Απόδοση κειμένου Νατάσσα Κοντογιάννη

Αν και σίγουρα θα μπορούσε κανείς να πλάσει πολλές ιστορίες με πρωταγωνιστές υψηλόβαθμα στελέχη της Ferrari μέσα στα καλοραμμένα ιταλικά τους κοστούμια να συζητούν, πίνοντας espresso, αναζητώντας την ιδανική ονομασία για την αντικαταστάτρια της FF και για τον τρόπο που κατέληξαν στην –ομολογουμένως εντυπωσιακά μακροσκελή –ονομασία GTC4 Lusso, το σίγουρο είναι ότι η διάδοχος της πρώτης τετρακίνητης/τετραθέσιας πρότασης του Maranello είναι πολλά περισσότερα από μια απλώς ανανεωμένη εκδοχή της με διαφορετικό όνομα.

Αν και η πρώτη μου εντύπωση δεν διαφέρει από την εικόνα που είχα για την FF, όσο την περιεργάζομαι τόσο οι διαφορές μεταξύ τους γίνονται ορατές. Τυπικά παραδείγματα, η πιο «θορυβώδης» αισθητική του πίσω τμήματος που κάνει την GTC4 Lusso να δείχνει φαρδύτερη και τα υπερτονισμένα «βράγχια» πίσω από τους μπροστινούς τροχούς που μαζί με τις shooting brake αναλογίες της είναι μεταξύ των στοιχείων που θεωρώ ότι προσθέτουν στη γοητεία της.
Νεορεαλισμός
Οπως και να έχει με όσα συλλαμβάνει το βλέμμα, στην καρδιά της GTC4 Lusso παραμένει το σύστημα τετρακίνησης που συνδυάζεται με ηλεκτρονικά ελεγχόμενο διαφορικό και ηλεκτρονικά ελεγχόμενη ανάρτηση, ενώ πλέον προστίθενται το 4ης γενιάς σύστημα Side Slip Control και τετραδιεύθυνση σε έναν συνδυασμό που λειτουργεί άψογα και, στην προκειμένη περίπτωση, έχει σχεδιαστεί για να προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία στην είσοδο της στροφής.
Στο εσωτερικό κυριαρχεί το γνώριμο μείγμα τεχνολογικά ενσυνείδητης πολυτέλειας που έχει αναβαθμισθεί με την προσθήκη της κεντρικής οθόνης αφής 10,25 ιντσών και εντυπωσιακή χρηστικότητα σε ό,τι αφορά τις λειτουργίες της.
Από τα νέα στοιχεία στα οποία θα άξιζε να επενδύσει κανείς ξεχωρίζει η γυάλινη πανοραμική οροφή ενώ μάλλον δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς το ίδιο για την προαιρετική οθόνη αφής 8,8 ιντσών στην πλευρά του συνοδηγού χαρακτηρίζοντάς την περιττή πολυτέλεια.
Επί το έργον και με «λογικό» ρυθμό, αυτό που αρχικά διαπιστώνει κανείς είναι η ελαφριά αίσθηση του τιμονιού. Σημαντικό μερίδιο στην ευελιξία έχει σίγουρα και το σύστημα τετραδιεύθυνσης το οποίο επιπλέον επεμβαίνει με τρόπο πολύ διακριτικό και διόλου «αυταρχικά παρεμβατικό», στοιχείο το οποίο μόνο θετικά μπορεί να εκληφθεί.
Η μοναδική, ίσως, αρνητική πτυχή της GTC4 Lusso είναι η κάπως απόμακρη αίσθηση του μπροστινού τμήματος που δεν σε αφήνει να αντιληφθείς το πόσο πραγματικά σκληρά δουλεύουν οι μπροστινοί τροχοί.
Η ποιότητα κύλισης είναι εξαιρετικά καλή και παρά τη γεμάτη μπαλώματα και κακοτοπιές ορεινή διαδρομή μας στους ιταλικούς Δολομίτες η GTC4 Lusso κυλάει σαν να βρίσκεται σε πίστα, παρά την υψηλή ταχύτητα και χωρίς μάλιστα να έχει επιλεγεί η ιδανική για την περίσταση ρύθμιση στην ανάρτηση.
Ετσι, αν και νιώθω τους τροχούς της να χοροπηδούν στους θόλους, η αίσθηση δεν μεταφέρεται στους επιβάτες χάρη στην καθοριστική παρουσία των «ευφυών» ηλεκτρονικά ρυθμιζόμενων αμορτισέρ Magneride.
Τα συγκεκριμένα αμορτισέρ είναι ήδη γνωστά από την 488, ωστόσο στην προκειμένη περίπτωση η απόδοσή τους δείχνει εντυπωσιακότερη με δεδομένο το βάρος και το μέγεθος του αυτοκινήτου το οποίο καλούνται να «υπερασπιστούν» απέναντι στις κακοτεχνίες της διαδρομής μου.
Αυτό που δείχνει λιγότερο εντυπωσιακό είναι η ταχύτητά της. Κανείς δεν μπορεί να χαρακτηρίσει την GTC4 Lusso «αργή» αλλά ούτε και τόσο γρήγορη όσο υποδηλώνουν οι 590 ίπποι και τα 697 Nm ροπής του κινητήρα της.
Τα επίσημα μεγέθη αναφέρουν επιτάχυνση από 0-100 χλμ./ώρα σε 3,4 δευτερόλεπτα –και 10,5 δευτερόλεπτα για 0-200 χλμ./ώρα -, χρόνοι παραπάνω από γρήγοροι για τετραθέσιο μοντέλο.
Ωστόσο, αυτό που δεν έχει η GTC4 Lusso είναι η αβίαστη αίσθηση γρηγοράδας όταν επιχειρείς μια προσπέραση. Ταυτόχρονα, o οδηγός θα χρησιμοποιήσει αρκετές φορές το αριστερό paddle πριν o V12 ανταποκριθεί στις προσδοκίες του.
Αρχικά δεν θεώρησα ούτε τον ήχο του ατμοσφαιρικού V12 κινητήρα των 6,3 λίτρων αντάξιο των προσδοκιών μου καθώς με τα παράθυρα κλειστά, φτάνει στα αφτιά μου σαν μια υπόκωφη και μακρινή «σκιά» του γνώριμου soundtrack των Ferrari.
Bέβαια, η ηχομόνωση που καταφέρνει να κρατήσει μακριά το ουρλιαχτό του V12 θα απομονώσει μια σειρά από άλλους, πιο ανεπιθύμητους ήχους, δικαιώνοντας απολύτως το δεύτερο συνθετικό της ονομασίας του μοντέλου.
Η ώρα της κρίσης
Αν τώρα δεν αποζητείτε το… Lusso της ολύμπιας γαλήνης, δεν έχετε παρά να κατεβάσετε τα παράθυρα και να μπείτε σε ένα τούνελ όπως τα δεκάδες στην οροσειρά των Δολομιτών όπου θα κατανοήσετε πλήρως γιατί η Ferrari κρατάει τα σκήπτρα του ηχητικού σύμπαντος της αυτοκινητοβιομηχανίας αλλά και γιατί οι θυμωμένες νότες ενός ατμοσφαιρικού κινητήρα θα αποτελούν πάντα επίζηλο σημείο για τους turbo.
Mε κριτήριο την επιθυμία μου να αφήσω την GTC4 Lusso να ξεδιπλώσει τα ταλέντα της, επιλέγω το λιγότερο πολυσύχναστο Passo Valparola, το οποίο με τις πιο ήσυχες και φαρδιές λωρίδες του δίνει τον απαραίτητο ζωτικό χώρο στην τετρακίνητη Ferrari.
Σε στεγνό οδόστρωμα, η Ιταλίδα προσφέρει κάτι παραπάνω από εντυπωσιακά επίπεδα πρόσφυσης και με μοναδική εξαίρεση κάποια εξαιρετικά κλειστή στροφή, ο οδηγός της μπορεί να καταχραστεί όσο επιθυμεί το δεξί πεντάλ.
Βασιστείτε λοιπόν σε αυτό και με το ESP απενεργοποιημένο, στην επόμενη φουρκέτα, θα διαπιστώσετε ένα ευχάριστο γλίστρημα του πίσω άξονα που επανέρχεται γρήγορα χάρη στην τετρακίνηση και στη σκληρή δουλειά των μπροστινών τροχών που αποτρέπουν την περαιτέρω αποσταθεροποίηση.
Αν και μπορείς να κινηθείς εξαιρετικά γρήγορα και με περισσή ευελιξία με την GTC4 Lusso, η απουσία πληροφόρησης και η έλλειψη της γνώριμης αίσθησης του μπροστινού τμήματος που προσφέρουν η Ferrari F12 και η 488 με αποκόβει κάπως από τον δρόμο μετριάζοντας τον ενθουσιασμό μου για την τετραθέσια Ιταλίδα, η οποία δεν προσφέρει την οικεία οδηγική εμπειρία των προτάσεων του Maranello.
Η βροχή που έχει ήδη ξεκινήσει μετατρέπει την άσφαλτο του Passo Valparola σε μια επιφάνεια που μόνο με δάπεδο ντουζιέρας μπορεί να συγκριθεί σε ολισθηρότητα. Επιλέγω το κατάλληλο για υγρό οδόστρωμα πρόγραμμα στο manettino και παρότι η ρύθμιση κάνει τα πράγματα να δείχνουν πιο ασφαλή, η υποστροφή δεν αργεί να εμφανιστεί και να επανέρχεται σε κάθε απώλεια πρόσφυσης, προκαλώντας ρίγη στη σπονδυλική μου στήλη μιας και αν με ρωτήσετε προτιμώ την υπερστροφή.
Στο πρόγραμμα Sport ή με απενεργοποιημένο το ESP η δυναμική ισορροπία του αυτοκινήτου είναι πολύ πιο διασκεδαστική, ωστόσο θα πρέπει να βρίσκεστε πάντα σε επιφυλακή καθώς ναι μεν η τετρακίνηση στην πλειονότητα των περιπτώσεων μπορεί να οδηγήσει σε ένα μεγαλοπρεπές, θεαματικό γλίστρημα χωρίς παρεπόμενα, όμως ορισμένες φορές δεν παρεμβαίνει αρκετά γρήγορα με κίνδυνο να βρεθείτε πολύ μακριά από την ιδανική γραμμή και μάλιστα με ένα πολύ μεγάλο αυτοκίνητο.

Ιταλική πολυσυλλεκτικότητα
Συνολικά, θα έλεγα ότι η προσπάθεια να κρίνεις την GTC4 Lusso προκαλεί μια ελαφρά σύγχυση. Εχει τη σφραγίδα μιας αυτοκινητοβιομηχανίας sportscars και supercars και διαθέτει πολλά στοιχεία από τις συγκεκριμένες κατηγορίες σε ό,τι αφορά την εμφάνιση και τον τρόπο που κινείται –σίγουρα υπερτερεί σε αυτά από την FF.
Ταυτόχρονα, καταβάλλει προσπάθεια για να μην είναι τόσο σπορ. Ετσι, από τη μία η εμπειρία οδήγησης που προσφέρει είναι εκλεπτυσμένη και από την άλλη είναι σαν να σε ωθεί να εξερευνήσεις τα όριά της.
Αν ωστόσο το επιχειρήσεις, διαπιστώνεις ότι δεν μπορεί να σου προσφέρει στο μέγιστο τη διασκέδαση την οποία σε είχε προκαλέσει να αναζητήσεις.
Παρ’ όλα αυτά, είναι σίγουρα ένα πολύ καλό αυτοκίνητο. Ισως η ορεινή διαδρομή με την ατέρμονη αλληλουχία στροφών που επέλεξα να με οδήγησαν σε μονόπλευρα συμπεράσματα για τον πολυσυλλεκτικό χαρακτήρα της. Ισως πάλι η σύνθετη ονομασία της να μην επελέγη τελικά προς χάριν εντυπωσιασμού γένους ιταλικού όπως αρχικά θεώρησα αλλά να αποτελεί τον ιδανικό τρόπο για να περιγράψει κανείς ένα τόσο πολύπλευρο σύνολο.

INFO
Η GTC4 Lusso, αντικα-ταστάτρια της FF, διαθέτει περισσότερη ισχύ και τετρα-διεύθυνση που φιλοδοξεί να κάνει τα πράγματα πιο διαχει-ρίσιμα

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ