Τα μεγάλα έργα ασφαλώς και δεν χρειάζονται συστάσεις. Οσον αφορά την πεζογραφία, ωστόσο, όλο και περισσότερο δυσκολεύεται κανείς να χαρακτηρίσει «μεγάλο» ή ακόμη και «σπουδαίο» ένα μυθιστόρημα τα τελευταία χρόνια. Και ακόμη πιο δύσκολο είναι το να ξεχωρίσει ένας συγγραφέας μέσα στην αφηγηματική πλημμυρίδα που κατακλύζει τους πάγκους των βιβλιοπωλείων. Η αφηγηματική κοινωνία σήμερα παίρνει την εκδίκησή της από την κοινωνία των ιδεών του ’60 και του ’70 και ό,τι εμφανίζεται συχνά ως μυθιστόρημα δεν είναι παρά μία ακόμη πτυχή ενός χρονικού χωρίς διακεκριμένη αρχή και τέλος.


Ωστόσο, μέσα σε τούτη την υπερπροσφορά εμφανίζονται και κάποια έργα που χωρίς δισταγμό θα τα κατέτασσε κανείς στην υψηλή λογοτεχνία ­ και μάλιστα δεν είναι καθόλου λίγα. Σε αυτά ανήκει χωρίς αμφιβολία και το σημαντικότερο μυθιστόρημα της Ελσα Μοράντε «Η ιστορία», η ελληνική έκδοση του οποίου εκκρεμούσε επί χρόνια. Αν αξίζει να τη χαιρετίσει κανείς, αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι συμπληρώνει ένα βιβλιογραφικό κενό ή, ακόμη, ότι προσφέρει ένα μέτρο σύγκρισης ­ συντριπτικής από κάθε πλευρά ­ με τις σχηματικές αφηγήσεις που μας κατακλύζουν. Τα μεγάλα έργα κατά κανόνα ακολουθούν την πορεία τους ερήμην τέτοιων αναγκών. Ζουν στον χρόνο γιατί δημιουργούν χρόνο μέσα στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι, διαποτίζοντας τα κοιτάσματα της ευαισθησίας.


Η έκδοση της «Ιστορίας» αποτελεί εκδοτικό γεγονός γιατί προσφέρει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ευαισθησίας, αυτής τουλάχιστον που αναδύθηκε μεταπολεμικά και μάλιστα συνδεδεμένης ευθέως με την πεζογραφική της παράδοση ή καλύτερα ριζωμένης στις πηγές της.


Η Ελσα Μοράντε γεννήθηκε το 1916 και πέθανε το 1989. Σύζυγος ενός άλλου σημαντικού συγγραφέα, του Αλμπέρτο Μοράβια, έζησε για χρόνια στη σκιά της φήμης του και η διεθνής αναγνώρισή της ήρθε λίγα μόλις χρόνια πριν από τον θάνατό της με την έκδοση της «Ιστορίας» (1974). Το βιβλίο ωστόσο έγινε στην αρχή δεκτό με πολλές επιφυλάξεις από την ιταλική κριτική, που σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα υπήρξε και εντελώς αρνητική. Για τα δεδομένα της δεκαετίας του ’70 παρουσιαζόταν πολύ «λαϊκό», πολύ «συναισθηματικό» και όχι όσο θα χρειαζόταν «μαρξιστικό», με την έννοια ότι ανεδείκνυε κυρίαρχη την ατομική ζωή αντί για την ιστορική νομοτέλεια, τα συλλογικά βιώματα ή τις αντίστοιχες αυταπάτες. Η ιστορία είναι ιστορία του κάθε ανθρώπου χωριστά. Η Ιστορία όμως με κεφαλαίο είναι μια καταστροφική δύναμη, το σκοτάδι της μοίρας, ένα παρόν που τρέφεται από το μέλλον και το εξαφανίζει.


Η Ιστορία (με κεφαλαίο) απορροφά την ατομική ιστορία. Ο φόβος, ο αγώνας για την επιβίωση και τη σωτηρία και τα βασικότερα ανθρώπινα συναισθήματα προβάλλονται πάνω σε ένα χάρτη απανωτών καταστροφών. Στην ανθρώπινη συνείδηση ή στο πεδίο της ευαισθησίας, ωστόσο, δεν αναγνωρίζεται τίποτε ως σημαντικότερο από την ανθρώπινη ζωή και, αν η τέχνη έχει κάποιο νόημα, μας λέει η Μοράντε, είναι για να μας υποδεικνύει διαρκώς πως οι «μεγάλες» ιδέες, τα «μεγάλα» γεγονότα και τα «μεγάλα» σχέδια είναι προϊόντα του θανάτου και πως μόνο μέσα στον λεγόμενο κοινό άνθρωπο παραμένει ζωντανή η μείζων αξία της ύπαρξης, το μεγαλείο και το δράμα της.


Και αναρωτιέται κανείς: Γιατί αυτό να μην είναι ένας ακόμη κοινός τόπος, συνηθισμένος σε τόσα λαϊκά ρομάντζα, και να αποτελεί λογοτεχνική αρετή; Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, να μας ενδιαφέρουν οι ζωές της κεντρικής ηρωίδας, της Ιντα, μιας δασκαλίτσας σε κάποια ιταλική επαρχία την οποία στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βιάζει ένας νεαρός γερμανός στρατιώτης, ή του νόθου που αποκτά μαζί του ή του άλλου γιου της, ο οποίος μεγαλώνει όπως όλα τα παιδιά της επαρχίας θρεμμένος με τις φαντασιώσεις γύρω από τη ζωή και το σεξ και τα φασιστικά «ιδεώδη» της εποχής; Η δύναμη, ωστόσο, ενός προικισμένου συγγραφέα είναι αυτή ακριβώς: να αποδεικνύει ότι η ζωή κλιμακώνεται μεν στα γεγονότα αλλά αυτή καθαυτή έχει τη δύναμη να αναδεικνύεται πάνω από αυτά, πως δηλαδή δεν υπάρχει ζωή ερήμην, δεν είναι κάτι που απλώς περνά. Και η Μοράντε προβάλλει στο πρώτο επίπεδο αυτή τη θεωρούμενη σύμβαση, που είναι όμως η κινητήρια δύναμη κάθε πεζογραφικού έργου με βαθιές ανθρωπολογικές ρίζες.


Ο αφηγηματικός χρόνος καλύπτει μια περίοδο επτά ετών, από την ημέρα που βιάζεται η ηρωίδα ως τον θάνατο τόσο της ίδιας όσο και του νόθου παιδιού της (1941-1947). Σε τούτα τα χρόνια, όπου λόγω του πολέμου η Ευρώπη σωριάζεται σε ερείπια, ξετυλίγεται το ογκώδες μυθιστόρημα της Μοράντε, ένα έπος ή καλύτερα ένα αντιέπος, ένας υπόκωφος θρήνος πάνω στα ερείπια. Οι τόνοι ωστόσο παραμένουν χαμηλοί, τα επακόλουθα εμφανίζονται ως αναπόφευκτα και τα μεγάλα γεγονότα είναι εκείνα που υπονομεύουν τις μικρές ελπίδες, τις επίσης μικρές προσπάθειες, τα καθημερινά πάθη και τις αδυναμίες. Ετσι, στη σκηνή λ.χ. ενός βομβαρδισμού εκείνο που προβάλλεται δεν είναι οι νεκροί ή η απώλεια του σπιτιού της Ιντα αλλά ο σκύλος της που θάβεται στα ερείπια. Η ζωή της Ιντα χάνεται σιγά σιγά γιατί η Ιστορία τής αφαιρεί το περιεχόμενο.


Αυτή η Ιστορία είναι το τέρας της αφαίρεσης. Επιταχύνει τον χρόνο και έτσι τον καταργεί. Αλλά όταν καταργείται ο χρόνος καταργείται και η ζωή ­ και η ζωή δεν είναι απλώς γεγονότα, μικρά ή μεγάλα. Είναι σύνθεση και υπέρβαση των γεγονότων, εκείνο που, με άλλα λόγια, αποκαλούμε ανθρώπινη κλίμακα.


Ετσι η Μοράντε, προκειμένου να παρουσιάσει τη σύγκρουση ανάμεσα στην ιστορία των ανθρώπων (αυτή που συνθέτει) και στο τέρας της Ιστορίας (το μεγαλοϊδεατικό, το ανεξέλεγκτο και άρα το διανοητικό και το δαιμονικό), παρεμβάλλει ανάμεσα στα οκτώ βασικά τμήματα της αφήγησης ισάριθμα μικρά κεφάλαια όπου με χειρουργική ακρίβεια παραθέτει τα κυριότερα ιστορικά γεγονότα της κάθε χρονιάς που ζουν οι πρωταγωνιστές του βιβλίου της. Το 1947 τελειώνει η ιστορία της Ιντα με τον θάνατό της. Το βιβλίο όμως κλείνει με ένα ακόμη κεφάλαιο στο οποίο παρατίθενται τα κυριότερα παγκόσμια γεγονότα ως το 1967 ­ και μάλιστα κλείνει με την αναφορά στην επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου. Η τελευταία φράση του μυθιστορήματος λέει: «Και η Ιστορία συνεχίζεται». Αλλά αυτή η ιστορία δεν είναι ιστορία του κάθε ανθρώπου, όσων θα έλθουν ή όσων θα τη «ζήσουν». Είναι η ερήμην Ιστορία, με άλλα λόγια η σκοτεινή πλευρά του πολιτισμού, ένα θέατρο της νύχτας το οποίο πού και πού παρουσιάζει φωτεινά διαλείμματα. Γιατί η ζωή των ανθρώπων έχει πριν και μετά, αρχή, μέση και τέλος, ενώ η Ιστορία, όταν δεν εμφανίζεται ως μάσκα του κακού, είναι ένα διάστημα δίχως πέρατα, δίχως σκοπό, ένα τμήμα άσκοπης ακολουθίας.



Για ένα ογκώδες μυθιστόρημα (ξεπερνά τις 800 σελίδες) και μάλιστα αυτών των προθέσεων είναι περιττές οι αναφορές στα επιμέρους της αφήγησης. Χωρίς να λείπει η αφηγηματική ανέλιξη και η προώθησή της, εκείνο που κυρίως χαρακτηρίζει τούτο το λαμπρό μυθιστόρημα είναι η ατμόσφαιρά του, η μεσογειακή του οικειότητα, τα καθαρά περιγράμματα, η πειστικότητά του ή με άλλα λόγια: η αυθεντικότητα και η αντιπροσωπευτικότητα των χαρακτήρων του, που δεν αποτελούν απλές προβολές της συγγραφικής συνείδησης της Μοράντε, δεν είναι δηλαδή πρόσωπα-σύμβολα, αλλά εκφράσεις του λεγόμενου γενικού πληθυσμού σε στιγμές ιστορικής κρίσης. Περιβάλλον, διαθέσεις, συμπεριφορά και ανθρώπινες σχέσεις δένονται σε ένα σύνολο ενιαίο, αρραγές και από τεχνικής πλευράς επιβλητικό. Ετσι, τα επτά χρόνια που καλύπτει το βιβλίο γίνονται χρόνος βιωματικός και συναισθηματικός (χωρίς καμία από τις αρνητικές εκφάνσεις που παίρνει συχνά ο τελευταίος) και επομένως χρόνος καλλιτεχνικός, που σημαίνει: διευρυμένος. Η συγγραφέας κινείται σταθερά στη λεπτή γραμμή ισορροπίας ανάμεσα στη συμπάθεια και στην ουδετερότητα, ανάμεσα στην ταύτιση και στην απόσταση, στην οικειότητα και στην ουδετερότητα.


Η μεταφράστρια Αμπυ Ράικου-Σταύρου ανέλαβε ένα δύσκολο έργο ­ και όχι μόνο εξαιτίας του όγκου του. Συχνά η οικειότητα στο βιβλίο της Μοράντε είναι περισσότερο «οικεία» από όσο σηκώνει η πεζογραφική γλώσσα. Η ίδια την υπονομεύει συνεχώς ­ και εδώ δίνει τις εξετάσεις του ο μεταφραστής. Το επίπονο έργο της μετάφρασης η κυρία Σταύρου το έφερε σε πέρας γενικά με επιτυχία. Νομίζω πως τα υποκοριστικά θα μπορούσαν να είναι λιγότερα αλλά αυτό σε τίποτε δεν μειώνει την όλη προσπάθεια.


Ο κ. Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας.