Είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα υπάρχει μια αρκετά ομιχλώδης εικόνα για το τι ακριβώς είναι η ιστορία της τέχνης. Η ασάφεια αυτή έχει διπλή ρίζα: προκύπτει τόσο από ένα είδος σύγχυσης που μοιάζει να επιβάλλει ο όρος τέχνη (ο οποίος φαίνεται ότι συνειρμικά παραπέμπει αυτομάτως στην καλλιτεχνική «αυθαιρεσία») όσο και από την απουσία μιας ακαδημαϊκής παράδοσης ανάλογης με εκείνη που στη χώρα μας έχει διαμορφώσει, για παράδειγμα, η αρχαιολογία ή η ιστορία. Μόνο πρόσφατα η ιστορία της τέχνης ­ που ως αυτόνομος γνωστικός κλάδος στον χώρο των δυτικών πανεπιστημίων έχει ήδη ενάμιση αιώνα ζωής ­ αναβαθμίσθηκε ακαδημαϊκά και δεν διδάσκεται πλέον μόνο ως απλό μάθημα αλλά έχει εισαχθεί στα ελληνικά πανεπιστήμια σε επίπεδο τομέα, στο πλαίσιο των τμημάτων ιστορίας και αρχαιολογίας των φιλοσοφικών σχολών.


Αυτοί είναι κάποιοι από τους λόγους για τους οποίους δεν γίνεται πάντοτε αντιληπτό ότι η ιστορία της τέχνης χρήζει εκτεταμένης βιβλιογραφικής και αρχειακής τεκμηρίωσης και ότι σε αυτό ακριβώς το σημείο διαφέρει όχι μόνο βεβαίως από την καλλιτεχνική δραστηριότητα αλλά και από την τεχνοκριτική, με την οποία τόσο συχνά συγχέεται ακόμη και εκ μέρους των, από θεσμική άποψη, ειδικών. Τα όρια αυτά υπογραμμίζει με τον καλύτερο τρόπο η μοναδική ­ όχι μόνο για τα ελληνικά αλλά και για τα διεθνή δεδομένα (ανάλογο εγχείρημα πραγματοποιείται στην Ισπανία από το 1987 με την επιμέλεια του José Alvarez Lopera) ­ έκδοση κειμένων για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο. Με το έργο του ζωγράφου το ελληνικό κοινό είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή μέσω της περιοδεύουσας αναδρομικής έκθεσης της Εθνικής Πινακοθήκης ­ της μεγαλύτερης που του έχει ως τώρα αφιερωθεί ­ αλλά και μέσω της ελληνικής έκδοσης του καταλόγου που τη συνοδεύει (Skira 1999, επιμ. J. Alvarez Lopera – Ν. Χατζηνικολάου).


Το παρόν έργο ωστόσο έχει διαφορετικό χαρακτήρα. Πρόκειται για μια συλλογή που περιλαμβάνει, φωτοαντιγραφημένες, τις πρωτότυπες εκδόσεις σημαντικών μελετών ­ δημοσιευμένων από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τις ημέρες μας και επιλεγμένων από έναν τεράστιο βιβλιογραφικό όγκο ­ για τον γεννημένο στην Κρήτη καλλιτέχνη. Κύριο χαρακτηριστικό των κειμένων η παρουσίαση, ο σχολιασμός και η ερμηνεία πολύτιμου αρχειακού υλικού.



Η λογική που διέπει την κατάτμηση της ύλης βασίζεται στη διαδρομή που ο ίδιος ο Greco ακολούθησε: Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία. Εκτός του πρώτου τόμου, ο οποίος συγκεντρώνει κείμενα που αφορούν το σύνολο αυτής της διαδρομής, οι τρεις υπόλοιποι επικεντρώνονται στους επί μέρους σταθμούς της. Ο δεύτερος αφορά τη σχέση του Greco με τη μεταβυζαντινή και την ιταλική τέχνη, ο τρίτος τα έργα της Ισπανίας, δηλαδή τα εννέα δέκατα της καλλιτεχνικής του παραγωγής, ενώ ο τέταρτος αφιερώνεται αποκλειστικά στα ισπανικά retablorum, τα ρετάμπλ, (όπως τείνουν ­ ορθά ­ να αποδίδουν τον λατινικό όρο οι έλληνες μεταφραστές που υιοθετούν τη γαλλική ορολογία), δηλαδή τις θρησκευτικολειτουργικές κατασκευές, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον έναν πίνακα και κοσμούν τον χώρο πίσω από την αγία τράπεζα των καθολικών εκκλησιών.


Τα κείμενα της τετράτομης έκδοσης, που ολοκληρώθηκε μέσα σε μία δεκαετία, παρατίθενται στη γλώσσα της πρωτότυπης δημοσίευσής τους. Το γεγονός ότι στη συλλογή αυτή υπάρχουν ­ εκτός των ισπανικών, αγγλικών, γαλλικών, ιταλικών και γερμανικών κειμένων ­ και κείμενα στην ελληνική γλώσσα έχει δύο ειδών συνέπειες: από τη μια ο έλληνας αναγνώστης έχει την ευκαιρία να βρει συγκεντρωμένες σπάνιες δημοσιεύσεις σε λιγότερο ή περισσότερο δυσεύρετα έντυπα (Αρμονία, Μάρτιος 1900, Προοδευτικός Φιλελεύθερος, 24.5.1951, Κρητικά Χρονικά, Ιανουάριος – Αύγουστος 1959 κ.ά.) και από την άλλη ­ γεγονός σημαντικότερο ­ είναι μια από τις σπάνιες φορές, αν όχι η μοναδική, που η νεοελληνική γλώσσα λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για τη μελέτη του έργου ενός μεταναγεννησιακού ζωγράφου ο οποίος σταδιοδρόμησε στη Δυτική Ευρώπη. Αυτή η ­ έστω και συμβολική ­ ανατροπή της σχέσης που παραδοσιακά ορίζεται μονοσήμαντα από το κέντρο προς την περιφέρεια (ένας από τους βασικούς λόγους που αναγκάζει τους Ελληνες να είναι πολύγλωσσοι), και μάλιστα με την πρωτοβουλία ενός εκδοτικού οίκου ο οποίος συνδέεται με ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο, έχει τη σημασία της. Για τους ίδιους λόγους πρέπει να εξαρθεί η συμβολή ελλήνων ερευνητών στη μελέτη του έργου του Θεοτοκόπουλου, όπως για παράδειγμα ο Κωνσταντίνος Δ. Μέρτζιος, η Μαρία Κωνσταντουδάκη-Κιτρομηλίδου, ο Νίκος Παναγιωτάκης, ο Γιάννης Μηλιάδης, ο Μανόλης Χατζηδάκης, των οποίων τα κείμενα συνυπάρχουν με εκείνα των πρωτοπόρων «γκραικολόγων», όπως ο Manuel Cossio ή ο Carl Justi.


Επιπλέον ευρύτερο ενδιαφέρον για τον έλληνα αναγνώστη παρουσιάζουν και τα κείμενα που είδαν το φως της δημοσιότητας σε ελληνικά έντυπα στις αρχές της δεκαετίας του 1950 σχετικά με τη «διαμάχη» για τον «βυζαντινισμό» του Θεοτοκόπουλου, μια «διαμάχη» που ειδικά στη μετεμφυλιακή Ελλάδα δεν εστερείτο πολιτικών προεκτάσεων. Πρέπει επίσης να επισημανθεί και η δημοσίευση της μετάφρασης των αφιερωμένων στον Greco ποιημάτων του Gόngora και του Paravicino από την Τζένη Μαστοράκη καθώς και η προβολή τής, λιγότερο γνωστής, ενασχόλησης του ζωγράφου με τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική. Εν κατακλείδι, η σημασία της έκδοσης αυτής της τετράτομης συλλογής ­ της οποίας ο κάθε τόμος διατίθεται και ξεχωριστά ­ είναι μεγάλη, στο μέτρο που προσφέρεται συγκεντρωμένο με υποδειγματικό τρόπο το βασικό υλικό για την ολοκληρωμένη προσέγγιση, από πλευράς ιστορίας της τέχνης, της ζωής και του έργου του μεγάλου καλλιτέχνη. Δεν είναι άραγε καιρός παρόμοια εκδοτικά εγχειρήματα να επεκταθούν και στο έργο δημιουργών που έδρασαν σε πιο πρόσφατες ιστορικές περιόδους;


Ο κ. Νίκος Δασκαλοθανάσης είναι διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης.