των σφαιρών του συλλογικού βίου στην οικονομική σφαίρα, είναι αρκετά ασαφές. Οντας αντίθετος με τον φιλελευθερισμό, με τον φασισμό και με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, στο τελευταίο (21ο) κεφάλαιο του βιβλίου του σκιαγραφεί ελλειπτικά τη δυνατότητα της «ελευθερίας σε μια σύνθετη κοινωνία», εμπνεόμενος από τον σοσιαλιστή του 19ου αιώνα Ρ. Οουεν.


Η ελληνική έκδοση ενός κλασικού βιβλίου των κοινωνικών επιστημών από έναν νέο εκδοτικό οίκο, με έδρα νησί του Αιγαίου, είναι μια ευχάριστη έκπληξη. Ο μεταφραστής, λέκτορας ιστορίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, γράφει πολύ καλά και έχει προφανή οικειότητα με το αντικείμενο (αν και ο όρος «autarky» θα αποδιδόταν καλύτερα ως «αυτάρκεια» παρά ως «αυταρχία», σελ. 56, 58). Πλήθος άλλων κλασικών έργων της πολιτικής επιστήμης, της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας παραμένουν αμετάφραστα στη γλώσσα μας. Ας ελπίσουμε ότι θα έχουν την καλή τύχη του «Μεγάλου Μετασχηματισμού».


Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών.