Τα αντιπαθούσα πάντοτε τα «καλά» εστιατόρια που είχαν το λούστρο και το όνομα αλλά τους έλειπε η χάρη. Λειτουργούσαν στην ψυχολογία μου όπως και οι επώνυμες μπουτίκ με τις πωλήτριες με τα υψωμένα φρύδια και το απαξιωτικό ύφος: εξαιρετικά ενοχλητικά. Και όπως στις εν λόγω μπουτίκ οι συγκεκριμένες πωλήτριες νιώθουν πως ανέβηκαν τα σκαλοπάτια της κοινωνίας επειδή πουλούν μεταξωτά φουλάρια που κοστίζουν τρεις δικούς τους μισθούς, έτσι και στα δήθεν εστιατόρια το ύφος και η πόζα παίρνουν και δίνουν αλλά από ουσία τίποτα. Ή, για να το πω πιο λαϊκά, όλο λάδι λάδι και από τηγανίτα τίποτα.

Ακόμη και μετά την ενασχόλησή μου με τα της γαστρονομίας δεν σταμάτησαν να μου προκαλούν θυμηδία οι εξεζητημένες ονομασίες αλλά και το εξεταστικό βλέμμα των σερβιτόρων και του μετρ της σάλας, που στέκονταν πάνω από το κεφάλι μου σαν καθηγητές σε αυστηρό καθολικό σχολείο. Εβλεπα και τις διπλανές παρέες που με μεγάλες δόσεις αμηχανίας ξεφύλλιζαν τους καταλόγους και επέλεγαν – λίγο στην τύχη – ένα πιάτο, μη τολμώντας να ρωτήσουν τον απόμακρο σερβιτόρο «τι είναι, βρε αδερφέ, αυτό το τοπιναμπούρ;». Διότι αν ρωτούσαν – και αν ήξερε ο σερβιτόρος – θα έπαιρναν την απάντηση πως πρόκειται για τον ταπεινό βολβό που στην Κύπρο τον λένε κολοκάσι και στην Κέρκυρα κανκιόφολα. Αλλά τότε δεν θα μπορούσε να πουληθεί το πιάτο στην εξωφρενική τιμή την οποία έχουν γράψει δίπλα του.

Είδατε όμως τι κάνει το ξενικό όνομα; Ας συνεχίσουμε όμως στο πιάτο μας. Τι άλλο γράφει εκτός από τις περίφημες τοπιναμπούρ; Ποπιέτες εσκαλόπ από κολιέ μοσχαριού με κουλί μαϊντανού και πουρέ τοπιναμπούρ. Αχ, δύσκολη που έχει γίνει η ζωή. Αν το ξέραμε πως για να παραγγείλουμε ένα πιάτο φαΐ θα έπρεπε να είχαμε μπακαλορεά, δεν θα είχαμε κάνει ποτέ κοπάνα από το μάθημα των γαλλικών. Αφού λοιπόν κοιταζόμαστε στα μάτια κάνα δεκάλεπτο μήπως διαφωτιστούμε μεταξύ μας, παραγγέλνουμε το πιάτο και προσευχόμαστε να είναι κάτι φυσιολογικό. Και τώρα θα μεταφράσουμε το πιάτο στα ελληνικά. Ρολάκια από σβέρκο μοσχαριού με σάλτσα μαϊντανού και πουρέ από κολοκάσι. Καλύτερα, έτσι; Δηλαδή θα φάμε μοσχάρι με κολοκάσι. Τα υπόλοιπα τα παπαδίστικα τι τα χρειαζόμαστε;

Βεβαίως, χρόνια τώρα ειρωνευόμαστε τις ονομασίες των πιάτων, αλλά τα εστιατόρια όταν θέλουν να κάνουν εντύπωση συνεχίζουν αυτό που ξέρουν. Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Μήπως εμείς είμαστε οι δήθεν που υποκλινόμαστε σε άγνωστα και βαρύγδουπα ονόματα; Κατά πάσα πιθανότητα, ναι. Αν δεν αλλάξουμε εμείς στάση, γιατί να αλλάξουν οι άλλοι που βγάζουν και λεφτά από αυτήν την ιστορία; Για του λόγου το αληθές κάνω ένα πείραμα. Μια ωραία βραδιά που κάλεσα φίλους στο σπίτι και έφτιαξα βραστό, το σέρβιρα αλλιώς. «Τι θα φάμε;» ρώτησαν οι άνθρωποι. Με τον κίνδυνο να νομίσουν ότι τρελάθηκα, απάντησα «ποτ ο φε, με ροζ αλάτι Ιμαλαΐων».

Μικρή παύση από την ομήγυρη. Και, ξαφνικά, ήχοι ευφροσύνης. «Ααα», «οοο» και τέτοια. Και παρ’ όλο που είχαν ξαναδοκιμάσει το εν λόγω βραστό, αυτήν τη φορά το εκτίμησαν περισσότερο. Κάθε μπουκιά καταπινόταν με μεγαλύτερη προσοχή, σαν κάτι εξαιρετικό. Ακόμη και όταν από κάποιους ειπώθηκε «καλέ, βραστό είναι», κάτι διαφοροποιήθηκε στη στάση τους. Μπορεί να ήταν το ροζ αλάτι, μπορεί να ήταν ότι το πιάτο φωτίστηκε διαφορετικά μέσα τους με το που ένιωσαν πως το ίδιο φαγητό τρώγεται και στο εξωτερικό. Ισως ένιωσαν πολίτες του κόσμου. Και δεν λέω, ωραίο είναι να ξεφεύγουμε από την καθημερινότητα και να επαναπροσδιορίζουμε τη σχέση μας με όλα, αλλά αυτό να γίνεται με κοινή συναίνεση. Σαν παιχνιδιάρηδες συνωμότες μπορούμε να διασκεδάζουμε με τέτοια πράγματα, αλλά όχι να μας κοιτάζουν υποτιμητικά επειδή δεν έχουμε εμβαθύνει σε υψηλές μαγειρικές έννοιες.

Το φαγητό δεν πρέπει να το φοβόμαστε, αλλά να το χαιρόμαστε. Και βέβαια να το πληρώνουμε για αυτό που είναι και όχι επειδή έχει τίτλους τιμής.