Οι έξι φίλοι


Δεν είναι λίγο να συγκρίνουν έναν έφηβο με τον Σάλιντζερ· ούτε σύνηθες ένας δεκαεξάρης να ξεπερνά τις 350.000 αντίτυπα με το παρθενικό βιβλίο του, όπως έγινε με το Crazy του Μπένγιαμιν Λέμπερτ. Ο γερμανός πιτσιρικάς φαίνεται ότι τους κέρδισε όλους: τους κριτικούς στην πατρίδα του και στο εξωτερικό, τους 27 εκδότες που αποφάσισαν να τον μεταφράσουν και τον σκηνοθέτη που ήδη κάνει ρεπεράζ για τη φερώνυμη ταινία. Μπράβο στο μειράκιον λοιπόν! Με όλα αυτά που γράφτηκαν ξεκινήσαμε την ανάγνωση ενθουσιωδώς. Για να διαβάσουμε τελικά μια κοινότοπη ιστορία οικοτροφείου του τύπου Ενα γενναίο κορίτσι στο Σαιντ Κλαιρ της Ενιντ Μπλάιτον. Οσο για το ύφος ο Λέμπερτ παραπέμπει σε ώριμους συγγραφείς που καταπιάνονται με τους νέους. Θυμίζει, δηλαδή, κάτι μεταξύ Πέτρου Αμπατζόγλου και Αντώνη Σαμαράκη (που είναι μισόν αιώνα μεγαλύτεροί του…). Αυτή είναι η «άνοιξη στη γερμανική λογοτεχνία»; Φευ! Μήπως μας διαφεύγει κάτι; Μήπως γλιστρά η μοντερνιτέ μέσα από τα δάχτυλά μας και δεν ξέρουμε πώς να τη συγκρατήσουμε;


Ο ήρωας και ο συγγραφέας έχουν το ίδιο όνομα και την ίδια ηλικία. Παραμένει αδιευκρίνιστο αν έχουν και τα ίδια κινητικά προβλήματα τα οποία δηλώνονται από την πρώτη ημέρα στο σχολείο προς αποφυγήν καζούρας: «Γεια σας. Με λένε Μπένγιαμιν Λέμπερτ, είμαι δεκαέξι χρόνων και σακάτης». Ο Μπένγιαμιν (ο ήρωας τουλάχιστον) είναι ημιπληγικός από την αριστερή πλευρά. Οι συμμαθητές του τον αντιμετωπίζουν με κατανόηση. Καταφέρνει πάραυτα να μπει στην παρέα των «άτακτων» και τη δεύτερη νύχτα στο οικοτροφείο Νοϊζέλεν τον παίρνουν μαζί τους στην πτέρυγα των κοριτσιών. Εκεί ζει το πρώτο του μεθύσι με μπίρες και προτού καλά καλά του περάσει η ζάλη έχει την πρώτη του ερωτική επαφή στις τουαλέτες. Είναι εντελώς κομπλαρισμένος βλέποντας μια συμμαθήτριά του να γδύνεται και να τον καβαλικεύει. «Εκείνη βέβαια κάνει όλη τη δουλειά. Εγώ απλώς κάθομαι. Σιγά σιγά αρχίζει να μ’ αρέσει. Νιώθω όμορφα. Σαν να ‘χω πιει είκοσι Κόκα-Κόλες ή κάτι τέτοιο».



Τα πάντα στο βιβλίο εκτυλίσσονται βάσει του θεμελιώδους ερωτήματος «τι είναι η ζωή» ενώ οι απαντήσεις βρίσκονται στις εμπειρίες ενός σχολικού έτους. Ετσι ζωή είναι τα κορίτσια, ζωή είναι η φιλία, ζωή είναι ο φόβος κτλ. Στα ερωτήματα προστίθενται και άλλα της θεματολογίας «τι είναι ο Θεός» και «τι είναι τα νιάτα», χωρίς όμως οι διάλογοι να έχουν κάτι εξαιρετικό να επιδείξουν ­ για να μην πούμε ότι είναι εκνευριστικές ατάκες όπως «πώς μπορούμε και ζούμε χωρίς να ξέρουμε γιατί ζούμε». Μήπως όμως αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας του βιβλίου; ο μέσος όρος, η μπαναλιτέ και το αυτονόητο; (Τα συστατικά, δηλαδή, που ανέδειξαν έναν Κοέλιο σε διανοητή παγκοσμίου βεληνεκούς.) Πώς όμως θα έπρεπε να είναι τα πρόσωπα που δηλώνουν «είμαστε ήρωες»; Μάλλον θα έπρεπε να έχουν άλλη στόφα. Βεβαίως ο Μπένγιαμιν έχει την ιδιαιτερότητα της φυσικής αδυναμίας. Ακόμη όμως και αυτή δεν τον κάνει διαφορετικό. Μπορεί, δηλαδή, να σέρνει το αριστερό του πόδι, αυτό όμως δεν βοηθά σε κάποια μυθοπλαστική υπέρβαση. Εν ολίγοις, είτε είναι κουτσός είτε όχι, είναι το ίδιο και το αυτό για τον χαρακτήρα του.


Η πρώτη επισήμανση λοιπόν είναι ότι από διανοητικής απόψεως το Crazy είναι παιδικό (ούτε καν εφηβικό). Ετσι θα περίμενε κανείς ότι εκεί όπου υστερεί σε στοχασμό θα συμπληρώνει το κενό με περιπέτεια. Δεν συμβαίνει όμως κάτι τέτοιο. Το μεγάλο εγχείρημα της παρέας των έξι είναι η κοπάνα από το οικοτροφείο και η αγρυπνία σε στριπτιζάδικο του Μονάχου. Σιγά την περιπέτεια όμως… Είναι ασύμβατο να έχει συμπεριφορά λιγούρη ένα αγόρι που έκανε σεξ προτού καλά καλά καταλάβει σε τι χρησιμεύει το μόριό του.


Ολα αυτά μας δίνουν την εντύπωση ότι το βιβλίο δεν το έγραψε ο ίδιος ο Μπένγιαμιν Λέμπερτ αλλά ο μπαμπάς του. Να σημειώσουμε ότι στο βιβλίο ο πατέρας λειτουργεί ως αφηγηματικό φόντο, με την εμμονή του για τους Rolling Stones και τους συνεχείς καβγάδες του με τη μυθιστορηματική μητέρα. Στην οικογένεια υπάρχει και μια μεγαλύτερη αδελφή, συνειδητοποιημένη λεσβία. Και το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας όμως αναφέρεται με ελαφρότητα, χωρίς αιχμές, χωρίς χιούμορ, χωρίς ουσία. Ας μιλήσουμε όμως και για τους φίλους του Μπένγιαμιν. Υπάρχουν ο τύπος του αρχηγού, ο τύπος του αγοριού που μοιάζει με κορίτσι, ο τύπος του μοναχικού – προβληματικού. Ολα αυτά με εξωφρενική αδρομέρεια. Ο χοντρός της παρέας π.χ. πριν την κοπάνα από το οικοτροφείο γεμίζει το σακίδιό του με γλυκίσματα και τα μασουλάει σε όλη τη διαδρομή. Κανένα κλείσιμο ματιού, κανένα υπονοούμενο. Η πιο ντεμοντέ στιγμή τους πάντως είναι όταν τρυπούν τα δάχτυλά τους για να ενώσουν το αίμα τους και να γίνουν αδελφοποιτοί…


Για τίτλο του βιβλίου ο Λέμπερτ διαλέγει την επωδό της παρέας του οικοτροφείου «crazy», μια επιλογή που δεν χρήζει βαθύτερης ανάλυσης. Σιγά τις τρέλες. Και γενικότερα σιγά τα λάχανα. Το Crazy είναι ένα ανιαρό, παλαιομοδίτικο αφήγημα. Είναι ομολογουμένως καλογραμμένο, η αξία ενός συγγραφέα όμως δεν βρίσκεται μόνο στη διατύπωση. Ποιες είναι οι ιδέες, ποιοι είναι οι ήρωες που έφεραν τα πάνω κάτω στη γερμανική λογοτεχνία; Γράφτηκε ότι «κανένας ποτέ δεν κατάφερε να εκφράσει τόσο καλά το δράμα του να είσαι νέος» («Stern»), ότι πρόκειται για «ένα τρυφερό βιβλίο από έναν ιδιαίτερα ταλαντούχο και πολύ νέο συγγραφέα» («Der Spiegel»), ότι ο Λέμπερτ είναι «ένας hot συγγραφέας από τη Γερμανία (κι είναι μόνο 18 ετών!)» («The New York Times»). Δεν ξέρουμε αν υπάρχει αμετροέπεια σε αυτές τις κρίσεις. Μένει όμως μια απορία: Αν γράφονται αυτά για τον Μπένγιαμιν Λέμπερτ, τι θα πούμε όταν ανακαλύψουμε τον Αρθούρο Ρεμπό του 21ου αιώνα; keza@tovima.gr