Το μεταφυσικό σύστημα του Leibniz γοητεύει και ταυτόχρονα προκαλεί αμηχανία σε όποιον προσπαθεί να διασαφήσει τη διαμόρφωση και τη λειτουργία του. Πώς είναι δυνατή η συγκρότηση του κόσμου από άπειρες και αδιαίρετες, ατομικές ουσίες, που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, που συναποτελούν ένα συνεχές σύμπαν ­ χωρίς κενά ­ και που μας φαίνονται διατεταγμένες σε χωροχρονικές σχέσεις; Η μελέτη του Διονύσιου Αναπολιτάνου Ο Leibniz, η αναπαράσταση, η συνέχεια και ο χωρόχρονος, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Kluwer, αποτελεί σημαντική συμβολή στην κατανόηση του περίπλοκου αυτού συστήματος. Το ενδιαφέρον της προσέγγισής του, που συνιστά υπόδειγμα φιλοσοφικής ερμηνείας, έγκειται κυρίως στην προτεινόμενη ανάλυση του τρόπου κατά τον οποίο ο Leibniz επιχειρεί να επιλύσει μια σειρά φιλοσοφικών προβλημάτων με την αξιοποίηση μεταφυσικών αρχών και την επεξεργασία επιστημονικών θέσεων.


Σύμφωνα με τη θεμελιοκρατική και πλουραλιστική αντίληψη του Leibniz, η οντολογική έρευνα μας οδηγεί αναγκαία στα έσχατα δομικά στοιχεία της πραγματικότητας, τις μονάδες.


Πρόκειται για απλές πνευματικές ουσίες που μπορούν να περιγραφούν ως αναπαραστασιακοί μηχανισμοί, βασική ιδιότητα των οποίων είναι να αναπαριστούν προοπτικά η κάθε μια όλες τις άλλες, καθώς και αυτές αναπαριστούν προοπτικά όλες τις άλλες, και ούτω καθεξής. Παρ’ όλο που δεν αλληλοεπιδρούν, μέσω των αμοιβαίων αναπαραστάσεών τους συλλαμβάνουν τον κόσμο που τους περιβάλλει ως ένα σύνολο αλληλοεπιδρώντων σύνθετων οργανικών και ανόργανων όντων, τοποθετημένων μέσα σε χωροχρονικές συντεταγμένες. Ο πανάγαθος Θεός, ως δημιουργός του καλύτερου δυνατού κόσμου, έχει προνοήσει για την αποφυγή της οποιασδήποτε ασυμφωνίας μεταξύ των ατομικών προοπτικών αναπαραστάσεων, προκαθορίζοντας την αρμονία τους, και έτσι δεν δικαιολογείται καμιά σκεπτικιστική ανησυχία για το αν μπορούμε να τις εμπιστευθούμε. Βέβαια, ο βαθμός συνειδητότητας των διαφόρων μονάδων και η σαφήνεια και ευκρίνεια των αναπαραστάσεών τους ποικίλλουν· από εκείνες που βρίσκονται στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της οντολογικής ιεραρχίας απαρτίζοντας ό,τι μας παρουσιάζεται ως ανόργανη ύλη, μέχρι τις ανθρώπινες ψυχές, οι οποίες διαθέτουν έμφυτες λογικές αρχές και αυτοσυνειδησία. Και πρέπει να τονιστεί πως και των τελευταίων η γνώση είναι πεπερασμένη και δεν μπορεί να επιτύχει μια πλήρη και απόλυτα ευκρινή σύλληψη των αληθειών που διέπουν το σύμπαν.



Το αίτημα όμως της ύπαρξης θεμελιωδών, ατομικών οντοτήτων που αποτελούν τα τελικά αντικείμενα της οντολογικής ανάλυσης δεν συμβιβάζεται εύκολα με ένα άλλο σημαντικό αίτημα της φιλοσοφίας του Leibniz, το αίτημα της άπειρης διαιρετότητας του υλικού κόσμου. Εφόσον ουσιώδες γνώρισμα αυτού του κόσμου είναι η έκταση μέσα στον χώρο, τότε ­ σύμφωνα με την κεντρική αρχή της συνέχειας των όντων («η φύση ποτέ δεν κάνει άλματα») οποιοδήποτε τμήμα αυτού του κόσμου πρέπει να είναι επ’ άπειρον διαιρετό. Ομως οι μονάδες εξ ορισμού είναι μη περαιτέρω αναγώγιμες, απλές, ατομικές και αδιαίρετες, και ως εκ τούτου δεν μπορούν να βρίσκονται μέσα στον χώρο και να μεταβάλλονται μέσα στον χρόνο. Αυτήν ακριβώς τη λύση προτείνει ο Leibniz, θεωρώντας τις μονάδες ως συστατικά μιας μεταφυσικής πραγματικότητας, απαλλαγμένης από χωροχρονικά χαρακτηριστικά.


Ο Αναπολιτάνος ξεκινά την παρουσίασή του, τοποθετώντας την προβληματική του Leibniz μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της φιλοσοφίας του 17ου αιώνα και διερευνώντας τις μεταφυσικές υποδηλώσεις της αναπαραστασιακής γνωσιολογίας που αναπτύσσεται από τη εποχή του Descartes. Σκιαγραφεί ένα τριπολικό σύστημα οντολογικών αναφορών που περιλαμβάνει τον νου του Δημιουργού ­ μέσα στον οποίο ενυπάρχει ένα σύνολο ιδεατών αναπαραστατών οντοτήτων ­, τον εξωτερικό ως προς το νου μας κόσμο των «μορφικών» πραγματώσεων αυτών των οντοτήτων, και τέλος τον δικό μας νου, τον τόπο των «αντικειμενικών» τους πραγματώσεων – αναπαραστάσεων. (Οι σχολαστικής προελεύσεως όροι μορφική και αντικειμενική πραγματικότητα που χρησιμοποιεί ο Descartes προκαλούν σύγχυση ακριβώς γιατί η σημασία τους είναι αντίθετη από τη σημερινή). Κλειδί της ερμηνείας του Αναπολιτάνου είναι, μεταξύ άλλων, η έμφαση την οποία δίνει στην ύπαρξη τριών αντίστοιχων επιπέδων στη σκέψη του Leibniz. Η ανάλυσή του βασίζεται στην αναγνώριση εκτός του πραγματικού επιπέδου της ύπαρξης των μονάδων και του επιπέδου των φαινομένων που προκύπτει από τις προοπτικές τους αναπαραστάσεις, του ιδεατού επιπέδου, στο οποίο πρέπει να αναζητηθεί το περιεχόμενο εννοιών χωρίς «ενιαία και ουσιώδη αναφορά, όπως ο χώρος, ο χρόνος, ο αριθμός κ.λπ. που παίζουν τον ρόλο της αφηρημένης υφής του θεωρητικού μας πλαισίου, αναγκαίου για να περιγράψουμε τα γενικά χαρακτηριστικά από τα οποία συντίθεται ο κόσμος».


Ολοκληρώνοντας την εξήγηση της δυναμικής αναπαραστασιακής λειτουργίας των μονάδων, ο Αναπολιτάνος αναφέρεται στις συνεχείς διαβαθμίσεις της τελειότητας των λιγότερο ή περισσότερο ευκρινών ή συγκεχυμένων αναπαραστάσεών τους που αντιστοιχούν στις διαβαθμίσεις της οντολογικής τους τελειότητας. Ετσι, οδηγείται στο δεύτερο μέρος της μελέτης του στη διεξοδική εξέταση της αρχής της συνέχειας. Μετά την ανάπτυξη της μεταφυσικής και μαθηματικής σημασίας της έννοιας της συνέχειας και τη συσχέτιση της επιχειρηματολογίας που την αξιοποιεί με άλλες βασικές φιλοσοφικές αρχές (όπως η «αρχή του βελτίονος»), εστιάζει την ερμηνεία του στην κατάδειξη της συμβολής της στη διαμόρφωση των θέσεων του Leibniz, σχετικά με τη μεταφυσική πραγματικότητα των αδιαίρετων μονάδων.


Το τελευταίο μέρος της πραγματείας του Αναπολιτάνου ασχολείται ειδικότερα με τις αντιλήψεις του συγγραφέα της Μοναδολογίας για τον «λαβύρινθο του συνεχούς» και για τις έννοιες του χώρου και του χρόνου. Προτείνεται μια πρωτότυπη και συνεκτική ανάγνωση των κειμένων που επιτρέπει να διορθωθούν εσφαλμένες προσεγγίσεις, όπως εκείνη του Russell, κατά τον οποίο ο Leibniz αρνείται την πλήρη και συνεπή εφαρμογή της αρχής της συνέχειας. Και εδώ η λύση του προβλήματος κρύβεται στην αναφορά στο ιδεατό επίπεδο, το οποίο τείνουμε να συγχέουμε με το πραγματικό. Γνήσια συνεχή, όπως ο χώρος και ο χρόνος, υφίστανται μόνο ως ιδεατές οντότητες, τις οποίες συλλαμβάνουμε με τον νου μας, στον βαθμό που οι αρχές της συγκρότησής τους μας έχουν εμφυτευθεί ως δομικά χαρακτηριστικά κάθε αναπαράστασης. Οι πραγματικές αναπαριστώμενες οντότητες είναι οι μονάδες που δεν μπορούν να προσδιορισθούν χωροχρονικά αλλά νοούνται μονάχα μέσα από την αναπαράστασή τους σαν να ήταν προικισμένες με χαρακτηριστικά του χωρόχρονου, σαν να διέπονταν από χωροχρονικές σχέσεις.


Δυστυχώς, είναι πολύ δύσκολο να συνοψίσει κανείς τον πλούτο της επιχειρηματολογίας και των συμπερασμάτων του Αναπολιτάνου στο πλαίσιο μιας σύντομης παρουσίασης. Πέρα από τον κεντρικό του ερμηνευτικό άξονα και σε συνάρτηση με αυτόν, αξίζει να αναφερθούν οι αναφορές στον Αριστοτέλη ως πρόδρομο ή πηγή βασικών τοποθετήσεων του Leibniz, η επεξεργασία μαθηματικών μοντέλων της πραγματικής και φαινομενικής αλλαγής των μονάδων, η συσχέτιση των εξεταζόμενων απόψεων με σύγχρονες σχεσιακές προσεγγίσεις του χωροχρόνου. Αναμφίβολα, όποιος ενδιαφέρεται για τη σκέψη του Leibniz, αλλά και γενικότερα για την ιστορία της φιλοσοφίας των Νεώτερων Χρόνων, πρέπει να μελετήσει τις ερμηνευτικές προτάσεις του Διονύσιου Αναπολιτάνου.


Ο κ. Στέλιος Βιρβιδάκης είναι επίκουρος καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.