«Σε αγαπώ και σε νοιάζομαι. Κάθε φορά που σε φέρνω στο νου μου αισθάνομαι σύνδεση μαζί σου. Θέλω να είσαι χαρούμενος. Θέλω να σε βοηθήσω όπως μπορώ. Γι’ αυτό και μπαίνω σε διαδικασία να μάθω τη γλώσσα σου. Για να επικοινωνώ μαζί σου και να καλύπτω τις ανάγκες σου. Για να αισθάνεσαι ασφαλής και συνδεδεμένος. Γι’ αυτό σε υποστηρίζω με κάθε τρόπο. Κι αν κάποιες φορές σου φαίνεται βαρύ το πρόγραμμά σου με τους τόσους πολλούς δασκάλους, γιατί σ’ αγαπώ, γι’ αυτό σε σπρώχνω. Για να δεις πόσο δυνατός είσαι και να είσαι έτοιμος να κάνεις ολοένα και πιο μεγάλα άλματα στη ζωή.

»Με ενδιαφέρει να βλέπω το πώς προοδεύεις. Πώς συνδέεσαι με τους γύρω σου πιο πολύ από ό,τι παλιά. Με νοιάζει να σε βλέπω σιγά σιγά να μπορείς εσύ ο ίδιος να διαχειριστείς τη διαφορετικότητά σου. Και σίγουρα με νοιάζει να είσαι γεμάτος χαρά! Γιατί αν δεν έχεις χαρά, τι να τις κάνεις όλες τις γνώσεις και όλη την επικοινωνία του κόσμου. Γι’ αυτό ψάχνω, ερευνώ διάφορες μεθοδολογίες.

»Ταυτόχρονα όμως, θα θελα να σου πως πως σ’ αγαπώ και δεν με ενδιαφέρει αν θα μπορέσεις να μάθεις όσα ένα άλλο παιδί της ηλικίας σου, αν παίζεις με «περίεργα» παιχνίδια ή αν θέλεις συχνά χρόνο να περνάς μόνος σου. Δε με ενδιαφέρει ούτε αν έχεις νευρικά ξεσπάσματα. Με ενδιαφέρει να μην έχεις στρες για τις απρόσμενες αλλαγές και να μην πιέζεσαι αισθητηριακά από τα πολλαπλά ερεθίσματα.

Δε με νοιάζει πια καθόλου αν θα μας κοιτάξουν με ύφος λύπησης ή θα σκεφτούν πως εσύ είσαι “κακομαθημένος” κι εγώ… “κακή μητέρα”. Και βέβαια, επιτέλους δε με νοιάζει αν θα “σοκαριστούν” οι γύρω μας με κάποια από τις αντιδράσεις σου. Θέλω να γνωρίζεις πως δε με νοιάζει που δε μου μιλάς όταν δε θες».