Η φωνή της φύσης


Ο Luis Sepulveda είναι, αν όχι η πιο αντιπροσωπευτική, σίγουρα πάντως μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις συγγραφέα του οποίου η καταγωγή, η ονομασία προελεύσεως θα λέγαμε, αποτελεί το εφαλτήριο για μια λογοτεχνία τέτοιας δύναμης και εμπνεύσεως που την καθιστά με μιας οικουμενική. Χιλιανός, με ένα εξαιρετικά πλούσιο ιστορικό κοινωνικής και πολιτικής δράσης, έχει κατά τη διάρκεια του ταραχώδους βίου του ζήσει σε πολλές και εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνικές καταστάσεις, από τη Νικαράγουα του μεγάλου απελευθερωτικού αγώνα ως την Ευρώπη του οικολογικού κινήματος, μέχρι και τον Αμαζόνιο και τη φυλή των ινδιάνων Σουάρ. Από τη διαμονή του με τους Ινδιάνους εμπνεύστηκε το πρώτο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Ενας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης, που εκδόθηκε στη χώρα μας από τις εκδόσεις Opera, το 1993. Εκτοτε, οι ίδιες εκδόσεις έχουν παρακολουθήσει φιλότιμα την πορεία του έργου του, έχοντας δημοσιεύσει επτά ακόμη βιβλία του, με σταθμό για την γνωριμία του με το ελληνικό κοινό το μυθιστόρημα Patagonia Express, το 1996


.


Το Αν δεν έχεις πού να κλάψεις είναι μια συλλογή διηγημάτων αρκετά διαφορετικών υφολογικά και, θα τολμούσαμε να πούμε, άνισων μεταξύ τους. Η πρωτοτυπία εδώ έγκειται στο γεγονός ότι η ανισότητα δεν προκύπτει από το στρίμωγμα μέσα στη συλλογή αδύναμων διηγημάτων ώστε, ως είθισται, να αυξάνεται απλώς ο όγκος του βιβλίου, αλλά αντίθετα στην ύπαρξη ορισμένων τέτοιας εσωτερικής ενέργειας και πρωτοτυπίας που κάνουν τα υπόλοιπα, αν και κάτι παραπάνω από αξιοπρεπή, να ωχριούν.


Λαμπρό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το διήγημα που δάνεισε τον τίτλο του στη συλλογή, ένα κείμενο τεσσάρων μόλις σελίδων που κάθε απόπειρα περιγραφής του θα το αδικούσε κατάφορα. Σε εντελώς άλλο ύφος είναι το υπέροχο Ενα σπίτι στο Σαντιάγο, όπου το πέρασμα ενός νέου από την ανέμελη εφηβεία στην αβεβαιότητα και στις αμφιβολίες της ενηλικίωσης υποδηλώνεται με την παράδοξη εξαφάνιση του σπιτιού της αγαπημένης κοπέλας, ακριβώς την ημέρα του πρώτου ερωτικού ραντεβού. Πολλά χρόνια αργότερα σε κάποια ξένη χώρα, ο αφηγητής αναγνωρίζει το έκτοτε χαμένο σπίτι μέσα σε μια φωτογραφία, στο πλαίσιο μιας μικρής έκθεσης. Οι αναμνήσεις πλημμυρίζουν τον αφηγητή και τον πάνε πίσω, στην τυχαία συνάντησή του με τον παράξενο φωτογράφο, τότε που, λίγο πριν από την ποθητή συνάντηση, «έκλεψε» την εικόνα του αγαπημένου σπιτιού, όπως ο πρώτος έρωτας την παιδική αθωότητα. Αντίστοιχης αξίας είναι το εξαιρετικό Σχετικά με κάτι που έχασα σ’ ένα τρένο, μια άλλη προσέγγιση πάνω στην ενηλικίωση και στο κόστος της σε όνειρα και φανταστικούς πόθους, ή το Τόλα σε δέκα πράξεις, που περιγράφει την αγωνία δώδεκα πολιτικών κρατουμένων σε κάποιο ερημικό και αφιλόξενο μέρος να βάλουν μπροστά μια παλιά ατμομηχανή, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν ζωντανή την ελπίδα και το όνειρο.


Το μοτίβο του τρένου, είτε ως όχημα διαφυγής, είτε ως μεταφορά του ταξιδιού της ζωής και του θανάτου, είτε ακόμη ως ευαίσθητος κοινωνικός χώρος, επανέρχεται διαρκώς στα διηγήματα του Sepulveda και τα διασχίζει σαν μια ποιητική εμμονή, σύμβολο της ζωής της υπαίθρου αλλά και της εκβιομηχάνισης της χώρας. Με την ίδια συχνότητα, αλλά με πολύ περισσότερη πίκρα, επανέρχονται οι απόηχοι πολιτισμών που μοιάζουν να χάθηκαν για πάντα, εκείνου των Μάγια αλλά και των Ινδιάνων της περιοχής, ενός άγριου όσο και ισορροπημένου κόσμου που ισοπεδώθηκε κατά την αιματηρή και καταστροφική επέλαση των Δυτικών στη νότια ήπειρο.


Στο δεύτερο βιβλίο, το Hot Line, συνυπάρχουν δυο νουβέλες ίσου περίπου μεγέθους, η πρώτη εκ των οποίων χάρισε και τον τίτλο της στον τόμο, ενώ η άλλη δανείζεται το όνομά της από ένα είδος μικρού κροκοδείλου της Λατινικής Αμερικής, το Γιακαρέ. Στην πρώτη, ένας επαρχιώτης αστυνομικός μετατίθεται στην πόλη, στο Σαντιάγο, έπειτα από την εμπλοκή του σε ένα επεισόδιο με τον γιο ενός στρατηγού. Μέσα από την έρευνά του για μια υπόθεση σχετικά με φουσκωμένους λογαριασμούς από τη χρήση ροζ τηλεφώνων, έρχεται σε σύγκρουση με ένα κύκλωμα φασιστών, βασανιστών της χούντας, που τρομοκρατούν ένα ζευγάρι πρώην εξόριστων. Οι κακοί παγιδεύονται και καταλήγουν στη φυλακή, ενώ το καλό θριαμβεύει δίνοντας τέλος σε ένα αδύναμο, σχετικά με τα άλλα έργα του Sepulveda, αφήγημα.



Αντίθετα στο Γιακαρέ ο συγγραφέας ξαναβρίσκει τη δύναμή του, ίσως λόγω της παρουσίας μέσα σε αυτό των αγαπημένων του Ινδιάνων. Οι Αναρέ, μια φυλή του Αμαζονίου που λατρεύει σαν θεό το συγκεκριμένο ζώο και τρέφεται αποκλειστικά από αυτό, οδηγείται στον αφανισμό εξαιτίας της ιταλικής φίρμας δερμάτινων ειδών που κυνηγά το γιακαρέ για το δέρμα του, το οποίο και χρησιμοποιεί παράνομα στη βιομηχανία που την έκανε διάσημη. Ο κεντρικός ήρωας, ένας νεαρός ασφαλιστής που ζει στην Ελβετία, αποστέλλεται από την εταιρεία του για να διαλευκάνει τον φόνο του τελευταίου μεγιστάνα της ιταλικής φίρμας και μπλέκεται με την κόρη του, μια ακτιβίστρια αντίθετη στα εγκλήματα που έχει διαπράξει η εταιρεία του πατέρα της και γνώστρια του ιδιαίτερου πολιτισμού της φυλής των Αναρέ. Πλούσιο σε οικολογικά και ανθρωπιστικά μηνύματα αλλά και με πολύ καλοστημένη πλοκή, το Γιακαρέ είναι μια άρτια νουβέλα, δομημένη στο ύφος του αστυνομικού μυθιστορήματος. Οσο πλησιάζει προς το τέλος, και όσο οι πληροφορίες για την παράξενη φυλή των Αναρέ πυκνώνουν, το κείμενο αποκτά μια μυστηριακή διάσταση με ενδιαφέρουσες ανθρωπολογικές και πολιτικές προεκτάσεις.


Κινούμενα αενάως ανάμεσα στον χρόνο και τον χώρο, τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και την Λατινική Αμερική, στοιχειωμένα από πόλεις, τόπους και ποιητές, τα κείμενα του Sepulveda διαπνέονται τόσο από μια πηγαία ερωτική διάθεση, όσο και από μια οξεία αίσθηση του παράδοξου, πίσω από την οποία δονείται μια ευαίσθητη και οικουμενική συνείδηση.


Ο κ. Κώστας Κατσουλάρης είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις της Εστίας κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Το σύνδρομο της Μαργαρίτας».