Πριν πολλά χρόνια, όταν ήμουν ένα μικρό κορίτσι και η χώρα μας ήταν μια μεγάλη, ανέμελη γιορτή, ήμασταν καλεσμένοι στη γιορτή ενός φίλου του πατέρα μου. Βαριόμουν, η ταβέρνα είχε μόνο μεγάλους, κανείς δε μου έδινε τη σημασία που νόμιζα πως άξιζα.

Λίγη ώρα αφότου φτάσαμε, το τραπέζι άρχισε να γεμίζει τεράστια κόκκινα τέρατα. Έμοιαζαν με θαλάσσιες κατσαρίδες και χάλασαν τη όρεξη περισσότερο από τη διάθεσή μου. Κουρνιάζοντας στην αγκαλιά του πατέρα μου, τον παρακολουθούσα να σπάει τις καραβίδες (τι όνομα!), να ρίχνει λίγο λεμόνι και να τις τρώει ευχαριστημένος. «Δοκίμασε», μου είπε, και μου έδωσε μία μικρή μπουκιά. Κούνησα το κεφάλι με αποστροφή. «Λίγο», είπε. Κούνησα ξανά το κεφάλι με αηδία. «Μα, είναι ωραίο! Σε τόσο κόσμο αρέσουν, κοίτα. Λες τόσοι άνθρωποι να έχουν άδικο;»

Με έπεισε και δοκίμασα. Λίγο ντροπαλά ζήτησα κι άλλο, κι άλλο. Στο τέλος είχα φάει τρεις θαλάσσιες κατσαρίδες μόνη μου.

Όπως πάντα, είχε δίκιο. Αν δεν δοκιμάσεις, δε θα μάθεις. Φυσικά, υπάρχουν εξαιρέσεις, απλά για να επιβεβαιώσουν τον αρχικό κανόνα: Τόσος κόσμος δεν μπορεί να πέφτει έξω. Ισχύει με όλα. Ισχύει και με τα βιβλία.

Ισχύει και με το 2666 που το άρχισα την προηγούμενη εβδομάδα. Μου φάνηκε μοναδικό θυμίζοντάς μου ταυτόχρονα τη λογοτεχνία του Αργεντίνου Ρικάρντο Πίλια. Τόσο που δεν μπορώ να το αφήσω από τα χέρια μου και να το βγάλω από το μυαλό από τη στιγμή που διάβασα την πρώτη παράγραφο. Και τόσο που, ναι, «κυλάει» σαν νερό.

Πρόλαβα να θυμώσω με όλους όσους είχα κανονίσει κάτι το περασμένο τριήμερο – γιατί θα με απομάκρυναν από το βιβλίο. «Θα ήθελα να είμαι μόνη μου σε ένα νησί, να τρώω, να κοιμάμαι, να πίνω και να το διαβάζω ώσπου να το τελειώσω», έγραψα στο Δημήτρη. Πρώτη φορά κάνω μια υπερβατική, για μένα, σκέψη: ευτυχώς που δεν έχω διαβάσει πολύ – έτσι θα κρατήσει περισσότερο.

Έχει επιβεβαιωθεί πλειστάκις. Επιβεβαιώνεται άλλη μία φορά. Ο μπαμπάς μου είχε πάντα δίκιο.