Υπάρχουν κάποιες καθημερινές λέξεις που μόνο στα ελληνικά διατηρούν όλο το βιωματικό τους βάρος για τον γερμανόφωνο συγγραφέα Περικλή Μονιούδη, στα γερμανικά ο ήχος τους μοιάζει κούφιος. Και όμως, ο ίδιος ως λογοτέχνης ανήκει πλήρως στη γερμανική γλώσσα. Ο παππούς του κατέφυγε το 1922 από τη Μικρά Ασία στην Αλεξάνδρεια, ο πατέρας του εργάστηκε στην υπηρεσία του ΟΗΕ, η μητέρα του είναι Κύπρια. Οταν τα Ηνωμένα Εθνη εγκατέλειψαν την Αίγυπτο στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Ελβετία και ο Μονιούδης γεννήθηκε το 1966 στην πολίχνη Γκλάρους, πρωτεύουσα ενός από τα μικρότερα ελβετικά καντόνια. Μεγάλωσε στα αλπικά ύψη, ψαρεύοντας, διαβάζοντας και παρατηρώντας τον μεγάλο κόσμο. Σπούδασε στη Ζυρίχη κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, διετέλεσε για ένα διάστημα αθλητικός ανταποκριτής στις ΗΠΑ, αλλά τελικά επέλεξε τη λογοτεχνία. Από το 1996 ζει στο Βερολίνο και θεωρείται ένας από τους ανερχόμενους γερμανόφωνους συγγραφείς. Εκπροσώπησε πριν από δύο χρόνια την Ελβετία, όταν ήταν τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης, του χρόνου θα εκπροσωπήσει τη Γερμανία, που θα είναι τιμώμενη χώρα στο Σαλόνι του Βιβλίου στο Παρίσι.


Υπάρχουν κάποιες καθημερινές λέξεις που μόνο στα ολλανδικά, στη γλώσσα της μητέρας της, διατηρούν όλο το βιωματικό τους βάρος για τη συνθέτρια Κατερίνα ντε Γιογκ. Είναι λέξεις που τη γυρίζουν στην παιδική της ηλικία και ορισμένες φορές δεν σηματοδοτούν μόνο την αναζήτηση του χαμένου χρόνου, αλλά δηλώνουν και την καθήλωσή της σε παμπάλαια τραύματα, ποντισμένα στον πάτο της ψυχής της. Η Κατερίνα είναι η ερωμένη του δικηγόρου Μάρτιν Χίλμπερτ στο τελευταίο μυθιστόρημα του Περικλή Μονιούδη με τίτλο Παλλάδιον, που κυκλοφόρησε στη Γερμανία στις αρχές Σεπτεμβρίου. Συναντήθηκαν τυχαία στο δικαστικό μέγαρο, ξανασυναντήθηκαν και γνωρίστηκαν στο καφενείο της πλατείας Σαβινύ απέναντι από το γραφείο του Μάρτιν. Η Κατερίνα τού χάρισε ένα παλλάδιο, ένα αρχαίο φυλαχτό, ένα πτυσσόμενο ειδώλιο της Παλλάδος Αθηνάς, που θα το έχει μαζί του καθ’ όλη τη διάρκεια της περιπέτειας και μετά από αυτή. Το παλλάδιο, ένας τόμος της γυναίκας του Μαριάννας με αρχαία αγάλματα και μια μαρμάρινη κόρη, που θα ανακαλύψει στην αυλή του καμένου ατελιέ ενός πελάτη του γλύπτη είναι οι τρεις συμπτώσεις που θα ξυπνήσουν το ενδιαφέρον του Μάρτιν για την αρχαία γλυπτική. Θα γίνει τρόφιμος του Μουσείου της Περγάμου και λάτρης της «Γιγαντομαχίας», που έχει μεταφερθεί στο βερολινέζικο αυτό μουσείο από τη Μικρά Ασία.


Το κρησφύγετο των εραστών είναι το δωμάτιο 14 του ξενοδοχείου Λάμπερτ στο Βερολίνο. Δύο φορές θα κοιμηθούν ο ένας δίπλα στον άλλον. Η Κατερίνα κατατρύχεται ακόμη από το κακό όνειρο με τα φρικτά πέδιλα του πατέρα της. Ηταν κοριτσάκι και ένα καλοκαίρι τούς επισκέφθηκε στο σπίτι ένας φίλος του μπαμπά, ο κύριος της έγλειφε παράξενα το αφτάκι και η Κατερίνα βλέπει στον ύπνο της τα αποτρόπαια πέδιλα του μπαμπά. Ηταν ο φίλος ή μήπως ο ίδιος ο πατέρας της; Οταν η Κατερίνα θα ενδώσει την τρίτη φορά στον Μάρτιν, έχει αρχίσει ήδη η εκπνοή της σχέσης τους και αυτός σαν να το ήξερε. «Ο Χίλμπερτ συγκρατούσε πάντα τις επιθυμίες του. Ηξερε ότι τα σημαντικότερα πράγματα, άπαξ και διατυπωθούν, μεταστρέφονται στο αντίθετό τους». Η κόρη του Σάρα τούς είχε δει μια ημέρα, όταν είχε πάει εκδρομή με την τάξη της στη λίμνη, η Μαριάννα θα το μάθει από τη Σάρα, ο Μάρτιν θα καταφύγει μόνος στο δωμάτιο 14, θα αποφασίσει να επιστρέψει στη γυναίκα του, η Κατερίνα έχει ήδη αποφασίσει να μετακομίσει στο Αμστερνταμ ­ επιστροφή στην πηγή του εφιάλτη της. Ο Μάρτιν γυρίζει στο σπίτι του, ανοίγει το παλλάδιο και το τοποθετεί πάνω στο γραφείο του.



Το Παλλάδιον είναι μια τετριμμένη περίπτωση μοιχείας, μια συνηθισμένη αισθηματική περιπέτεια, που γίνεται όμως μοναδική και ανεπανάληπτη από τη διηγηματική τεχνική του Μονιούδη. Η ιστορία δεν προάγεται ούτε από τις συναισθηματικές εξάρσεις ούτε από τις συγκρούσεις των παθών και των εγωισμών. Ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι μια χαμηλόφωνη λιτανεία της καθημερινότητας, με λεπτομερείς περιγραφές απλών κινήσεων, κοινών συνηθειών, ταπεινών αντικειμένων. Το κυρίαρχο στοιχείο είναι η συμπεριφορά όχι των ανθρώπων, αλλά των πραγμάτων μέσα στο περιβάλλον τους, που παραλλάσσει ελαφρά στον ρου της ημέρας, κάποιο ηλιόλουστο καλοκαίρι στο Βερολίνο: ο άνεμος που φουσκώνει τις κουρτίνες, τα μόρια της σκόνης στα τζάμια των διερχόμενων τραμ, το παιχνίδισμα του φωτός στις επιφάνειες, το σπαρτάρισμα του ψαριού στην άκρη του νήματος, η ύγρανση στον αστράγαλο και στη φτέρνα της κοιμωμένης Κατερίνας, ο αγώνας των θεών και το θράσος των γιγάντων στον βωμό του Διός. Αυτά έλκουν κυρίως την προσοχή του συγγραφέα και μόνο πίσω και ανάμεσα από τα πράγματα διαγράφονται τα πάθη των ηρώων. Το μαράζι του πόθου και το βάσανο της αγάπης βρίσκονται σε ένα χνούδι στο φόρεμα, σε έναν ρόζο στο χέρι, σε μια πτύχωση του ενδύματος της θεάς. Ο συγγραφέας εκτυλίσσει μπροστά στα μάτια μας μια ερωτική ιστορία πίσω από το θρόισμα των πραγμάτων.


Το πρωτόλειο του Περικλή Μονιούδη, Η παρανόηση (1993), επισημάνθηκε από την κριτική ως πρώτο δείγμα ενός «εξαιρετικά στιλπνού και σίγουρου στυλ». Στο έργο αυτό ο δάσκαλος Κάσπαρ Στούκι συλλαμβάνεται άδικα, αφήνεται ελεύθερος και υποβάλλει μια «αντικειμενική» έκθεση των όσων συνέβησαν στον αστυνομικό διευθυντή. Από μια παρανόηση είχε γίνει μάρτυρας του αντικυβερνητικού υβρεολογίου του δημοτικού συμβούλου κυρίου Γκμυρ. Στο δεύτερο μυθιστόρημά του, το Επιβατηγό (1995), ο υπαλληλίσκος Γκαρθία, που εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία ηλεκτρονικών ειδών, αναλαμβάνει να παρακολουθήσει έναν επιφανή επιστήμονα, τον οποίο η επιχείρηση σκοπεύει να προσλάβει. Τον ακολουθεί κατά πόδας από τη Ζυρίχη ως τη Φιλαδέλφεια, αλλά δεν προκύπτουν επιβαρυντικά στοιχεία και, όταν ανακοινώνει στη διοίκηση τα ισχνά αποτελέσματα της έρευνάς του, ανακαλύπτει ότι στην ουσία παρακολουθούμενος ήταν ο ίδιος. Στα δύο αυτά έργα του Μονιούδη έχουν αποκρυσταλλωθεί ήδη τα βασικά γνωρίσματα του ύφους του: συρρίκνωση της υπόθεσης, απουσία ανατάσεων, σχολαστική παρατήρηση των πραγμάτων, «επαναδραστηριοποίηση» σπανίων λέξεων. Αργότερα ο συγγραφέας θα κατονομάσει σε μια ομιλία του τους λογοτεχνικούς του δασκάλους: τον Μαξ Φρις, τον Πέτερ Βάις και τον Πέτερ Χάντκε.


Το 1997 ακολουθεί το μυθιστόρημα Πάγος, η ιστορία της ενηλικίωσης του νεαρού Κέλερ. Η άνδρωση θα συντελεστεί μέσα από τη ρήξη με τον πατέρα του, που είναι ιδιοκτήτης παγοποιίας. Ο γιος θα απορρίψει τις νεοφιλελεύθερες απόψεις του πατέρα, θα διαφωνήσει με τις μεθόδους παραγωγής πάγου που εφαρμόζει και θα αναχωρήσει για τη Δρέσδη, όπου ζει η φίλη του. Ο Μονιούδης χρησιμοποιεί τον ονειρικό χρόνο, που επιτρέπει τη συνύπαρξη προγενέστερων και μεταγενέστερων πραγμάτων, ψυκτικών μηχανών του 19ου αιώνα, π.χ., και ηλεκτρονικών συσκευών του 20ού αιώνα. Το ίδιο συμβαίνει και στο μυθιστόρημα Πτήση πάνω από τη Γερμανία (1998), την ονειρική αεροπορική μετάβαση από τη Ζυρίχη της δεκαετίας του ’20 στο σημερινό Βερολίνο. Σ’ αυτό το Βερολίνο ­ συμβολική πρωτεύουσα της γλώσσας στην οποία γράφει ο Μονιούδης ­ εκτυλίσσεται και το Παλλάδιον. Ζήτησα από τον συγγραφέα να μου πει μερικές ελληνικές λέξεις που διατηρούν ακόμη γι’ αυτόν όλο το βιωματικό τους βάρος. Μου αρνήθηκε με τον τρόπο του Μάρτιν Χίλμπερτ: «Αν σας τις αποκαλύψω, θα τις χάσω για πάντα». Ο Περικλής Μονιούδης ενηλικιώθηκε. Εγκατέλειψε την επικράτεια του πατέρα, επιχείρησε το μεγάλο ταξίδι στο Βερολίνο και τώρα ξανοίγεται στο πέλαγος της γερμανικής λογοτεχνίας. Ενα δείγμα της γραφής του μεταφρασμένο στα ελληνικά θα δημοσιευθεί στο επόμενο τεύχος του περιοδικού «Νέα Εστία».


Ο κ. Σπύρος Μοσκόβου είναι διευθυντής του ελληνικού προγράμματος της Deutsche Welle.