Η «ανομία» είναι για τον γάλλο πρωτοπόρο της κοινωνιολογίας Εμίλ Ντυρκέμ η κατάσταση που επικρατεί όταν κανόνες, ρυθμίσεις, πρότυπα και καθιερωμένες νόρμες λειτουργίας μιας κοινωνίας παύουν να ισχύουν. Αυτό που τις αντικαθιστά σε περιβάλλον κρίσης, κοινωνικής ή οικονομικής, είναι ένας έρμαιος κόσμος όπου το άτομο περιφέρεται στο ανοίκειο τοπίο στερημένο από στηρίγματα.

Σε μια τέτοια νεκρή φύση, στο ανομικό Βερολίνο του 1919, βαδίζουν οι ήρωες του Τζόναθαν Ραμπ. Κάθε πόλη έχει τις δικές της προσωπικές αμαρτίες, κάθε πόλη έχει και την εξιλαστήρια αρετή της και αυτή του Βερολίνου, όπου εξελίσσεται η Ρόζα (Πόλις, 2013), ήταν «η αέναη κίνησή της προς τα εμπρός, η πίστη της στην υπόσχεση για ένα καλύτερο αύριο» (σ. 550). Όταν μια πόλη χάνει την εξιλαστήρια αρετή της, την πίστη της στο δυνητικά καλύτερο μέλλον, ακολουθούν όσα περιγράφει ο συγγραφέας σκιαγραφώντας την πρωτεύουσα της Γερμανίας μετά τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έχοντας συμπιέσει οικονομικά τις δυνατότητες του πληθυσμού, υποσκάψει την εμπιστοσύνη στις πολιτικές ηγεσίες, ανατρέψει τις κομματικές ισορροπίες, υπονομεύσει τις θεσμικές ιεραρχίες, διαρρήξει την κοινωνική συνοχή, η σοβούσα κρίση του ευρωπαϊκού πολιτισμού εκβάλλει τον Νοέμβριο του 1918 σε μια επανάσταση που δίνει τέλος στη μοναρχία και αρχή σε ένα κενό εξουσίας. Πραγματιστές, ιδεολόγοι, καιροσκόποι που τσαλαβουτούν στα θολά νερά της αταξίας αναδύονται και το σκηνικό ταλαντώνεται επικίνδυνα μεταξύ αριστερής ουτοπίας και ακροδεξιάς αντίδρασης.

Ο αυτοκαταστροφικός, όπως κάθε ντετέκτιβ που σέβεται τον εαυτό του, κομισάρ-κριμινάλ Νικολάι Χόφνερ, περνάει από μια παρόμοια διελκυστίνδα. Αναζητεί έναν σίριαλ κίλερ με σεξουαλικές εμμονές και ανακαλύπτει έναν ηθικό αυτουργό με πολιτικά κίνητρα. Ψάχνει στους κόλπους της αριστεράς και βρίσκει μια πλεκτάνη της ανερχόμενης άκρας δεξιάς. Ερευνά τον υπόκοσμο των καταγωγίων και καταλήγει στις ανώτερες κλίμακες της αστυνομίας. Τα κέντρα εξουσίας μετρούν λιγότερο από τα παράκεντρα, διαπιστώνει στην πορεία ο Χόφνερ, η κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών («μια περίεργη ράτσα, πρόθυμοι να επαναφέρουν τη μοναρχία, κατ’ όνομα μόνο προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη») λιγότερο από τα παραστρατιωτικά εθελοντικά σώματα, τις κλίκες των κρατικών οργανισμών, τις μυστικές εταιρείες.

Για έναν γνώστη της ιστορίας της πρόσκαιρης συνεργασίας των αντιθέτων, Freikorps και σοσιαλδημοκρατών κατά των αριστερών Σπαρτακιστών, παραδοσιακών συντηρητικών και εθνικοσοσιαλιστικής δεξιάς κατά του κέντρου, το βιβλίο αποκτά ένα επιπλέον πολιτικό βάθος υποδεικνύοντας τις σπασμωδικές αντιδράσεις στις οποίες επιδίδεται μια κοινωνία δίχως πυξίδα που κυβερνάται υπό το κράτος της στιγμής – κι όσο κι αν η σύγκριση με τη μεσοπολεμική Βαΐμάρη δεν συνιστά επουδενί ερμηνεία του που βρισκόμαστε σήμερα, συνιστά ωστόσο τον απαραίτητο καμβά στον οποίο πρέπει να προβάλει κανείς τις τρέχουσες πελαγωμένες δημοκρατίες Ελλάδας και Ευρώπης για να δει που συμπίπτουν και που αποκλίνουν οι γραμμές αυτής της διπλοέκθεσης. Για όλους τους υπόλοιπους, το μυθιστόρημα αποτελεί ένα στιβαρό αστυνομικό αίνιγμα με τον κλασικό σκληρό άνδρα του νουάρ ως κράμα κυνικού επαγγελματία / sui generis αδιάφθορου και μια αντεστραμμένη κρυφή πρωταγωνίστρια στο ρόλο της διανοούμενης, σκεπτόμενης, αφοσιωμένης μαρξίστριας και διόλου μοιραίας γυναίκας – της Ρόζας Λούξεμπουργκ του τίτλου.